Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤH*
Όταν ο Παπαδιαμάντης κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία, περίπου πενήντα χρόνια μετά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η πορεία αυτού που επικράτησε να ονομάζεται Ελληνισμός έχει ήδη κριθεί και δρομολογηθεί.
Η επανάσταση του ’21, οδήγησε στη δημιουργία ενός κράτους το οποίο περιοριζόταν σ’ ένα μικρό κομματάκι της υπόδουλης Ρωμηοσύνης, αφήνοντας εκτός συνόρων το κύριο σώμα της. Κατά τα άλλα, επρόκειτο για ένα κράτος στα πρότυπα που ονειρεύτηκε ο Κοραής, που καταδίκαζε τους κατοίκους του σ’ έναν διχασμό ταυτότητας από τον οποίο δεν έμελλαν να ξεφύγουν. Ένα έθνος-κράτος στραμμένο εσαεί προς Δυσμάς, που προσπαθούσε να δημιουργήσει εκ του μηδενός μια καινούργια ταυτότητα, άλλην από εκείνη που διαμόρφωσε η Ρωμηοσύνη κατά τους αιώνες της δουλείας με επίκεντρο τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ένα κράτος, δηλαδή, του οποίου οι θεσμοί ήσαν —και δυστυχώς εξακολουθούν και σήμερα να είναι— σε αντίφαση με την ταυτότητα των κατοίκων του.
Όταν λοιπόν ο Παπαδιαμάντης καταφθάνει από την Σκιάθο στην Αθήνα, ο Ελληνισμός είναι ήδη έρμαιο ενός μεγάλου σπαραγμού: από τη μια οι δυνάμεις του εκδυτικισμού και από την άλλη η μεγάλη σιωπηλή πλειοψηφία του λαού που εξακολουθεί να βλέπει την υπόθεση της ταυτότητας όχι από τη σκοπιά του κρατικού διαβατηρίου αλλά της καρδιάς.
Κι όπως ήταν φυσικό, το σκηνικό αυτού του σπαραγμού ήταν η ίδια η πρωτεύουσα, από την οποία η κρίση έμελλε να εξακτινωθεί σιγά σιγά προς κάθε γωνιά του νέου κράτους. Ο νεαρός Παπαδιαμάντης έρχεται σε μια πόλη που είναι ο δίαυλος του ραγδαίου και εν πολλοίς εξαναγκαστικού εκδυτικισμού, μια πόλη στην οποία συντελείται ένας πολιτισμικός ξεριζωμός. Ήταν φυσικό λοιπόν, η συνάντηση αυτή να λάβει τις διαστάσεις ενός κλονισμού. Ο Παπαδιαμάντης νοιώθει τελείως ξένος, εξόριστος σχεδόν, στην άξενη πόλη των Αθηνών. Γράφει σχετικά: «Φευ! Τις μοι δώσοι ύδωρ και δάκρυα; Από τον τόπον εκείνον της δοκιμασίας και τον τόπον της μακράς αναψυχής, ήλθα εις τον τόπον της καταδίκης —όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μή έχων πλέον δυνάμεις να βαστάζω— εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών»[1].
Ως άνθρωπος της Ανατολής, με βιωματική σχέση με την ορθόδοξη Εκκλησία, την Εκκλησία-κοινότητα έξω από την οποία τίποτα δεν είναι νοητό, ο Παπαδιαμάντης, όχι μόνο αντιλαμβάνεται και βιώνει αυτό τον διχασμό, αλλά και τοποθετείται ξεκάθαρα μέσα από όλο το έργο του επίτου προβλήματος της ταυτότητας του σύγχρονου Ελληνισμού. Η τοποθέτηση αυτή, βέβαια, δεν είναι πολιτική, όπως προσπαθούν να στοιχειοθετήσουν μερικές σύγχρονες αναγνώσεις του έργου του, οι οποίες άλλοτε τον χαρακτηρίζουν σαν «οπαδό του λαού» κι άλλοτε σαν «συντηρητικό». Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν πολιτικός, και η πολιτική δεν ήταν ανάμεσα στα πρώτιστά του ενδιαφέροντα. Ήταν πρωτίστως δημιουργός. Και ως δημιουργός, πρόβαλε μέσα από το έργο του μια ενιαία ταυτότητα, την ταυτότητα της καθ’ ημάς Ανατολής, στο πλαίσιο τηςοποίας τα πρακτικά και καλλιτεχνικά ζητήματα δεν μπορούν να διαχωριστούν από την εκκλησιαστική εμπειρία και πραγματικότητα.
Ήταν φυσικό λοιπόν για έναν τέτοιο άνθρωπο να βλέπει τα πραγματικά όρια του ελληνικού κράτους και να γράφει ότι «η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες δια να αποδειχθή ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν»[2]. Από την άλλη, επειδή ο Παπαδιαμάντης είχε ορθόδοξη ματιά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούσε να είναι φαντασιόπληκτος ή ιδεολόγος, καταλάβαινε ότι αυτό που προέβαλλε με το έργο του ως αντίποδα, η Ανατολή, δεν τίθεται ως πολιτικό πρόγραμμα ή ιδεολογικό αίτημα: «Η ταλαίπωρος Ανατολή υπήρξε και τότε, ως τώρα και πάντοτε, υπό τε γεωγραφικήν και κοινωνικήν, υπό πολιτικήν και θρησκευτικήν έποψιν, άφρακτος αμπελών. Αλλ’ ο Χριστός ομιλεί περί τινος μελλούσης ημέρας, ότε θα έλθη ο κύριος του αμπελώνος»[3]. Από τη μια λοιπόν οι πολιτικάντηδες και οι κάθε λογής εκσυγχρονιστές που θέλουν να κάνουν την Ελλάδα φράγκικο. Από την άλλη ένα ξέφραγο αμπέλι, η Ανατολή, που η δύναμή της εν ασθενεία τελειούται και δεν έχει τίποτα άλλο για να πιαστεί, πέρα από την ελπίδα της στον Χριστό.
Ανάμεσα στα δύο, ο Παπαδιαμάντης επιλέγει προφανώς το ξέφραγο αμπέλι. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα επί τούτου, είναι η στάση του κατά την διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα, στα 1896. Μέσα σ’ ένα κλίμα τυφλής ελληνολατρείας και εντονότατης προγονοπληξίας, που παρέπεμπε κυρίως την εικόνα της Ελλάδας όπως καλλιεργήθηκε από τον γερμανικό ιδεαλισμό, ο Παπαδιαμάντης μετέχει σ’ ένα αφιερωματικό λεύκωμα που κυκλοφορεί η εφημερίδα Ακρόπολις επ’ ευκαιρία των αγώνων, με δύο άρθρα που πάνε τελείως κόντρα στο ρεύμα. Οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις»[4] και «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων». Στο δεύτερο από αυτά, ο Παπαδιαμάντης στηλιτεύει εντονότατα το γενικότερο πιθηκισμό της ελληνικής κοινωνίας, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Να παύση π.χ. η συστηματική περιφρόνησις της θρησκείας εκ μέρους των πολιτικών ανδρών, επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να συμμορφωθεί με τα έθιμα της χώρας, αν θέλη να εγκλιματισθή εδώ. Να γίνει προστάτης των πατρίων, όχι διώκτρια. Να ασπασθή και να εγκολπωθή τας εθνικάς παραδόσεις. Να μην περιφρονεί αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός. Να μην νοθεύονται τα θρησκευτικά και οικογενειακά έθιμα. Να καλλιεργθηθή η σεμνοπρεπής βυζαντινή παράδοσις εις την λατρείαν, εις την διακόμησιν των ναών, την μουσικήν και την ζωγραφικήν. Να μή μιμώμεθα πότε τους Παπιστάς και πότε τους Προτεστάντας. Να μην χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια»[5].
Ο ορίζοντας της τέχνης του Παπαδιαμάντης είναι λοιπόν εκείνος της παράδοσης. Ωστόσο, όπως είπαμε, η παράδοση αυτή δεν προβάλλεται ως πολιτικό πρόγραμμα ή ως ιδεολογία, όπως συμβαίνει συχνά με μερικούς «παραδοσιακούς» επί των ημερών μας. Η παράδοση είναι βίωμα. Βίωμα το οποίο ο συγγραφέας έζησε στους κόλπους της μικρής σκιαθίτικης κοινωνίας, η οποία σε όλες τις εκδηλώσεις της ήταν ταυτισμένη με την εκκλησία. Στρέφει λοιπόν την τέχνη του προς την γενέθλια κοινότητα, αναζητώντας μέσω της λογοτεχνίας να ενωθεί με το βιωματικό υπόστρωμα της παράδοσης. Η πυξίδα του Σκιαθίτη είναι σταθερά προσανατολισμένη προς Ανατολάς, προς την κοινότητα-Εκκλησία. Αυτή είναι η ταυτότητά του κι αυτήν αποκαλεί «γένος».
Ωστόσο, η επικέντρωση του Παπαδιαμάντη στην ζωή της γενέθλιας κοινότητας, δεν έχει τίποτα το νοσταλγικό ή το εξιδανικευτικό. Είναι προσέγγιση απόλυτα ρεαλιστική, δείχνοντας τόσο την καλή όσο και την κακή πλευρά των ανθρώπων. Οι αλιείς, οι αιπόλοι και τα γραΐδια που παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι εξιδανικευμένοι χαρακτήρες. Είναι άνθρωποι αληθινοί, που προσκομίζουν την ατέλειά τους στην εκκλησία. Ο κόσμος του νησιού, δεν είναι όμορφος και ηθικός κι αξιομίμητος. Μαζί με την καλοσύνη και την αγιότητα, η παπαδιαμαντική κοινότητα εξωτερικεύει και τα άγρια πάθη της, τις ανθρώπινες αστοχίες, που δεν υστερούν σε ένταση και κακία από εκείνα οποιασδήποτε άλλης κοινωνίας. Η διαφορά έγκειται στο ότι στη λογοτεχνική πολίχνη του Παπαδιαμάντη, όλα βαίνουν προς εκκλησιασμόν. Το κακό δεν παρουσιάζεται ως αυτονομημένο ιδίωμα του ανθρώπου, αλλά, ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις, όπως της φόνισσας Φραγκογιαννούς, το κακό είναι μια διαστροφή της φύσης που δεν αφήνει τον άνθρωπο να ζήσει ως άνθρωπος και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ανάνηψη, τον οδηγεί στην καταστροφή.
Οι προσανατολισμοί αυτοί του Παπαδιαμάντη, ήταν φυσικό να προκαλέσουν τον χλευασμό και την απόρριψη από μέρους μιας ιδεολογικά προσανατολισμένης κριτικής. Η οποία τον είδε είτε σαν απλό ηθογράφο, είτε σαν οπισθοδρομικό και παρηκμασμένο άνθρωπο που παρατήθηκε από τη ζωή. Χαρακτηριστικά αναφέρω τα παραδείγματα των ιστορικών της λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαρά και Γιάννη Κορδάτου. Ο μεν Δημαράς λέει για τον Παπαδιαμάντη: «Είναι συντηρητικός· το θρησκευόμενο Βυζάντιο σε στιγμές παρακμής. Μίσος για τους Φράγκους, αποστροφή για κάθε νεωτερισμό. (...) Ένας κόσμος κλειστός, ευχάριστος στην πρώτη επαφή και αποπνικτικός στη διάρκειά του»[6]. Ο δε Κορδάτος, σημειώνει: «Όποιος διαβάσει τα μυθιστορήματα και διηγήματα του Παπαδιαμάντη χωρίς παρωπίδες, θα βγάλει το συμπέρασμα πως ο Σκιαθίτης συγγραφέας είχε συντηρητικές ιδέες»[7]· ή ακόμα: «Όπως είναι διαπιστωμένο, ο Παπαδιαμάντης φορούσε τις παρωπίδες του θρησκόληπτου. Η θρησκοληψία του στάθηκε τροχοπέδη στην καλλιτεχνική του δημιουργία»[8].
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Παπαδιαμάντης αποτελεί μια μοναδική περίπτωση διορατικότητας, για την εποχή του. Θέτει το πρόβλημα του ελληνισμού πέρα από το κράτος και τους θεσμούς. Αντιλαμβάνεται ότι η επιβίωση και η σωτηρία του γένους, δεν πρόκειται να έρθει από το κράτος και τις πολιτικές ιδεολογίες, αλλά από τη συνέχιση της ζώσας εκκλησιαστικής παράδοσης η οποία και τον στήριξε κατά τους αιώνες της δουλείας. Γι’ αυτό, ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης είναι απολύτως σαφής όσον αφορά τη στόχευση του δημιουργικού του έργου. Σχολιάζοντας τα γραφτά του, ειδικά εκείνα που αναφέρονται στις μεγάλες εκκλησιαστικές εορτές, λέει τα εξής: «Αλλά τα πλείστα των υπ’ εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας μου επιτραπεί ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είναι δηλαδή μάλλον θρησκευτικά»[9]. Ενώ για τη συγγραφική του αποστολή, σημειώνει τα εξής χαρακτηριστικά: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου...»[10]
Ο στόχος του Παπαδιαμάντη δεν είναι η ηθογραφική αναπαράσταση μιας μικροκοινωνίας που έχει παρέλθει, αλλά η αναβάπτιση στο ζωντανό εκκλησιαστικό ήθος, όπως διασώθηκε μέσα από τη λαϊκή παράδοση και την κοινοτική ευσέβεια. Ο ορίζοντας της τέχνης του είναι σαφώς θεολογικός, αντλώντας από την κολλυβαδική παράδοση και τη λαϊκή ευσέβεια. Το «να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου» που θέτει ως στόχο της λογοτεχνίας του, αποτελεί μια ορθόδοξη θεώρηση για την ίδια την τέχνη, μια θεώρηση της τέχνης από δοξολογική και ευχαριστιακή σκοπιά.
Ενώ λοιπόν γύρω του, και στα μυαλά των συγχρόνων του μορφωμένων, διαμορφωνόταν ένας κρατικός εθνικισμός, ο Παπαδιαμάντης στρέφει πεισματικά την αναζήτησή του όχι προς την εθνική ιδεολογία αλλά προς την ανάδειξη του μερικού, του επιμέρους. Η μικρή κοινωνία προς την οποία στρέφει το βλέμμα της τέχνης του, αναδεικνύεται έτσι σε κρύπτη ανεκτίμητων θησαυρών.
Κι αυτός, νομίζω, είναι ο λόγος για τον οποίο η λογοτεχνία του Παπαδιαμάντη επιβίωσε και εξακολουθεί να είναι επίκαιρη. Αν ήταν μια λογοτεχνία που περιγράφει απλώς την κοινοτική ζωή που χάνεται, αν ήταν απλώς νοσταλγία για έναν κοινωνικό τύπο που δεν άντεχε στην αναμέτρηση με τη νεωτερικότητα, θα είχε εξαφανιστεί και ξεχαστεί, όπως συνέβη με το έργο πολλών συγγραφέων της ίδιας εποχής. Ο ταπεινός επιφυλλιδογράφος, όμως, ο οποίος δεν ευτύχησε να δει όσο ζούσε ένα έργο του τυπωμένο με σταχωμένο εξώφυλλο, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε, αλλά εξακολουθεί να είναι ακόμα εδώ και να αποτελεί μια πρόκληση για τη σύγχρονη εποχή.
Λόγω ακριβώς της βιωματικής του σχέσης, σε προσωπικό επίπεδο ψάχνει συνεχώς τρόπους για να κρατηθεί σε κοινωνία με την εκκλησιαστική παράδοση, ακόμα και μέσα στην έρημο της Αθήνας. Στα 1887 ανακαλύπτει τις αγρυπνίες που γίνονται στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, με επίκεντρο τον παπά Νικόλα Πλανά, τον μετέπειτα Άγιο Νικόλαο. Είναι άραγε τυχαίο που η συνάντηση αυτή συμπίπτει με μια μεγάλη στροφή στη λογοτεχνική του πορεία; Από την έκδοση του μυθιστορήματός του Χρίστος Μηλιόνης, το 1885, μέχρι το πρώτο του διήγημα, το Χριστόψωμο, το 1887, μεσολαβεί μια διετία σιωπής, κατά τη διάρκεια της οποίας φαίνεται να συντελέστηκε μια αποφασιστική στροφή στη δημιουργική του πορεία. Η στροφή αυτή συμπίπτει με την ανακάλυψη του Αγίου Ελισσαίου, όπου αναλαμβάνει ως δεξιός ψάλτης, ψάλλοντας στις αγρυπνίες του παπά Νικόλα. Από εκείνη τη στιγμή, εγκαταλείπει το μυθιστόρημα (αφού είχε ήδη γράψει τους Εμπόρους των εθνών, τη Γυφτοπούλα, κλπ.), που εκινείτο στα πρότυπα του ρομαντισμού και γενικά της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης και στρέφεται προς τη μορφή των σύντομων διηγημάτων που ξέρουμε.
Φυσικό ήταν επίσης, στο βαθμό που η παραδοσιακή ευσέβεια βρισκόταν περίπου υπό διωγμόν εκείνη την εποχή, να υιοθετεί και μια στάση που από μερικούς σήμερα θεωρείται σαν άτεγκτη, απέναντι σε ο,τιδήποτε νοθεύει ή απειλεί την παράδοση. Ήταν ασυμβίβαστος, για παράδειγμα, σε θέματα λατρευτικής τάξης, ψαλμωδίας και γενικότερα λειτουργικού ήθους, διαβλέποντας και εδώ ότι ο κίνδυνος προερχόταν από τους μορφωμένους και τους κάθε λογής αναμορφωτές. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει για το Πάσχα του 1887, όταν αναζητώντας να γιορτάσει την Ανάσταση ανάμεσα σ’ ένα ταπεινό εκκλησίασμα, πηγαίνει στα Μεσόγεια της Αττικής. Οι εντυπώσεις του από την ακολουθία ήσαν οι εξής : «Ευρέθησαν επτά ή οκτώ αυτοσχέδιοι ψάλται (...) ήσαν εύρωστοι χωρικοί νεανίαι και δεν τα έλεγον μεν απταίστως, αλλά δεν τα εδολοφόνουν ασυνειδήτως. Μόνον είς παραφώνως και ατάκτως έψαλλεν και ούτος ήτο διδάκτωρ της νομικής»[11]. Όσο για τη βυζαντινή μουσική, της οποίας ήταν γνώστης και λάτρης, η διεισδυτική του ματιά βάζει και πάλι τα πράγματα στη θέση τους: «Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική όσον πρέπει να είναι. Ούτε ημείς την θέλωμεν, ούτε την φανταζόμεθα, ως αυτήν την μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Αλλ’ είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των αγγέλων». Λόγια παρηγοριάς για όσους σήμερα επιμένουν να διακονούν αόκνως και με το ίδιο μεράκι, την μουσική αυτή των αγγέλων.
Η επιχειρούμενη ισοπέδωση της βυζαντινής παράδοσης και η κατασκευή ενός μυθεύματος περί εθνικών καταβολών που θέλει τους σύγχρονους Έλληνες κατ’ ευθείαν συνεχιστές της αρχαίας Ελλάδας, προκαλεί τα πικρά του σχόλια: «Μη θρησκευτικά προς Θεού! Το ελληνικό έθνος δεν είναι βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροόδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τάλλα έθνη»[12]. Και δεν διστάζει βέβαια να εντοπίσει το πρόβλημα στις ανώτερες τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, στους «φωτισμένους» και κρατικοδίαιτους της εποχής του, οι οποίοι μεταλαμπαδεύουν τα ευρωπαϊκά φώτα στην Ελλάδα : «Τόσοι σοφοί άνδρες, φωστήρες εξ Εσπερίας ανατείλαντες, με τόσον παχείς μισθούς, και να μην μεταγγίσουν ολίγον αθεϊστικόν πνεύμα εις την Ελλάδα;»[13] Κι εδώ ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται φυσικά στον εξ Ευρώπης εισαγόμενο αθεϊσμό, που προηγήθηκε —και εν πολλοίς ετοίμασε τον δρόμο— του μπολσεβικικού αθεϊσμού. Τα όσα αφορούν το κράτος και τη δημόσια ζωή της τότε Ελλάδας, συμπυκνώνονται ίσως στην περιβόητη φράση του Παπαδιαμάντη: «Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»[14]
Από τον έλεγχο αυτό δεν εξαιρείται, κάποιες φορές και ο κλήρος, κατά κανόνα ο ανώτερος κλήρος. Ενώ οι ταπεινοί ιερείς των χωριών απολαμβάνουν μια αξιοσέβαστη θέση στον παπαδιαμαντικό κόσμο, ως πραγματικοί ποιμένες ταυτισμένοι με τη ζωή της κοινότητάς τους, κάποιοι δεσποτάδες εκτίθενται για τις απολυταρχικές τους τάσεις και την προσκόλλησή τους στον πλούτο και την πολυτέλεια, ενώ στιγματίζεται εντονότατα η μάστιγα της σιμωνίας.
Κατά τα άλλα, η τέχνη του Παπαδιαμάντη, στην ώριμη της φάση, δηλαδή μετά τη στροφή προς το διήγημα, θα αποτελέσει την πρώτη ίσως συνειδητή αναίρεση της ρομαντικής φαντασίας στα ελληνικά γράμματα. Ας θυμηθούμε το πλήρες σημασίας σχόλιό του στον Λαμπριάτικο ψάλτη: «έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργεια του αναγνώστου»[15]. Η επικέντρωσή της αφήγησης του στον νησιωτικό κόσμο, διακρίνεται από έναν ρεαλισμό που ήταν άγνωστος μέχρι τότε στα γράμματα, θα τολμούσα να πω έναν ορθόδοξο ρεαλισμό. Τα θέματά του τα αντλεί κατά κανόνα από την καθημερινή ζωή του νησιού και πολλές φορές είναι τόσο ευτελή που σε μια ρομαντική θέαση των πραγμάτων δεν θα ήταν καν θέματα για αφήγηση. Οι ήρωες του είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, κατά κανόνα άσημοι, ψαράδες, γριούλες, αμόρφωτοι παπάδες, που η ρομαντική λογοτεχνία δεν θα καταδεχόταν να τους πάρει στα σοβαρά. Αυτή η συμπεριφορά, έχει ένα μήνυμα που είναι κατεπείγουσας σημασίας για μάς σήμερα όπου οι σύγχρονοι τύραννοί μας, οι κάθε λογής οθόνες και τα ηλεκτρονικά μέσα, διαμορφώνουν ένα φανταστικό κόσμο ο οποίος σιγά σιγά τείνει να καλύψει ύπουλα την πραγματικότητα, τείνει να μας εισάγει σε μια φαντασία, σε μια εικονική δήθεν πραγματικότητα, καθιστώντας μας ανάπηρους να ζήσουμε την των πραγμάτων αλήθειαν, δηλαδή την πραγματικότητα του ουρανού και της γης.
Όσο για το μεγάλο κάλλος της τέχνης του Παπαδιαμάντη, τη γλώσσα του, (που σήμερα φρόντισαν τα κράτη μας να μην μπορούν να την διαβάσουν οι νέες γενιές), τι να πω; Αποτελεί ίσως το πιο τρανό παράδειγμα ότι στην παράδοση που καλλιέργησε η Εκκλησία κατά τους αιώνες της δουλείας, είχε λυθεί ομαλά το γλωσσικό πρόβλημα —ή, για την ακρίβεια, δεν τέθηκε ποτέ. Στον Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει δίλημμα επιλογής, του τύπου που έθετε ο Κοραής, ο Ψυχάρης και άλλοι μορφωμένοι που καθόρισαν την πορεία των γλωσσικών πραγμάτων στο ελλαδικό κράτος. Μέσα στο γλωσσικό του φρόνημα αφομοιώνονται αρμονικά και χωρίς προσπάθεια τα αρχαία, τα βυζαντινά, μεσαιωνικά και νέα ελληνικά, αλλά και οι ξένες λέξεις, είτε από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, είτε από τα τούρκικα ή τα αλβανικά.
***
Γιατί όμως είναι επίκαιρος και παρών σήμερα ο Παπαδιαμάντης;
Πρώτ’ απ’ όλα γι’ αυτό το αίσθημα της ξενιτείας που ένοιωθε όταν έφτασε από το νησί του στην Αθήνα, που σήμερα είναι ακόμα πιο έντονο για όσους προσπαθούν να ορίσουν τη ζωή τους σε σχέση με την Εκκλησία. Ξένοι και πάροικοι νοιώθουμε σήμερα κι εμείς μέσα στο σύγχρονο εικονικό κόσμο, όχι μόνο οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του ’22 , όχι μόνο οι Κύπριοι πρόσφυγες του ‘74, και όχι μόνο στις πόλεις όπως άλλοτε αλλά και μέσα στα ίδια τα χωριά μας πλέον.
Σ’ αυτή την εποχή της κρίσης, στρεφόμαστε προς τον Παπαδιαμάντη, ακολουθώντας την προτροπή του Ελύτη στο Άξιον εστί «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», γιατί ο Παπαδιαμάντης μάς μιλά για τη βαθύτερή μας ταυτότητα. Τα ίδια θέματα που έβρισκε ο Παπαδιαμάντης μπροστά του, μας συντροφεύουν από τότε συνεχώς και τα αντιμετωπίζουμε και σήμερα περίπου αναλλοίωτα και ίσως πολύ πιο έντονα. Αν η κρατική ένδεια και ανεπάρκεια ήταν εκκωφαντική την εποχή του Παπαδιαμάντη, σήμερα έχει φτάσει στο μη παρέκει —όσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο. Το ένδυμα του κράτους μας, δεν μπορεί να μας ντύσει...
«Οι Φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», λέει ο Χρίστος Βακαλόπουλος[16]. Ο ελληνικός κόσμος, λέει ο Βακαλόπουλος, μοιάζει σ’ αυτή τη νωθρή περίοδο της ιστορίας του με παγιδευμένο ζωντανό σώμα το οποίο, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης το 1907, στο άρθρο Γλώσσα και κοινωνία, «όσο δεν δύναται να ζήση δι’ ενέσεων, τρόπον τινά, από κόνιν αρχαίων σκελετών και μνημείων, άλλο τόσον δεν δύναται να ζήση, ειμή μόνον κακήν και νοσηράν ζωήν, τρεφόμενον με τουρσιά και με κονσέρβας ευρωπαϊκάς». Γι’ αυτό, καταλήγει ο Βακαλόπουλος, «μερικοί από μας, χορτασμένοι και πεινασμένοι ταυτόχρονα, πιάνονται την ύστατη στιγμή από τον Παπαδιαμάντη»[17].
Ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι μια φυγή προς τα οπίσω. Δεν είναι νοσταλγία για τα περασμένα, αλλά ματιά στο μέλλον. Ο Παπαδιαμάντης δεν επιχειρεί να δραπετεύσει ή να κρυφτεί ενόψει της νεωτερικότητας. Ούτε κατηγορεί τη Δύση από οπισθοδρομικότητα ή φόβο. Επειδή όμως ξέρει ποιος είναι και πού πάει, μπορεί να αντιμετωπίζει κριτικά τη Δύση και τις αξίες της.
Ο Παπαδιαμάντης, είναι σήμερα πιο επίκαιρος παρά ποτέ και ξαναβρίσκοντάς τον, ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας. Μας καλεί να κάνουμε μαζί του μια στροφή προς τα εμπρός, δηλαδή προς Ανατολάς, προς τα εκεί από όπου ανέτειλε το Φως και απ’ όπου το αναμένουμε να έρθει ξανά για να φωτίσει το ξέφραγο αμπέλι που είμαστε.
Αντί άλλης κατακλείδας, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, που μας εισάγει στην ιερή μελωδία της πραγματικότητας. Ένα απόσπασμα από το διήγημα ο Ξεπεσμένος δερβίσης:
Τον άστεγο δερβίση, «εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μία παρέα. Επτά η οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν την ζωήν, τα νιάτα. Ο ένας απ’ αυτούς έβαλλε γιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν. (...) Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Ο Δερβίσης δεν έπινε κρασί, έπινε μαστίχαν. Δερβισάδες ήσαν κι αυτοί. Του είπαν να τραγουδήση. Ετραγούδησε. Του είπαν να παίξη το νάϊ. Έπαιξε. Δεν τους ήρεσε. Ω, αυτός δεν ήτον αμανές. Δεν ήτον, όπως τον ήξευραν αυτοί. Αλλ’ ο Δερβίσης τους έλεγε τον καθ’ αυτό αμανέν. (...)
Τον αμανέ του Δερβίση, όμως, τον ήξεραν και τον αναγνώρισαν, μέσα από τον ήχο που ανέπεμπε το νάι το ήμερον, το ταπεινόν και πράον, του νάι το φιλάνθρωπον, τον αναγνώρισαν λοιπόν «τα βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου, η στέγη η μεγαλοβριθής,» τα οποία «δεν εξεπλάγησαν προς την φωνήν, προς το μέλος εκείνο. Την ενθυμούντο, την ανεγνώριζον. Και άλλοτε την είχον ακούσει. Και εις τους αιώνας της δουλείας και εις τους χρόνους της ακμής. Η μουσική εκείνη δεν ήτο τόσον βάρβαρος, όσον υποτίθεται ότι είναι τα ασιατικά φύλα. Είχε στενήν συγγένειαν με τας αρχαίας αρμονίας, τας φρυγιστί και λυδιστί»[18].
[1]Ν. Δ. Τρανταφυλλόπουλος, Άπαντα, Νεκράνθεμα, τ. 4., σ. 578.
[2]Βαρδιάνος στα Σπόρκα, τ. 2, σ. 571.
[3]Βαρδιάνος στα Σπόρκα, τ. 2, σ. 569.
[4]Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις, τ. 5, σ. 270.
[5]Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων, τ. 5, σ. 198.
[6]Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 1978, σ. 204.
[7]Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Τόμος Α΄, 1962, σ. 335.
[8]Ό.π., σ. 337.
[9]Λαμπριάτικος ψάλτης, τ. 2, σσ. 514-515.
[10]Λαμπριάτικος ψάλτης, τ. 2, σ. 517.
[11]Ο Επιτάφιος και η Ανάστασις εις τα χωρία, τ. 5, σ. 121.
[12]Λαμπριάτικος ψάλτης, τ. 2, σ. 515.
[13]Μεγαλείων οψώνια, τ. 4, σ. 427.
[14]Η κάλτσα της Νώενας, τ. 4, σ. 194.
[15]Λαμπριάτικος ψάλτης, τ. 2, σ. 514.
[16] Χρήστος Βακαλόπουλος,«Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας», Από το χάος στο χαρτί, Εστία, Αθήνα 1995, Επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, σ. 196.
[17]Ό.π. σ. 197.
[18]Α. Παπαδιαμάντης, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», Άπαντα, τ. 3, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 111−116
*Ομιλία Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου σε επετειακή εκδήλωση στην Κακοπετριά, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από τον θάνατο του μεγάλου νεοέλληνα λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με τίτλο «Ο Παπαδιαμάντης και η καθ' ημάς Ανατολή», την οποία οργάνωσε το Σωματείο «Π.Α.Ο.Κ.» Κακοπετριάς σε συνεργασία με το Μουσείο «Σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» της Σκιάθου, την Ιερά Μητρόπολη Μόρφου - Ι. Ν. Αγ. Παντελεήμονος Κακοπετριάς καθώς και άλλους φορείς, την 4η Νοεμβρίου 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου