«...Τὸ ἐπ' ἐμοί, ἐν ὄσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ' ἔρωτος τὴν Φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη...»
Ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο άγιος των γραμμάτων, έναν σχεδόν αιώνα μετά
το θάνατό του, αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης και το
έργο του εξακολουθεί να φωτίζεται από αναρίθμητες μελέτες.
Μπορούμε
να μελετήσουμε το έργο και την προσωπικότητά του, καθώς χαρακτηρίζεται
από το ιδιαίτερο της υπάρξεώς του, κάτι που έχει προκαλέσει τη διάσταση
των απόψεων των μελετητών του. Το βέβαιο είναι ότι οι προθέσεις, τα
κίνητρα και οι στόχοι του στηρίζονται στην απόφασή του κατά τη νεανική
του ηλικία να γίνει «κοσμοκαλόγηρος». Πίσω από τον γεμάτο στερήσεις και
με εμφανή τη φτώχεια του άνθρωπο κρυβόταν ένας πλούτος συναισθημάτων και
βιωμάτων. Κρυβόταν ένας καλόγηρος μέσα στον κόσμο, με λαϊκομοναχικές
αρετές, της ελεημοσύνης, της ακτημοσύνης, της ταπεινώσεως, αρετές που
τον ανέβαζαν σε επίπεδα αγιότητας, ασκούμενες εν μέσω της κοσμικής
κοινωνίας.
Ο
Παπαδιαμάντης είναι αναμφίβολα, όπως εξάλλου γράφει και ο ίδιος, «τέκνο
γνήσιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Σίγουρα όμως δεν είναι και δεν μπορεί
να ταυτιστεί με τους Πατέρες της Εκκλησίας. Η πνευματικότητα και οι
αρετές του έχουν ένα μέτρο, που όμως είναι τέτοιου βαθμού που τον
αναγάγουν σε υψηλά επίπεδα.
Ως
καλλιτέχνης υπήρξε ένας εξαίρετος πεζογράφος, ένας ταλαντούχος
λογοτέχνης, ένας συντηρητικός ηθογράφος με κοινωνιολογικές προεκτάσεις,
ένας χαρισματικός ζωγράφος της φυσικής ομορφιάς, που περιέγραφε «μετά
στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη». Μέσα του έκαιγε η φλόγα της πίστης του,
του Ορθόδοξου Χριστιανού, της Ορθοδόξου πνευματικής παράδοσης.
Γεννήθηκε
στη Σκιάθο την 4 Μαρτίου του 1851 κατά την «Κυριακὴ Β΄ τῶν νηστειῶν καὶ
ἑορτὴν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καθ' ἥν ὥραν ψάλλονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τὰ
τριαδικὰ». Ο πατέρας του Αδαμάντιος ήταν ιερέας, ο οποίος μάλιστα
ακολουθούσε πιστά και ευλαβικά την αυστηρή παράδοση των κολλυβάδων.
Κοντά στον παπα-Αδαμάντιο, έμαθε την εκκλησιαστική τάξη, μετείχε σε
αυτήν και μέχρι την ηλικία των 20 είχε διαμορφώσει, σε συνδυασμό και με
τις γυμνασιακές σπουδές του, ένα πάγιο χριστιανικό χαρακτήρα.
Ήταν
προικισμένος εκ καταβολής με ευφυΐα, απαράμιλλη φιλομάθεια, ευρύτατη
παιδεία, ισχυρή αντίληψη, απέραντη μνήμη, πλούσια φαντασία, καλλιτεχνική
φύση, Ορθόδοξο ήθος, γνώση των Γραφών και φόβο και αγάπη προς το Θεό
και τον πλησίον. Από μικρός ζωγράφιζε Αγίους, έγραφε στίχους και
προσπαθούσε να συντάξει κωμωδίες. Κατάφερνε να αφομοιώνει ό,τι ήταν
σύμφωνο με τα μέτρα της παραδοσιακής θρησκείας και ηθικής, ενώ παράλληλα
διαμόρφωσε μια προσωπικότητα απλή και απέριττη, με καθαρότητα και
σεμνότητα.
Μέσα στο
περιβάλλον και την κοινωνία του νησιού ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
διαμόρφωσε μέσα του ένα πιστό και χρηστό Χριστιανό και αυτό αντανακλάται
στο διάβημα της επισκέψεώς του στον Άγιο Όρος και την επιθυμία του να
μονάσει. Στο Άγιο Όρος όμως δεν παρέμεινε τελικά, πιθανόν διότι δεν
κατόρθωσε να βρει αυτό που πίστευε πως θα ανακάλυπτε στο μοναχισμό.
Ωστόσο μέσα του είχε έντονη την θρησκευτική αίσθηση, τους πνευματικούς
πόθους και την τάση για προσπέλαση στο χώρο της θείας αγάπης.
Έχοντας
συγκροτήσει μέσα του μια Ορθόδοξη πίστη στο Θεό, μια χριστιανική ηθική
και μια πνευματική αντίληψη για την εν Χριστώ ζωή, αποστρεφόταν τις
ανθρώπινες κακίες και αδυναμίες στις σαρκικές ηδονές, τη φιλαργυρία και
τις φιλοδοξίες. Είχε κατανοήσει το μάταιο της παρούσας ζωής και είχε
στραφεί προς τη γνώση και τη λατρεία του Θεού. Ενασχολήθηκε με τη
διηγηματογραφία, αποτυπώνοντας τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του με
λαϊκή αφέλεια και τις πλούσιες διδαχές της χριστιανικής ζωής.
Στη ζωή
του γνώρισε τη φτώχεια και την ανέχεια. Για να επιβιώσει παρέδιδε
ιδιαίτερα μαθήματα, ενώ ασχολήθηκε ως μεταφραστής στην αγγλική και
γαλλική γλώσσα. Διάβαζε ξένη λογοτεχνία και αποταμίευε γνώσεις από το
Γαλλικό φιλολογικό Παρνασσισμό και από την αγγλοσαξωνική ποίηση και
μυθιστοριογραφία.
Παράλληλα
πλήθος έργων του δημοσιεύονταν σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, ενώ
όσο ζούσε δεν είδε ένα βιβλίο τυπωμένο με το όνομά του. Ο τρόπος γραφής
των ποιημάτων του μπορεί να χαρακτηριστεί ως υμνωδικός, καθώς όλοι οι
στίχοι του είναι αφιερωμένοι στις εκκλησίες του αγαπημένου του νησιού.
Ένα από τα ποιήματα αυτά είναι και το σχετικό αφιέρωμα στην Παναγία την
Κουνίστρα:
Εἰς ὅλην τὴν Χριστιανοσύνη,
μία εἶναι μόνη Παναγία, ἁγνή:
Κόρη παιδίσκη, Ἁγία τῶν Ἁγίων,
χωρὶς Χριστὸν παιδὶ στὰ χέρια
καὶ τρεφομένη μὲ Ἀγγέλων ἄρτον.
Κι' ἐσύ, ἴσως μόνη σύ, ἡ Παναγία ἡ Κουνίστρα,
ἡ Κουνίστρα σύ.
Ἐφανερώθη στῆς Σκιάθου τὸ νησί,
εἰς δένδρον πεύκου ἐπάνω καθισμένη
κ' ἐκινεῖτο ἀπὸ αἰώραν τερπνήν,
ὅπως αἱ κορασίδες συνειθίζουν
κ' ἐμπρὸς της ἔκαιεν ἀκοίμητος κανδήλα.
Κι' ἐφανερώθη, κι' ὅλος ὁ λαὸς
μετὰ θυμιαμάτων καὶ λαμπάδων
ἐν θείᾳ λιτανείᾳ τὴν προέπεμψε
κ' ἐκτίσθη τότε ὡραῖος ναΐσκος λευκὸς
μὲ μάρμαρα, κι' ἐστολίσθη μὲ πιατάκια,
ὡραῖα ἑλληνικὰ πιατάκια, τοῦ ἔθνους τοῦ ἐκλεκτοῦ
κι' ὅλος ὁ ἥλιος ἔλαμπε τὸν ναόν της
κι' ὅλα τ' ἀστέρια τὴν ἐφογγοβόλουν
καὶ ἡ σελήνη τὴν ἔλαμπε γλυκά.
Κι' εἶδεν ἡ Κόρη τοῦ λαοῦ τὴν πίστιν,
εἶδε καὶ τὴν πτωχείαν κ' ἐσπλαχνίσθη,
ὅπως τὸ πάλαι ὁ υἱὸς της τοὺς εἶχε σπλαχνισθῆ
ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.
Κι' ἤρχισε νὰ γιατρεύη τοὺς ἀρρώστους,
ἰάτρευσε καὶ τοὺς δαιμονισμένους
ποῦ ἐταράττοντο φοβερὰ ἅμα ἐπλησίαζον αὐτήν.
Εἰς δυὸ χονδροὺς κρίκους εἰς τὸν τοῖχον ἐμπηγμένους
τοὺς ἔδεναν μὲ ἁλυσσίδες διπλές.
μία εἶναι μόνη Παναγία, ἁγνή:
Κόρη παιδίσκη, Ἁγία τῶν Ἁγίων,
χωρὶς Χριστὸν παιδὶ στὰ χέρια
καὶ τρεφομένη μὲ Ἀγγέλων ἄρτον.
Κι' ἐσύ, ἴσως μόνη σύ, ἡ Παναγία ἡ Κουνίστρα,
ἡ Κουνίστρα σύ.
Ἐφανερώθη στῆς Σκιάθου τὸ νησί,
εἰς δένδρον πεύκου ἐπάνω καθισμένη
κ' ἐκινεῖτο ἀπὸ αἰώραν τερπνήν,
ὅπως αἱ κορασίδες συνειθίζουν
κ' ἐμπρὸς της ἔκαιεν ἀκοίμητος κανδήλα.
Κι' ἐφανερώθη, κι' ὅλος ὁ λαὸς
μετὰ θυμιαμάτων καὶ λαμπάδων
ἐν θείᾳ λιτανείᾳ τὴν προέπεμψε
κ' ἐκτίσθη τότε ὡραῖος ναΐσκος λευκὸς
μὲ μάρμαρα, κι' ἐστολίσθη μὲ πιατάκια,
ὡραῖα ἑλληνικὰ πιατάκια, τοῦ ἔθνους τοῦ ἐκλεκτοῦ
κι' ὅλος ὁ ἥλιος ἔλαμπε τὸν ναόν της
κι' ὅλα τ' ἀστέρια τὴν ἐφογγοβόλουν
καὶ ἡ σελήνη τὴν ἔλαμπε γλυκά.
Κι' εἶδεν ἡ Κόρη τοῦ λαοῦ τὴν πίστιν,
εἶδε καὶ τὴν πτωχείαν κ' ἐσπλαχνίσθη,
ὅπως τὸ πάλαι ὁ υἱὸς της τοὺς εἶχε σπλαχνισθῆ
ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.
Κι' ἤρχισε νὰ γιατρεύη τοὺς ἀρρώστους,
ἰάτρευσε καὶ τοὺς δαιμονισμένους
ποῦ ἐταράττοντο φοβερὰ ἅμα ἐπλησίαζον αὐτήν.
Εἰς δυὸ χονδροὺς κρίκους εἰς τὸν τοῖχον ἐμπηγμένους
τοὺς ἔδεναν μὲ ἁλυσσίδες διπλές.
Καὶ ἔφευγαν τὰ δαιμόνια μὲ τρόμον
στὴν χάριν τῆς πανάγνου κόρης
μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν.
Κι' ἕνα δαιμόνιον πεῖσμον, ὀργίλον,
καθὼς ἐφυγαδεύθη μὲ κρότον πολύν,
ἔσπασε δυὸ κυπαρισσιῶν τὰς κορυφὰς
ἔξω τοῦ ναοῦ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε παραχώρησιν
νὰ κάμη ἄλλο μεγαλύτερο κακόν.
Ἡ χάρις σου, τοῦ ἱεροῦ σου ἡ εἰρήνη,
ὦ Παναγία, Κουνίστρα μου καλή,
αὐτὴ νὰ διανέμη τὴν γαλήνη
εἰς τὴν ψυχή μου τὴν ἁμαρτωλή.
στὴν χάριν τῆς πανάγνου κόρης
μὲ τὴν νηστείαν καὶ τὴν προσευχήν.
Κι' ἕνα δαιμόνιον πεῖσμον, ὀργίλον,
καθὼς ἐφυγαδεύθη μὲ κρότον πολύν,
ἔσπασε δυὸ κυπαρισσιῶν τὰς κορυφὰς
ἔξω τοῦ ναοῦ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε παραχώρησιν
νὰ κάμη ἄλλο μεγαλύτερο κακόν.
Ἡ χάρις σου, τοῦ ἱεροῦ σου ἡ εἰρήνη,
ὦ Παναγία, Κουνίστρα μου καλή,
αὐτὴ νὰ διανέμη τὴν γαλήνη
εἰς τὴν ψυχή μου τὴν ἁμαρτωλή.
Από το
1887 άρχισε να προσέρχεται στις αγρυπνίες που γίνονταν στη μικρή
ιδιωτική εκκλησία του Αγίου Ελισσαίου κάτω από τη βόρεια πλευρά της
Ακρόπολης, στο Μοναστηράκι, τις οποίες παρακολουθούσε τακτικά
συμμετέχοντας ως ψάλτης και τυπικάρης. Ο παλαιός Ναός του Προφήτου
Ελισσαίου ανήκει στον 16ο αιώνα και ήταν ερημωμένος μέχρι την περίοδο
που μεγάλες μορφές των Ελληνικών Γραμμάτων, όπως ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, οι ακαδημαϊκοί Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και Ζαχαρίας
Παπαντωνίου και άλλοι άρχισαν να συλλειτουργούν με τον Αρχιμανδρίτη
Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτη και τον π. Αντ. Νικηφόρου, καθώς και τον Άγιο
Νικόλαο τον Πλανά, το σύγχρονο Άγιο της Εκκλησίας μας. Τελούσαν
αγρυπνίες κατά τις νύχτες του Σαββάτου προς Κυριακή και τις άλλες
γιορτές κατά το τυπικό του Αγίου Όρους, ψάλλοντες κατά το νησιώτικο
κατανυκτικό ύφος.
Σε αυτή
τη μικρή Βασιλική με την ξύλινη στέγη και τα ανάγλυφα Βυζαντινά στους
τοίχους της, ο Σκιαθίτης διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί
με τον συντοπίτη του ακαδημαϊκό Αλέξανδρο Μωραϊτίδη για πολλά έτη
γιόρτασε τα Χριστούγεννα, καλώντας τους Αθηναίους πιστούς στο μικρό
εκκλησάκι του Προφήτου Ελισσαίου. Έψαλλαν τροπάρια και με κατανυκτικό
και ευλαβικό τρόπο τιμούσαν τη μεγάλη εορτή της Γέννησης του Κυρίου.
Σταδιακά
έγινε γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους για τα κείμενά του, αλλά και
για την εκκεντρική του εμφάνιση και το ιδιόμορφο του χαρακτήρα του. Η
ζωή του κύλησε απλά, μέσα στη μοναξιά και την ανωνυμία της πόλης, με
ελάχιστους φίλους. Η τάση φυγής του από τον άνθρωπο και το «κλεινόν
άστυ», καθώς και οι μοναστικές του εμπειρίες εκφράζονται μέσα από τους
ψαλμούς του προφήτου Δαυίδ «παραριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου
μᾶλλον ἢ οἰκεῖν μὲ ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν». Αυτό το θαυμάσιο ψαλμό
απέδωσε ο Παπαδιαμάντης λογοτεχνικά:
«η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κι' η καρδιά μου,
το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τριγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους τα δόλια να πλαγιάσουν,
στον ιερό σου το βωμό, Αθάνατε Χριστέ μου.
Κάλλιο μια μέρα στη δική σου αυλή παρά χιλιάδες.
Στον ίσκιο ας είμαι του ναού σου σαν παραπεταμένος
καλύτερα, παρά να ζω σ' αμαρτωλών λημέρια».
Ο Κώστας Βάρναλης αναφέρει χαρακτηριστικά: «τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και στο μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή... Αυτός ο ξεχωριστός, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού, μας είχε επιβάλλει το σεβασμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε...».
το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τριγόνι σκέπη,
να βάλουν τα πουλάκια τους τα δόλια να πλαγιάσουν,
στον ιερό σου το βωμό, Αθάνατε Χριστέ μου.
Κάλλιο μια μέρα στη δική σου αυλή παρά χιλιάδες.
Στον ίσκιο ας είμαι του ναού σου σαν παραπεταμένος
καλύτερα, παρά να ζω σ' αμαρτωλών λημέρια».
Ο Κώστας Βάρναλης αναφέρει χαρακτηριστικά: «τέσσερα χρόνια ζήσαμε δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και στο μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή... Αυτός ο ξεχωριστός, ο αμίλητος άνθρωπος του λαού, μας είχε επιβάλλει το σεβασμό χωρίς να το καταλαβαίνουμε...».
Ο
Παπαδιαμάντης έζησε απλοϊκά, χωρίς να επιδιώκει την αναγνώριση και την
αυτοπροβολή. Η ζωή του έχει γνωρίσματα καλογερικής αγωγής και αρετής και
τάσεις για υπέρβαση του κοινώς θεωρούμενου καλού. Έζησε, χωρίς να
ζητήσει, ούτε να δεχτεί ποτέ βοήθεια. Αντίθετα, με αγνότητα και
ταπείνωση προσέφερε από το εμφανές υστέρημά του ελεημοσύνες στους
αναξιοπαθούντες. Ο μόνος αρωγός του ήταν ο διηγηματογράφος Γιάννης
Βλαχογιάννης, ο «προστάτης» του, όπως έλεγε, προς τον οποίο έτρεφε
μεγάλη φιλία και εμπιστοσύνη.
Όταν
πλησίαζε η δύση της ζωής του αρνήθηκε δακρυσμένος την οικονομική αρωγή,
που απλόχερα του προσέφεραν οι φίλοι του από τον «Παρνασσό», προκειμένου
να εισαχθεί σε μια κλινική και να θεραπευθεί, καθώς η υγεία του ήταν
πολύ επιβαρυμένη. Προτίμησε να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Σκιάθο,
και εκεί να αντικρίσει το θάνατο με τη γαλήνη του μεγάλου χριστιανού.
Ακόμα και
ο κορυφαίος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης μαγεύεται από το είναι και το έργο
του Παπαδιαμάντη και αναφέρει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του «Η Μαγεία του
Παπαδιαμάντη»: «... οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, πέφτουν επάνω
στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση,
αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία, όπου θα
μπορούσαμε να είχαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία... σαν να
‘χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου...».
Πηγές Υλικού:
Λεύκωμα Παπαδιαμάντη, Φώτιου Δημητρακόπουλου, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις ERGO, Αθήνα 2001
Ο κοσμοκαλόγηρος Παπαδιαμάντης, Μοναχού Θεόκλητου Διονυσιάτου, Γ΄ Έκδοσις, Εκδόσεις Παπαδημητρίου
Λεύκωμα Παπαδιαμάντη, Φώτιου Δημητρακόπουλου, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις ERGO, Αθήνα 2001
Ο κοσμοκαλόγηρος Παπαδιαμάντης, Μοναχού Θεόκλητου Διονυσιάτου, Γ΄ Έκδοσις, Εκδόσεις Παπαδημητρίου
Επιλογή υλικού:
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου