Πηγή: περιοδικὸ Γραφή, ἔκδοση Πνευματικοῦ Ὀργανισμοῦ Δήμου Λαρισαίων, Λάρισα, Χειμώνας 2001, περίοδος Γ´
Ἡ προσπάθεια νὰ ἀξιολογήσουμε τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη μοιάζει ἐνέργεια μάταιη - μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι ὅσα εἰπώθηκαν ἕως σήμερα, περιγράφουν ὡς ἕνα μεγάλο βαθμὸ τὴν ἀδυναμία τῆς κριτικῆς νὰ συμφωνήσει σὲ βασικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο. «Κανένας ἄλλος συγγραφέας δὲν μᾶς ἐβασάνισε τόσο, ὅσο ὁ Παπαδιαμάντης. Ὡς ἀναγνῶστες. Ὡς συνειδήσεις. Ὡς λαό. Ὡς ἔθνος.[1]»
Ποιὲς «εἰκόνες» μᾶς δίνει ἡ κριτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη;
Προσπερνῶ τὴν παλιὰ - καὶ ἄνευ οὐσίας πλέον - διαμάχη ἀνάμεσα σὲ θαυμαστὲς καὶ κατηγόρους, ἀνάμεσα σ ἐκείνους ποὺ ὑποστηρίζουν πὼς ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε ἕνας γίγαντας τῆς λογοτεχνίας μας ἢ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας σαλεμένος μονομανὴς μπεκρούλιακας. Αὐτὲς οἱ σχηματικὲς ἀντιπαραθέσεις δὲν ἀπαντοῦν στὸ πρόβλημα.
Προσπερνῶ ἐπίσης τὴν πανεπιστημιακὴ κριτικὴ (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον), ποὺ ἐπιμένει νὰ βλέπει τὰ κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς σῶμα ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶναι δυνατὸ νὰ ἀσκηθεῖ ἡ γαλλικὴ ἀφηγηματολογία σὲ ὅλες της τὶς ἐκδοχές, νὰ δοῦμε δηλαδὴ τὸν Παπαδιαμάντη ὡς «σκάκι», «σενάριο», «σταυρόλεξο», «σχεδιασμό»[2]. Ὅσο κι ἂν τέτοιες ἐπιστημονικὲς - τεχνικὲς πρακτικὲς εἶναι χρήσιμες, δὲν ἀπαντοῦν στὸ ἐρώτημα: γιατί ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι σημαντικός;
Ἀπέναντι σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἡ κριτικὴ μᾶλλον σηκώνει ψηλά τὰ χέρια.
Δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸν ἀφορισμὸ τοῦ Παύλου Νιρβάνα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα («Περὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη δὲν γνωρίζομεν σχεδὸν τίποτε») καὶ νὰ φτάσουμε σήμερα στὴ διαπίστωση ἑνὸς νέου ποιητῆ, τοῦ Στρατῆ Πασχάλη («τὸ μυστικὸ τῆς τέχνης του ... εἶναι πολὺ πιὸ ἑπτασφράγιστο ἀπ᾿ ὅσο θα φανταζόταν κανείς. Μέχρι σήμερα προσπαθοῦμε νὰ τὸ ξεδιαλύνουμε»[3]) . Ἀπὸ ὅτι καταλαβαίνετε, μπορεῖ νὰ ἔχουν γραφεῖ χιλιάδες σελίδες σὲ ἕναν αἰώνα σχεδόν, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε καὶ πολὺ μακριὰ ἀπὸ κεῖ ποὺ ξεκινήσαμε.
Κάνοντας ἕναν ἀπολογισμὸ τῶν κριτικῶν ἀπόψεων ποὺ διατυπώθηκαν γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, μποροῦμε σχηματικὰ νὰ διακρίνουμε δύο ἀπόψεις (σὲ λογῆς ἀποχρώσεις καὶ τόνους), ποὺ δεσπόζουν περιγράφοντας τὴν ἀμηχανία μας.
Ἡ πρώτη: «Ἡ ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸ κείμενο».
Ἡ δεύτερη: «Ἡ ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη ἐντοπίζεται στὴ σχέση τοῦ ἔργου πρὸς κάποιου εἴδους πραγματικότητα».
Ἀφοῦ ἐξετάσω χωριστὰ τὴν κάθε μία, θὰ προσπαθήσω νὰ τὶς ὑποβάλλω σὲ σύγκριση μήπως καὶ φανερωθεῖ τὸ «κοινὸ» στοιχεῖο, γιατὶ αὐτὸ ἐνδέχεται νὰ εἶναι τὸ κυρίαρχο σημεῖο τοῦ ἔργου, ἡ κλειδαριὰ τοῦ ἔργου (ἀλλά, ὄχι ὑποχρεωτικὰ καὶ τὸ κλειδί).
Πολλοὶ κριτικοί μας λοιπὸν διατύπωσαν τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸ κείμενο. Ἡ «αἴσθηση» ὅτι «ἡ ἀξία τοῦ βρίσκεται ἀλλοῦ», ἐγείρει αὐτόματα τὸ ἐρώτημα: «Ποῦ;». Καὶ ἡ ἀπάντηση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐπιμεριστεῖ σὲ λογῆς δεδομένα τῆς παπαδιαμαντικῆς ἐπιφάνειας: στὴν ἐνστικτώδη ἱκανότητα τοῦ Παπαδιαμάντη νὰ θεολογεῖ, στὴν ἱκανότητα νὰ χειρίζεται τοὺς ταπεινοὺς καὶ καταφρονεμένους, στὴ νοσταλγικὴ ἐμμονὴ στὴ Σκιάθο του, στὸ μεῖγμα τῆς γλώσσας του κ.λπ. Ὅμως αὐτὰ ὅλα ἀποτελοῦν μόνο προσχήματα καὶ φανερώνουν ἐν τέλει τὴν ἀδυναμία νὰ προχωρήσουμε πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἔργου.
Γιὰ παράδειγμα, ἕνας ἄνθρωπος σὰν τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη δὲν δίστασε νὰ πεῖ: «δὲν ξέρεις ἂν εἶναι ἡ Σκιάθος ποὺ γέννησε τὸν Παπαδιαμάντη ἢ ὁ Παπαδιαμάντης τὴ Σκιάθο» καὶ συνέχισε ὅτι ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης κάνει «...ἕναν ἀργὸ καὶ συγκεκαλυμμένο ἀγώνα: πῶς ν᾿ ἀπομονώσει τὰ γράμματα τῶν δέντρων καὶ τῶν κυμάτων, τῶν κοριτσιῶν καὶ τῶν ὀνείρων ὥστε νὰ φτιάξει τὸ προσωπικό του ἀλφάβητο». Εἶναι δυνατὸ ὅμως ἡ ἀξία τοῦ Παπαδιαμάντη νὰ μετατίθεται ἁπλῶς σὲ μοτίβα τοῦ ἔργου του καὶ ἐν τέλει, μὲ τὴ μέθοδο τῆς ἐπιλογῆς, νὰ μιλᾶμε ὁ καθεὶς μὲ βάση τὴν προσωπική μας προτίμηση; νὰ μιλᾶμε δηλαδὴ ὄχι γιὰ τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο καθαυτό, ἀλλὰ νὰ διαμορφώνουμε μιὰ μεταγλώσσα ποὺ οἰκοδομεῖται στὴ βάση τῆς ἀπολύτως προσωπικῆς ἐντύπωσης καταλήγοντας τελικὰ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν «ἐντύπωση» τὴν ἴδια! Γιατὶ βεβαίως τὸ «προσωπικὸ ἀλφάβητο», στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Ἐλύτης, ἀφορᾶ ὄχι τὰ στοιχεῖα ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς χρησιμοποίησε ὁ Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ κυρίως ὅσα ἀνέδειξε ὡς προσωπικὴ μυθολογία ὁ Ἐλύτης μὲ τὸ δικό του ἔργο.
Ὁ Παλαμᾶς, προσπαθώντας πολὺ πρώιμα νὰ ἐντοπίσει τὴν «Μοῦσα τοῦ Παπαδιαμάντη» [- καὶ λέγοντας «Μοῦσα», προφανῶς δὲν ἐννοοῦσε γενικὰ καὶ ἀόριστα τὴν «ἔμπνευση», ὅπως τὴν ὅριζαν οἱ ρομαντικοί, ἀλλὰ τὸ «πρῶτο κινοῦν», ποὺ συσσωματώνεται τελικὰ σὲ ἔργο -], ὁ Παλαμᾶς λοιπὸν κατέφυγε σὲ μιὰ παρομοίωση. Τὴ «Μοῦσα» τοῦ Παπαδιαμάντη τὴν παρομοίαζε μὲ «τὴ Λιαλιώ, τὴν νοσταλγόν. Παντρεμένη μὲ τὸν πεζότατο μεσόκοπο κυρ-Μοναχάκη, ζῆ τὸν περισσότερο καιρὸν βυθισμένη στὸ ὄνειρο τῆς πατρίδας πέρα».
Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ κριτικὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ποὺ μεταθέτει τὴν «ἀξία» τοῦ ἔργου «πέρα» ἀπὸ τὸ κείμενο καὶ μάλιστα δὲν διστάζει νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς χῶρο ἐνδείξεων -σκαλοπατιῶν μὲ σκοπὸ νὰ τὰ περπατήσουμε ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα γιὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ πᾶμε «πέρα», «ἔξω», «ἀλλοῦ» σὲ κάποιον ἄυλο καὶ πνευματικὸ τόπο ἀναφορᾶς τῶν κειμένων. Δηλαδὴ ἐνῶ διαβάζουμε τὸ ἁπτὸ κείμενο, τὴν ἀξία του τὴν ἀναζητοῦμε σὲ ἕναν ἰδεατὸ ἀσαφῆ καὶ τελικὰ ἀφανῆ «κόσμο», ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου μᾶλλον ὑπονοεῖται παρὰ δηλώνεται, ἀλλὰ ὡστόσο χρησιμεύει ὡς κριτικὸ ἐργαλεῖο. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μιὰ τέτοια στάση δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει πειστικὰ καὶ ἀναπαράγει μᾶλλον τὴν κριτικὴ ἀμηχανία. Αὐτὴ τὴν ἀμηχανία καταγράφει ἐνοχλημένος στὸ ἀφιέρωμα τῆς Ἑστίας ὁ Πετιμεζᾶς-Λαύρας, κι αὐτὸς φίλος τῆς ἀντίστοιχης κριτικῆς στάσης: «Ἡ κριτικὴ δοκίμασε νὰ τὸν ἀναλύσει, νὰ τὸν ἐξετάσει, νὰ τὸν κατατάξει. Δὲν τὸ μπόρεσε, οὔτε καὶ θὰ τὸ μπορέσει. Ξεγλιστράει καὶ ξεφεύγει»[4].
[1] Λάκης Προγκίδης, Παπαδιαμαντικὴ Κιβωτός, Βῆμα, 4-1-1998
[2] Χρῆστος Βακαλόπουλος, Ἡ ἱερὴ μελωδία τῆς πραγματικότητας, Ἀντί, τ. 5-4-1991
[3] Στρατὴς Πασχάλης, Εἰσαγωγὴ στὸν τόμο «Σκοτεινὰ Παραμύθια», ἔκδ. Μεταίχμιο 2001
[4] Νικόλαος Πετιμεζᾶς-Λαύρας, Ἄρθρο στὸ ἀφιέρωμα τῆς Νέας Ἑστίας, σελ. 166
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου