Η νεοελληνική λογοτεχνία θα συζητά για καιρό τον «Στεναγμό των πενήτων» του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Γνωρίζουμε ότι η μεγάλη παγίδα των θεωρητικών και ιστορικών σπουδών της λογοτεχνίας είναι ότι συχνά προσπερνούν τον κόσμο του συγγραφέα, εγγράφοντας το έργο στην ιστορία αντί να αναδεικνύουν την ιστορία μέσα στο έργο (βλ., Πέτερ Ζτσόντι, «Δοκίμια», σ. 25).
Ο Ζουμπουλάκης προσπαθεί, αντίθετα, να αναδείξει τον κόσμο του δημιουργού Παπαδιαμάντη, αποφεύγοντας τις προειλημμένες θέσεις και τις ιδεολογικές στρεβλώσεις: ο διηγηματογράφος Παπαδιαμάντης βρίσκεται πέρα τόσο από τις προγραμματικές θέσεις μιας ορθόδοξης ανάγνωσής του, την οποία, κατά το «ανακαινιστικό» πνεύμα της θεολογίας του 1960, θα εκπροσωπούσε, καλύτερα από τον Κόντογλου, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (176 κ.ε.), όσο και από την εικόνα «της συντήρησης, της ακινησίας, της υπεράσπισης ενός παρωχημένου, κλειστού κόσμου», (158) την οποία, με προεξάρχοντα τον Κ. Θ. Δημαρά, θέλησε να επιβάλει στον Παπαδιαμάντη το αντίπαλο ιδεολογικό στρατόπεδο της «προόδου».
«Η παράταξη του Δημαρά θέλει να πορευτεί τον δρόμο της προόδου. […] Ο Παπαδιαμάντης ανήκει στην άλλη παράταξη. […] Ο λόγος της απόρριψης του Παπαδιαμάντη δεν είναι κατά βάθος διαφορετικός από τον λόγο της απόρριψης του Καρυωτάκη. Και για τον αυτόχειρα η πρόοδος δεν σήμαινε απολύτως τίποτε» (158). Είναι, ασφαλώς, δηλωτικό της σημασίας τους ότι τα δύο αυτά δοκίμια για τον Δημαρά και τον Λορεντζάτο κλείνουν τον «Στεναγμό των πενήτων».
Ο ιδιαίτερος, όμως, τρόπος με τον οποίο ο Ζουμπουλάκης προσεγγίζει τον Παπαδιαμάντη, η θέση δηλαδή του βιβλίου, έχει ήδη, κατά τη γνώμη μου, συγκροτηθεί στα οκτώ πρώτα δοκίμια του πολύτιμου αυτού τόμου. Σε αυτά αποτυπώνεται ακόμη εναργέστερα η σφραγίδα ενός μεγάλου συγγραφέα. Ποια είναι λοιπόν η θέση του Ζουμπουλάκη για τον Παπαδιαμάντη;
Ο Παπαδιαμάντης, λέει ο Ζουμπουλάκης, αποτυπώνει «όλη την τραγικότητα της ζωής με ομηρική απλότητα» (22). Μιλώντας για το «Μοιρολόγι της φώκιας», ο συγγραφέας μάς παρέχει και τον ζωγραφικό πίνακα που εικονογραφεί το επιχείρημά του.
Δεν είναι άλλος από την «Πτώση του Ικάρου» του Φλαμανδού ζωγράφου Μπρέγκελ του Πρεσβυτέρου (1525/30-1569). Εκ πρώτης όψεως, ο πίνακας παριστάνει τις καθημερινές δραστηριότητες της ζωής: «έναν γεωργό να οργώνει το χωράφι του, έναν βοσκό να βόσκει το κοπάδι του, από κάτω τη θάλασσα να απλώνεται γαλήνια. […]».
Αυτό που προσδίδει όμως όλη τη σημασία της στην «Πτώση του Ικάρου» είναι μια λεπτομέρεια που, αν δεν έχεις κατά νου τον τίτλο της, θα μπορούσες να μην την έχεις προσέξει καθόλου: τα πόδια ενός ανθρώπου που πνίγεται στη θάλασσα! Ο Ζουμπουλάκης μιλά σολωμικά για το αδυσώπητο της ζωής:
«Γιατί ο Παπαδιαμάντης, όπως και ο Μπρέγκελ […] μιλά για την αδυσώπητη δύναμη της ζωής, που δεν τη σταματά κανένας πόνος και κανένας θάνατος, που τραβάει τον δρόμο της δίχως σταματημό, πιο σκληρή έχεις την εντύπωση πολλές φορές και από τον ίδιο τον θάνατο. Την έσχατη ώρα του θανάτου ή τη στιγμή του μεγάλου πόνου, θέλεις η φύση και η ζωή να σταματήσουν για λίγο την κανονική πορεία τους, να συμπονέσουν και να συμμεριστούν ή, για να το πούμε με τον τρόπο του δημοτικού μοιρολογιού, τα βουνά να βουρκώσουν και τα πουλιά να πάψουν να κελαηδούν τον Μάη. Ο κόσμος όμως και η ζωή είναι τροχός που γυρίζει ασταμάτητα και ασυμμέριστα» (16).
Αυτή την, πέρα από ιδεολογικές θέσεις, πικρή αλήθεια για την ανθρώπινη ευθραυστότητα έχει κατακτήσει lege artis o μεγάλος διηγηματογράφος και αυτήν αποπνέει σχεδόν κάθε σελίδα του έργου του. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη –που, κατά τον Ζουμπουλάκη, πρέπει να συγκρίνεται και να συνεξετάζεται με τον Μοπασάν και, κυρίως, τον Τσέχοφ, συγκροτώντας μαζί τους την κορυφαία τριάδα του ευρωπαϊκού διηγήματος– είναι ο κόσμος του στεναγμού των πενήτων.
Ο στεναγμός αυτός δεν είναι μάλιστα μόνο ή, κυρίως, κοινωνικής αιτιολογίας, αλλά τελικά ταυτίζεται με την ίδια την ευάλωτη και θνητή συνθήκη του ανθρώπου, όπως έξοχα περιγράφεται στη «Γλυκοφιλούσα». Η εκτυφλωτικά απλή όσο και αδυσώπητη αλήθεια αυτού του κόσμου, αλήθεια την οποία δεν μπόρεσε να συλλαβίσει ούτε η ιδεολογία της προόδου του Δημαρά ούτε η μεταφυσική του «χαμένου κέντρου» του Λορεντζάτου, εκφράζεται έξοχα από τον βιβλικό στίχο από τον οποίο δανείζεται και τον τίτλο του το βιβλίο του Ζουμπουλάκη:
«Ο πραγματικός κόσμος του Παπαδιαμάντη, πέρα από διακηρυκτικές αρχές, είναι ένας κόσμος αδικίας, βασάνων, αρρώστιας, κάθε είδους έλλειψης, στέρησης και αποτυχίας, “ταλαιπωρίας των πτωχών και στεναγμού των πενήτων”» (49).
Ο Παπαδιαμάντης έχει το θάρρος να κοιτάξει κατάματα την άβυσσο του ανθρώπινου πόνου –«χωρίς οργή, γογγυσμό ή μάταιες εξεγέρσεις» (20)– και να μη γίνει ούτε μηδενιστής ούτε κυνικός –όπως ο Μοπασάν– καθώς αυτό που πάνω από όλα τον έλκει είναι το στοιχείο του ελέους.
Και ο χριστιανισμός του Παπαδιαμάντη δεν προτείνεται σαν μια μεγάλη θεολογική σκέψη ή σαν ένας χριστιανισμός αγωνίας και εσωτερικής πάλης –όπως, αίφνης, εκείνος ενός Κίρκεγκορ ή ενός Ντοστογιέφσκι– αλλά είναι ωστόσο ένας χριστιανισμός βαθιά διαποτισμένος από το έλεος του Θεού, παρηγορητικός και φιλάνθρωπος.
Ο παπαδιαμαντικός κόσμος είναι ο κόσμος του στεναγμού του αναγκεμένου και ανήμπορου πλάσματος, της χήρας και του ορφανού, της παραδουλεύτρας και του μογιλάλου. Αυτός ορίζει και τον χριστιανισμό του παπαδιαμαντικού έργου, που δεν είναι επομένως άλλη μία «φιλοσοφική κοσμοθεωρία» αλλά «λαϊκή θρησκεία» και, κατά τον καίριο λόγο του Ζουμπουλάκη, αποτελεί «το πρώτο και τελευταίο καταφύγιο των πενήτων, σε τούτο τον κόσμο της αδικίας, που δεν είναι μόνο κοινωνική» (74).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου