Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Ἀντώνης Β. Γελάτσορας - Ἡ ποιητικὴ νοημοσύνη τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη





Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἦταν ἄνθρωπος σοβαρός, ντροπαλός, σεμνός, τύπος μονήρης. Ὁ Δ.Χατζόπουλος (Μποὲμ) ἀπὸ τὶς στῆλες τῆς ἐφημερίδας «Ἄστυ»τὸν παρουσιάζει διεξοδικότερα[1]: «Ἄνθρωπος ἀγαθός, εἰλικρινής, μετριόφρων καὶ ἰδιαζόντως ἰδιόρρυθμος. Ἐργάζεται ἀσταμάτητα τὴν ἡμέρα, φορᾶ τετριμμένα ἐπανωφόρια καὶ καταρρακωμένα παντελόνια, καπνίζει διαρκῶς. Μὲ τὴ ράβδο παραμάσχαλα, στὶς ἐλεύθερες ὧρες του κάνει περιπάτους στὴν Ἀθήνα, πηγαίνει καὶ ψάλλει στὰ ἐκκλησάκια καὶ ἰδιαίτερα στὸ ναΰδριο τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου. Ἐπισκέπτεται συχνότατα τὰ λαϊκὰ ταβερνεῖα γιὰ κάποιο ποτήρι οἴνου ἢ ζύθου».

Στὰ τέλη Μαρτίου τοῦ 1908 μεταβαίνει στὴ Σκιάθο, στὴν ὁποία θὰ παραμείνει μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ Γενάρη τοῦ 1911. Οἱ δρόμοι τῆς Ἀθήνας δὲν θὰ ξαναδοῦν στὸ ἑξῆς τὸ μεγάλο μας λογοτέχνη. Ἐδῶ, στὴν πανέμορφη πατρίδα του, γελάει, ὁ μεγάλος αὐτὸς πονεμένος μας λογοτέχνης, τρέχει στὶς ἐξοχές, στὰ ἀκρογιάλια, στὰ μοναστήρια, ψέλνει, συζητᾶ, ἀκούει μὲ ἀπληστία τὶς διηγήσεις ἀπ᾿ τὶς γριὲς καὶ τοὺς ξωμάχους, πίνει στὸ οἰνοπωλεῖο τοῦ Ζίμπλου. Ζεῖ κατὰ κάποιο τρόπο, στὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο πού, πολλὲς φορές, ἀναδύεται μέσα ἀπ᾿ τὰ διηγήματά του.

Πόνεσε, ὅσο κανεὶς ἄλλος πνευματικὸς ἄνθρωπος τῆς λογοτεχνίας μας, τὰ ἔντονα κοινωνικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, τὴ δεινὴ θέση τῆς γυναίκας, τὴ βαριὰ μοίρα τῆς λαϊκῆς τάξης. Λάτρεψε τὴ μάθηση,[2] τὴ χριστιανικὴ θρησκεία, τὸ νησί του. Ἡ πνευματική του δράση ἔλαβε χώρα στὴν Ἀθήνα. Ἡ συγγραφὴ τὸν ὤθησε νὰ μείνει καὶ νὰ ἐργασθεῖ στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδας. Ἔμεινε ὅμως πάντα ἕνας φτωχός, ἂν καὶ πασίγνωστος σ᾿ ὅλη τὴν Ἑλλάδα λογοτέχνης.[3] Ὁ λόγος εἶναι γιὰ τὸν κὺρ-Ἀλέξανδρο, ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσαν, γιὰ τὸν ἅγιο τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων καὶ τῆς Νεοελληνικῆς μας Λογοτεχνίας, γιὰ τὸν κοσμοκαλόγερο τῆς Ἀθήνας, τὸν μέγα Παπαδιαμάντη.

Στὴν Ἀθήνα, στὴ Δεξαμενή, συνήθιζε νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο, στὸ πίσω μέρος, δίπλα, στὸ παραθυράκι τοῦ τζακιοῦ. Κι ὅπως ἀναφέρει ὁ Κ. Βάρναλης,[4] καθόταν σχεδὸν πάντα μόνος τους, ἀπομονωμένος, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα, ἀποφεύγοντας νὰ κοιτάει τὸν κόσμο, μὲ κεφάλι γερμένο καὶ μάτια μισόκλειστα, βυθισμένα στὰ δημιουργικά του ὀνειροπολήματα.

Στὸ περίφημο καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς, τὸ καφενεδάκι μὲ τὴν ἐκπληκτικὴ θέα, σχεδὸν μονίμως καὶ ἀποκλειστικὰ σύχναζε ὁ μεγάλος μας λογοτέχνης Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.


«Στὰ 1906 ἀνέβηκα στὴ Δεξαμενή. Εἶναι μιὰ κρίσιμη στιγμὴ τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς. Ἐκεῖ ἀπάνου βρῆκα μαζὶ μὲ τὰ ψηλὰ δέντρα, τὸν καθαρὸ ἀέρα, τὸν ἥλιο καὶ τὴ μακρινὴ θέα τοῦ Σαρωνικοῦ, τὸν καλύτερο ἑαυτό μου. … Ἡ Δεξαμενὴ τότε, εἶχε ὅλη της τὴ φυσικὴ ὀμορφιά. Δὲν εἶχε μαρμάρινες σκάλες· δὲν ἤτανε σφιγμένη σὲ κορσέδες ἀπὸ πέτρινα ντουβάρια καὶ σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε τὸ ψῆλος της καὶ τὴ λευτεριά της μακριὰ ἀπὸ τὴ βέβηλη πολιτεία. Οἱ λεῦκες της ψηλὲς καὶ ρωμαλέες ἀπὸ τὶς ὡραιότερές της Ἀθήνας, χαρίζανε τὸ δροσερό τους ἴσκιο στοὺς ἐρημίτες τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας καὶ μιὰ βρύση στὴ μέση ἔτρεχε ἀδιάκοπα μέρα καὶ νύχτα καὶ ἀχολογοῦσε φλύαρα καὶ χαρούμενα σὰν ἕνα πλῆθος ἀπὸ πουλιά. Τὶς νύχτες τοῦ φθινοπώρου, ὅταν φυσοῦσε ὁ βοριᾶς καὶ βογγούσανε οἱ λεῦκες καὶ τὰ πεσμένα φύλλα χορεύανε, ὁ ἀχὸς τῆς βρύσης ἔπαιρνε τὸν πιὸ μελαγχολικὸ τόνο.»[5]

Τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ στέκι φαίνεται νὰ γοήτευσε τὸν Παπαδιαμάντη, γιατί ἡ φυσικὴ ὀμορφιὰ τοῦ χώρου καὶ ἡ ἠρεμία του, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐκπληκτικὴ θέα ποὺ κάποιος μποροῦσε νὰ ἀπολαύσει καθήμενος στὸ καφενεδάκι, ἄγγιζαν τὴν ψυχὴ τοῦ μοναχικοῦ ἄνδρα καὶ τὸν ἐνέπνεαν στὴ δημιουργία διηγημάτων.

«Από τὸ 1904 ἡ Δεξαμενὴ ἄρχισε νὰ συγκεντρώνη τοὺς λογίους τῆς ἐποχῆς. Ἀνοιχτὴ τότε ἀκόμη ἀπ᾿ ὅλες τὶς πλευρὲς προσέφερε εἰς τὴν ὡραίαν πλατείαν αἰσθητικὴν ἀπόλαυσιν. Κάτω ἁπλωνόταν ἐλεύθερη ἡ πόλις, ἐπάνω ἡ βαρειὰ σιλουέττα τοῦ Λυκαβητοῦ, πέρα στὸ βάθος, τὸ ἄφθονο μπλὲ τῆς ὑδατογραφίας τοῦ Σαρωνικοῦ, νοτιοδυτικὰ ὁ πράσινος κάμπος τῆς Ἀττικῆς, ὅπου τὸ μάτι μποροῦσε νὰ πλανᾶται ἐλεύθερο χωρὶς νὰ σκοντάφτῃ πουθενά. Ἦταν ἕνα γραφικὸ φυσικὸ μπαλκόνι ἀπέναντι στὸ βράχο τῆς Ἀκροπόλεως φτιαγμένο γιὰ ρεμβασμούς. Γι᾿ αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματά της ἡ πλατεία τῆς Δεξαμενῆς ἔγινε γρήγορα τὸ φιλολογικὸ κέντρο μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ἐζητοῦσε ἀκόμη τὴν ἔμπνευσιν κατ᾿ εὐθείαν ἀπὸ τὴ φυσικὴ γραφικότητα … Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν τὸ στοιχειό της. Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς τοποθεσίας ἦταν ἀκριβῶς ἐκείνη ποὺ ταίριαζε περισσότερο στὴν ἀσκητική του ἰδιοσυγκρασία. Ἂν δὲν εὕρισκε στὴν Δεξαμενὴ τὰ «ρόδινα ἀκρογιάλια» τῆς Σκιάθου … εὕρισκε ὅμως τὴν ἡσυχία, τὴν μοναξιὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα καὶ προπαντὸς τὴν συντροφιὰ ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους μόνο αἰσθανόταν τὸν ἑαυτό του νὰ κινῆται ἐλεύθερα καὶ ἄνετα … Τὸν ἄφηναν ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ ἀπόμερο τραπεζάκι του σιωπηλό, βυθισμένο στοὺς κόσμους τῶν στοχασμῶν του, νὰ σιγοψέλνῃ, νὰ σκέπτεται ἢ νὰ γράφῃ.»[6]

Ὁ Μιλτιάδης Μαλακάσης ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια καθόταν στὴ Δεξαμενὴ δίπλα στὸν Παπαδιαμάντη, ἀλλὰ καὶ ὁ Βάρναλης ποὺ τὸν ἔζησε ἐπίσης ἀπὸ κοντὰ δὲν διαφοροποιοῦνται ὡς πρὸς τὶς σκέψεις τους γιὰ τὸν μεγάλο μας πεζογράφο:

«Ὁ Παπαδιαμάντης συνήθιζε νὰ κάθεται ἔξω ἀπ᾿ τὸ καφενεῖο, στὸ πίσω μέρος, δίπλα στὸ μικρὸ παραθυράκι τοῦ τζακιοῦ. Ἀπὸ τὸ παραθυράκι ἔπαιρνε τὸν καφέ του ἢ ζητοῦσε φωτιὰ ν᾿ ἀνάψει τὸ τσιγάρο του ἢ ζητοῦσε ἐφημερίδα. Μακριὰ ἀπ᾿ τοὺς πελάτες, ἀπομονωμένος, σταύρωνε τὰ χέρια του, ἔγερνε δίπλα τὸ ἱερατικό του κεφάλι καὶ βυθιζότανε στὰ δημιουργικά του ὀνειροπολήματα.»[7]

Ἐκεῖ σ᾿ αὐτὴν τὴν πλατεία, κάποια στιγμή, χωρὶς κι ὁ ἴδιος νὰ μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψει ὅτι τὸ κατάφερε, ὁ Παῦλος Νιρβάνας τράβηξε μία ἀπὸ τὶς ἀπειροελάχιστες καὶ μοναδικὲς φωτογραφίες τοῦ Παπαδιαμάντη, διασώζοντας πολὺ καλὰ τὴ μορφή του καὶ τὸ ὅλο του παράστημα: τὴν ἀσκητική του μορφὴ μὲ τὸ κεφάλι του γερμένο στὸν ὦμο, νὰ φορᾶ αὐτὸ τὸ τριμμένο καὶ φτωχικὸ ἐπανωφόρι.

«Ὁ ἥλιος ἔγερνε πρὸς τὴ δύση του καὶ οἱ τελευταῖες του ἀχτίδες ἔπεφταν εὐνοϊκὰ στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ καφενείου. Σὲ μιὰ γωνιά, καλὰ φωτισμένη, ἤτανε μιὰ καρέκλα.

- Κάθεσαι σ᾿ αὐτὴ τὴν καρέκλα, Ἀλέξανδρε; τοῦ εἶπα. Σὲ δύο λεπτὰ θὰ τελειώσουμε.

- Νὰ καθήσω... μουρμούρισε.

Κάθησε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι του ἀπάνω στὸ στῆθος καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του ἀπάνω στὸ μπαστούνι του, ποὺ κρατοῦσε ἀνάμεσα στὰ πόδια του. Δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει κανεὶς μιὰ πόζα, πιὸ σύμφωνη μὲ τὴ φύση του, καὶ τὸ χαρακτήρα του ἀπ᾿ τὴν ἀσκητικὴ αὐτὴ πόζα, ποὺ εἶχε πάρει μοναχός του. Ἤτανε τυχαία ἡ πόζα αὐτή; Ἤτανε μελετημένη; Δὲν ξέρω.  Ἂν ἤτανε τὸ δεύτερο, πρέπει νὰ πιστέψει κανείς, ὅτι καὶ ὁ πιὸ ἀπόκοσμος ἀσκητισμὸς ἔχει τὴ φιλαρέσκειά του. Στάθηκα ἀντίκρυ του, βιαστικὸς μὴ μοῦ χαλάσει τίποτε τὴν ὑπέροχη αὐτὴ σύνθεση, ποὺ εἶχα μπροστά μου, καὶ τοῦ πῆρα δύο «ἐνσταντανὲ» στὴν ἴδια πόζα … Τὸν εὐχαρίστησα, πῆρα μαζί μου τὸ φωτογραφικὸ κουτί, ποὺ ἔκλεινε ἕνα θησαυρὸ γιὰ μένα, καὶ κατέβηκα στὴν πόλη νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος. Μήπως εἶχα ἄδικο; Ἡ μόνη μου ἀνησυχία ἤτανε μήπως δὲν ἐπέτυχαν οἱ πλάκες. Τὴν ἴδια βραδιά, ὅμως, ποὺ ἔκανα τὴν ἐμφάνισή τους -ὅλα, εἶχαν ἔρθει τυχερὰ- βρέθηκα μπροστὰ σὲ μία μοναδικὴ ἐπιτυχία. Ὑστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες, ἡ φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη ἡ πρώτη, ποὺ εἶχε κάνει στὴ ζωή του, δημοσιεύτηκε, μεγαλωμένη, σὲ ὁλοσέλιδο , στὰ Παναθήναια. Καὶ ἡ ἐντύπωση στάθηκε καταπληκτική... Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν εἰκόνα βρίσκεται ὁλόκληρος ὁ Παπαδιαμάντης.»[8]

Ὁ Παπαδιαμάντης ἂν καὶ σύχναζε γιὰ πολλὲς ὧρες στὴ Δεξαμενή, ἂν καὶ ὅλοι τὸν γνώριζαν ὅπως ἄλλωστε κι ὁ ἴδιος, ἦταν πολὺ λιγομίλητος, σπανίως ἄλλαζε τραπεζάκι, συχνὰ μὲ κλειστά τα μάτια σκεφτόταν κάποιο διήγημα ποὺ θὰ ἔγραφε, ὀνειροπολοῦσε τὰ ἀκρογιάλια τῆς Σκιάθου, παραδιδόταν στὴ μαγικὴ θέα καὶ σιγοέψελνε. Μὲ τὸν μόνο ἄνθρωπο ποὺ μιλοῦσε ἀρκετὰ καὶ χωρὶς κόπο ἦταν ὁ κὺρ – Στέφανος ὁ ἁμαξᾶς.

«Εἶχαν καὶ τοὺς τύπους των οἱ λόγιοι τῆς Δεξαμενῆς. Καὶ πρῶτος μεταξύ τους ἦταν ὁ κυρ-Στέφανος, ἕνας ἁμαξᾶς ποὺ ἐλέγετο πρόεδρος τῆς Δεξαμενῆς, ἄνθρωπος ἐντελῶς ἰδιότυπος, μὲ ἕνα εἶδος περιέργου λαϊκῆς θυμοσοφίας ποὺ διετύπωνε σὲ μία γλώσσαν ἐπίσης ἰδιότυπη, πράγμα ποὺ ἄρεσε ἐξαιρετικὰ στὸν Παπαδιαμάντη ὥστε νὰ γίνει ὁ στενότερος καὶ πλέον ἔμπιστος φίλος του. Μόνον σ᾿ αὐτὸν ἐξεμυστηρεύετο τὶς σκέψεις καὶ τὰ ἰδιαίτερά του ὁ Παπαδιαμάντης. Σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ὑποπτευθῆ τὴν ἀξία του καὶ τὸν ἀγαποῦσε ἁπλῶς ὡς φίλον καὶ ὄχι ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι σὰν τὸν μεγαλύτερο λόγιο τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος.»[9]

Ὁ θαυμαστὸς κόσμος τῶν διηγημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ κόσμος τῶν ἀγνοημένων, τῶν φτωχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν νοικοκυραίων τῆς σκιαθίτικης κοινωνίας ἢ τῆς ἀθηναϊκῆς συνοικίας. Ἀπ᾿ τὴν πολυπρόσωπη καὶ ποικίλη πινακοθήκη τῶν ἡρώων του δὲν λείπουν οἱ στρίγγλες μάνες, οἱ κακὲς πεθερές, οἱ φόνισσες, οἱ τοκογλύφοι, οἱ γριὲς τῆς γειτονιᾶς καὶ τῆς αὐλῆς μὲ τὰ κουτσομπολιὰ καὶ τὶς συκοφαντίες, τὰ μάγια, τὶς δυσειδαιμονίες καὶ τὶς προλήψεις τους[10]. Τὰ παιδιὰ ποὺ πνίγονται στὰ πηγάδια ἢ στὴ θάλασσα, οἱ κόρες ποὺ χάνονται νέες, τὰ νήπια ποὺ πεθαίνουν ἀβάφτιστα, τὸ πλῆθος τῶν ναυτικῶν ποὺ χάνονται στὴ θάλασσα, ἀφήνοντας πίσω τους χῆρες καὶ μαυρομαντιλοῦσες μάνες καὶ ὀρφανά, ἡ ἐλεγεία ἐτούτη τοῦ θανάτου ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ μοτίβο τοῦ ἔρωτα τοῦ ἀνικανοποίητου καὶ ἀπραγματοποίητου ἀπ᾿ τὸ ἄλλο, ὅλα αὐτὰ μᾶς προσφέρονται στὰ κείμενά του, μέσα ἀπ᾿ τὸ ποιητικὸ πρίσμα, μὲ λέξεις μαγευτικὲς ποὺ ὑποχρεώνουν νὰ συνυπάρχουν ταιριαστὰ ἡ μαγεία μὲ τὸ ρεαλισμό, ἡ θρησκεία μὲ τὴν πάσης φύσεως ἀδικία.

Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1910 ἀρρωσταίνει ἀπὸ πνευμονία. Πέφτει κουρασμένος στὸ κρεβάτι. Στὶς 2 Ἰανουαρίου τοῦ 1911, ἡμέρα Κυριακή, ὁδηγήθηκε μοναχός του - οἱ ἀδελφές του κατάκοπες κοιμοῦνταν- γαλήνια στὸ θάνατο, ἔχοντας πρὶν κοινωνήσει δύο φορὲς καὶ ψέλνοντας τὸ τροπάρι τῶν Ὡρῶν τὶς παραμονὲς τῶν Φώτων. Ἀποχώρησε ἤρεμα, μὲ θρησκευτικὴ κατάνυξη καὶ γαλήνη, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, πρὸς τὸ Θεό του, μακριὰ ἀπ᾿ τὴ βασανισμένη του ζωή.

Ἔγραψε τόσα πολλὰ μὲ θετικισμὸ ἀπὸ τὸ ἄρωμα τῆς ἑλληνικῆς γῆς. μὲ τὸ χρῶμα τοῦ ἑλληνικοῦ οὐρανοῦ καὶ μὲ τὰ μυστήρια τῆς ἑλληνικῆς σύγχρονης ψυχῆς, ὥστε μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ὀνομάσει δικαίως ὡς ἀρχηγὸ τοῦ νεοελληνικοῦ διηγήματος.[11]

Ὁ Παπαδιαμάντης ζωγράφισε σ᾿ ὅλα τα ἔργα τοῦ τὴν μονότονη ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ τὴν θλίψη τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων στὰ χωριὰ καὶ τὰ νησιά.[12] Στοὺς «Χαλασοχώρηδες» καταγγέλλει τὴν ὀλιγαρχία ποὺ θυμᾶται τὸ βασανισμένο λαὸ τὶς παραμονὲς τοῦ ἐκλογικοῦ ἱπποδρομίου, ἐλέγχει εὐθαρσῶς τὴν κομματικὴ συναλλαγὴ καὶ τὴν ἀσύστολη ψηφοθηρία.

Εἶναι ἕνας ἰδεολόγος, ἕνας ἀγωνιστὴς τῆς προόδου καὶ τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Σὲ πολλά του διηγήματα σπιθοβολάει ἕνα χιοῦμορ ἀβίαστο, ἕνα εὔθυμο πνεῦμα στὶς ἐναλλαγὲς τοῦ δραματικοῦ μὲ τὸ εὔθυμο. Ἔκλεισε μέσα στὴν ψυχή του τὴν Ἑλλάδα, τὸν κόσμο της, τὶς θλίψεις του.[13]

Πόνεσε ὅσο ὅλοι οἱ Ἕλληνες μαζὶ τὴ δυστυχία τους. Κι ἄντεχε αὐτὸν τὸν πόνο καρτερώντας χριστιανικά, πιστεύοντας, προσευχόμενος. ψέλνοντας σὰν Βυζαντινὸς στυλίτης. Ἡ ποίηση, τὸ θρησκευτικὸ δέος, τὸ προσωπικὸ ὕφος, τὸ δραματικὸ ξετύλιγμα τῶν γεγονότων, ἡ τραγικότητα, ἡ Βυζαντινὴ κατάνυξη συνυπάρχουν σὲ πολλὰ διηγήματα τοῦ ὀνειροπλέχτη μάγου τῆς πένας. Σὲ ὅλα του τὰ ἔργα ὑπάρχει κι αὐτός, σὲ κάποια γωνιὰ τὸν καφενείου, τοῦ ταβερνείου, τῆς ἀκρογιαλιᾶς, μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὰ συναισθήματα τοῦ κάθε τοῦ ἥρωα.

Τὸ ἀγαθόν, τὸ κλασικὸ «δέον γενέσθαι» διαρκῶς ἀντιπαλεύει τὰ κακῶς κείμενα καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀνισότητα καὶ ἀναδύεται ἔμμεσα ὡς τὸ μόνιμο μήνυμα, σὲ κάθε σχεδὸν διήγημα, τοῦ σοφόκλειου καὶ ἰδιόρρυθμου αὐτοῦ ποιητῆ τῆς σύγχρονης πνευματικῆς μας ἱστορίας.[14]  Ἂν καὶ τὰ περισσότερα διηγήματά του δίνουν τὴν ἐντύπωση πὼς κινοῦνται στὴν περιοχὴ τῆς ἠθογραφίας, ὡστόσο ἡ ἠθογραφία ἀποτελεῖ τὸ ἐπιφανειακὸ ἔδαφος, τὸ δευτερεῦον μήνυμα τῶν διηγημάτων του, τὸ γενικότερο πλαίσιο μὲ τὸ ὁποῖο ντύνει τὰ βαθύτερα καὶ πρωτεύοντα σημαίνοντα στοιχεῖα.

Δὲν παραμένει κεντρικὰ - παρὰ μόνο σπάνια - στὸ ἠθογραφικὸ πλαίσιο, ἀλλὰ μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ ἁπλώνει τὶς σκέψεις, τοὺς προβληματισμούς του, τὴ δραματικὴ ἐξέλιξη τῶν γεγονότων, κυκλικὰ πρὸς πολλὲς κατευθύνσεις, ἐντοπίζοντας καὶ ἐπισημαίνοντας κάποτε, προβληματίζοντάς μας ἔντονα ἄλλοτε πάλι μὲ τὰ κοινωνικὰ καὶ ψυχογραφικὰ δεδομένα ποὺ μᾶς ἐκπέμπει ὁ ἀνάμικτος μὲ τὴν ποιητικὴ φαντασία καὶ προέκταση ρεαλιστικός του λόγος.

Τὸ «Ὄνειρο στὸ κύμα», τὰ «Ρόδινα ἀκρογιάλια» καὶ «Ἡ Φόνισσα» εἶναι σίγουρα κλασικὰ ἀριστουργήματα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνικῆς παραγωγῆς. Ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ ζωή, τὰ πάθια καὶ τοὺς καημούς του μὲ τὸ πάθος, δημιούργησε τύπους καλοχτισμένους ποὺ ἀντέχουν στὸ χρόνο.

Στὴ γραφίδα τοῦ Παπαδιαμάντη ἐξαντλεῖται ὅλη ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶναι ἕνας ἀθόρυβος ἐπισκέπτης μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ἔφυγε καὶ δὲν τὸν ἀντιληφθήκαμε. Εἶναι ἕνας ἄνεμος δημιουργίας, μιὰ ὑψωμένη γροθιὰ ἐνάντια στὸ κατεστημένο τῆς κοινωνικοπολιτικῆς καὶ κάθε ἄλλης ὀλιγαρχίας ποὺ καταπνίγει τὴν φτωχολογιὰ καὶ τὴν πιέζει ποικιλοτρόπως. Εἶναι ἕνας Ἕλληνας λογοτέχνης, ἰδιόρρυθμα δυσανάλογος σὲ σύγκριση μὲ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του [καὶ ὄχι μόνο θὰ ἔλεγα], ποὺ ξεπέρασε τὰ χρονοτοπικὰ σύνορα στὰ ὁποῖα ἔδρασε, κι ἄγγιξε κάθε ἄνθρωπο, γιατὶ στὸν κάθε ἄνθρωπο εἶδε τὴν προέκταση τοῦ ἴδιου του ἐαυτοῦ του, τοῦ κάθε ἀνίσχυρου, τοῦ κάθε λαοῦ, τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ στέκεται ἀδύναμος μπροστὰ στὰ δυσθεόρατα τείχη τῶν προβλημάτων, τὴν ὑπαρκτὴ ἀναξιοκρατία καὶ τὶς κραυγαλέες κοινωνικὲς ἀδικίες.

«Ὅταν διαβάζω τὸν Παπαδιαμάντη, εἶπε κάποτε ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας, μιὰ ἰδέα μου ἔρχεται πάντα στὸ νοῦ: πὼς ὁ ἀληθινὸς ποιητής, ὅπως κι ἂν τὴν εὕρει τὴ ζωή, πάντα ποιητὴς θὰ μείνει. Νάτος αὐτός. Ὅλα γύρω του ἄθλια καὶ λερωμένα. Καὶ ὅμως κάθε τι, ποὺ θὰ γεννήσει ἡ ψυχή του εἶναι γεμάτο ἁγνότητα καὶ λαμπρότητα καὶ ποίηση».[15]

Καταβρόχθιζε ἀπὸ γύρω του ὅ,τι συνελάμβαναν τὰ νυσταλαῖα καὶ χαμηλόβλεπα μάτια του. Εἰκόνες, πονεμένες ἱστορίες, μάτια δακρυσμένα, τὶς στιγμὲς τοῦ ξενιτεμοῦ, τὰ προσωπικὰ δράματα στὶς φτωχογειτονίτσες, τὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης φτώχειας τῶν συνανθρώπων του, τῆς φτώχειας ποὺ ὑπῆρξε πάντοτε καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ μοναδικὴ καὶ ἀχώριστη σύντροφος τῆς ζωῆς του. Τὰ ὀνειροπόλα μάτια του ἀχόρταγα ρούφαγαν τοὺς χώρους καὶ τὶς κινήσεις τῶν ἀνθρώπων, ὅπου καὶ ἂν βρισκόταν, στοὺς δρόμους, στὶς ἐκκλησίτσες, στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς, στὸ φτωχικό του δῶμα. Καὶ σὰν τὸ μεταξοσκώληκα, ἔβγαζε τὶς λίγες μικροχαρές, τὰ ἐσώτερά του βασανίσματα καὶ τὸν τεράστιο πόνο του, μέσα ἀπὸ τὰ σωθικά του, μέσα ἀπὸ τὴ μαγικὴ γραφίδα του. Καὶ μᾶς παρέδωσε ἕναν μοναδικὸ θησαυρό, τὰ λογοτεχνήματά του, τὴν ψυχή του μὲ τὴν μορφὴ θαυμάσιων ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Ἑλλάδας ὅπως αὐτὴ βαριανάσαινε πίσω ἀπὸ τὶς ξύλινες πορτοῦλες στὰ φτωχικὰ σοκάκια τῆς Πλάκας. Ὑπέροχο ἔργο διαχρονικῆς δημιουργίας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε στὴν Ἑλλάδα κι ἄφησε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξει, τὰ τεράστια χνάρια τοῦ πάνω στὸ σῶμα τῆς πνευματικῆς Ἑλλάδας. «Ἡ ποιητικὴ νοημοσύνη τοῦ Παπαδιαμάντη, διατρέχει τὶς σελίδες του, συνεγείρει καὶ μαγνητίζει τὶς λέξεις, τὶς ὑποχρεώνει νὰ συναντηθοῦν σὲ μία φράση, ὅπως ὁ ἀέρας τὰ λουλούδια σ᾿ ἕναν ἀγρό».[16] Ἀξίζει νὰ τὸν διαβάζουμε καὶ νὰ τὸν μνημονεύουμε στὴν κάθε πρέπουσα περίσταση.

[1] Ἐφημερίδα «ΑΣΤΥ», 26/27 Μαρτίου 1893

[2] Βλέπε στὸ περιοδικὸ «ΔΙΑΒΑΖΩ», διπλὸ τεῦχος, ἀρ. 165, σέλ. 106-108, στὴν ἐργασία τῆς Ἑλένης Δαμβουνέλη, Στοιχεῖα γενικῆς παιδείας καὶ γλωσσομάθειας τοῦ Παπαδιαμάντη

[3] Βλέπε στὰ Ἅπαντα Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, τόμος Α, σελ. 9-102, ἐκδόσεις ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΣ. Ἀκόμα Γ. Βαλέτα, Ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ ἐποχή του, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεῦχος 355, Χριστούγεννα 1941. Τέλος, Γ. Βαλέτα Παπαδιαμάντης, Ἡ ζωή, τὸ ἔργο, ἡ ἐποχή του, ἔκδ. ΒΙΒΛΟΣ, 1955, σέλ. 47 καὶ 606 -612

[4] Κώστας Βάρναλης, Ζωντανοὶ ἄνθρωποι, σελ. 7-8, 1939

[5] Κώστας Βάρναλης, Ἀπομνημονεύματα, σελ. 76-77

[6] Δ. Ψαθᾶς, Ἡ πλατεία ποὺ κινδυνεύει. Ὅταν ἡ Δεξαμενὴ συνεκέντρωνε τοὺς λογίους, ἐφημ. Ἐλεύθερον Βῆμα, 31.10.1936

[7] Κ. Βάρναλης, Ἄνθρωποι, ἔκδ. Κέδρος, σελ. 12-13, Ἀθήνα 1983

[8] Παῦλος Νιρβάνας, Ἅπαντα, τόμος Γ´

[9] Δ. Ψαθᾶς, Ἡ πλατεία ποὺ κινδυνεύει, ὅ.π.

[10] Βλέπε Κ. Στεργιόπουλου, Ὁ Παπαδιαμάντης σήμερα. Διαίρεση καὶ χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του, Εἴκοσι κείμενα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ, σελ. 260 καὶ 267-268

[11] Ν. Βασιλειάδη, Εἰκόνες Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1910, ΕΣΤΙΑ

[12] Θ. Βελλιανίτης στὴν ἐφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» στὶς 19 Μαρτίου 1917

[13] Γ. Δροσίνης στὴν ἐφημερίδα «ΗΧΩ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» στὶς 14 Μαρτίου 1935

[14] Ἀντώνης Γελάτσορας, 1911-1991: Ὀγδόντα χρόνια χωρὶς τὸν κὺρ Ἀλέξανδρο τῶν Νεοελληνικῶν μας Γραμμάτων, περιοδικὸ «ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ», τεῦχος 1, σελ. 110-114, Ἀθήνα 1992

[15] Ἀνδρέας Καρκαβίτσας στὴ «ΝΕΑ ΖΩΗ» Ἀλεξανδρείας, Δ´, 1908, σελ. 822

[16] Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Ἡ μαγεία στὸν Παπαδιαμάντη, ἐκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ, χ.χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου