Τι έγραφε ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης για τον Θερισμό;
Διαβάστε
ένα όμορφο και συγκινητικό κείμενο που έγραψε ένας άλλος μεγάλος
διηγηματογράφος και ξάδελφος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Αλέξανδρος
Μωραϊτιδης, ο οποίος σχεδόν όλες τις Κυριακές έψελνε μαζί με τον
Σκιαθίτη συγγραφέα στο εκκλησάκι του παπα-Νικόλα Πλανά και έγραψαν το
όνομά τους με χρυσά γράμματα στην Ελληνική Λογοτεχνία!.. Έτσι, για να
θυμούνται οι παλιοί και να γνωρίζουν οι νέοι!..
ΠΡΩΤΑ-πρώτα λίγα λόγια για τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη
(1850-1929). Υπήρξε κι αυτός ένας μεγάλος συγγραφέας. Γεννήθηκε στη
Σκιάθο από οικογένεια κληρικών. Ήταν ξάδερφος του μεγάλου πεζογράφου
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου
της Αθήνας και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Παράλληλα
εργαζόταν ως δημοσιογράφος (κυρίως στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά και
στην «Ακρόπολη» του Γαβριηλίδη), πράγμα που του επέτρεψε να κάνει πολλά
ταξίδια μέσα και έξω από την Ελλάδα. Στο μεταξύ, ποτέ δεν εγκατέλειψε
τις μελέτες του πάνω σε εκκλησιαστικά κείμενα και τη βυζαντινή μουσική,
που ανταποκρίνονταν στις πνευματικές του αναζητήσεις. Το 1914 τιμήθηκε
με το αριστείο γραμμάτων και τεχνών, ενώ το 1929 έγινε μέλος της
Ακαδημίας Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο πήρε το μοναχικό σχήμα και αποσύρθηκε
στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου πέθανε ύστερα από μερικούς μήνες.
Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο («Βάρδας Καλλέργης», 1875, «Η καταστροφή των Ψαρών», 1876) και με το ιστορικό μυθιστόρημα («Δημήτριος ο Πολιορκητής» 1876), χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μεγάλο μέρος των συγγραμμάτων του καταλαμβάνουν οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις και άλλα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα. Το κυριότερο μέρος του έργου του είναι τα διηγήματα, τα οποία, μαζί μ' εκείνα του ξαδέρφου του Παπαδιαμάντη, αποτελούν τις πρώτες αξιόλογες προσπάθειες και επιτεύξεις στη νεοελληνική πεζογραφία. Ανάμεσα σ’ αυτά γνωστότερα είναι «Ο δεκατιστής», «Το τάξιμο», «Η βαρυχειμωνιά» και «Η χρυσή καδένα».
Τα διηγήματα του Μωραϊτίδη χαρακτηρίζονται από θρησκευτική διάθεση, ελληνολατρική τάση και φυσιολατρική ευαισθησία. Η γλώσσα του (καθαρεύουσα) είναι επιμελημένη και περίπλοκη. Η οργάνωση του υλικού του γίνεται με συστηματικότητα και σεμνότητα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η τεχνική του να συγκεντρώνει την προσοχή του σε ένα αντικείμενο «περιστατικό, ανάμνηση, τοπίο» και να απλώνεται από κει και πέρα σε παρατηρήσεις φαινομενικά άσχετες και ασήμαντες, που ωστόσο κατορθώνουν να μεταδώσουν κατά τον καλύτερο τρόπο την ψυχική του διάθεση. Η τεχνική αυτή είναι συνηθισμένη σήμερα, αλλά για την εποχή του σχεδόν επαναστατική. (Βλέπε και εγκυκλοπαίδεια: «Μαλλιάρης-παιδεία» και εγκυκλοπαίδεια «δομή»).
Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο («Βάρδας Καλλέργης», 1875, «Η καταστροφή των Ψαρών», 1876) και με το ιστορικό μυθιστόρημα («Δημήτριος ο Πολιορκητής» 1876), χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μεγάλο μέρος των συγγραμμάτων του καταλαμβάνουν οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις και άλλα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα. Το κυριότερο μέρος του έργου του είναι τα διηγήματα, τα οποία, μαζί μ' εκείνα του ξαδέρφου του Παπαδιαμάντη, αποτελούν τις πρώτες αξιόλογες προσπάθειες και επιτεύξεις στη νεοελληνική πεζογραφία. Ανάμεσα σ’ αυτά γνωστότερα είναι «Ο δεκατιστής», «Το τάξιμο», «Η βαρυχειμωνιά» και «Η χρυσή καδένα».
Τα διηγήματα του Μωραϊτίδη χαρακτηρίζονται από θρησκευτική διάθεση, ελληνολατρική τάση και φυσιολατρική ευαισθησία. Η γλώσσα του (καθαρεύουσα) είναι επιμελημένη και περίπλοκη. Η οργάνωση του υλικού του γίνεται με συστηματικότητα και σεμνότητα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η τεχνική του να συγκεντρώνει την προσοχή του σε ένα αντικείμενο «περιστατικό, ανάμνηση, τοπίο» και να απλώνεται από κει και πέρα σε παρατηρήσεις φαινομενικά άσχετες και ασήμαντες, που ωστόσο κατορθώνουν να μεταδώσουν κατά τον καλύτερο τρόπο την ψυχική του διάθεση. Η τεχνική αυτή είναι συνηθισμένη σήμερα, αλλά για την εποχή του σχεδόν επαναστατική. (Βλέπε και εγκυκλοπαίδεια: «Μαλλιάρης-παιδεία» και εγκυκλοπαίδεια «δομή»).
0 ΘΕΡΙΣΜΟΣ
Τὸν μῆνα Ἰούνιο, τὸν Θεριστήν, ὄπως τὸν λέγει ὁ λαός, ὄλον τὸ χωρίον εὑρίσκεται εἰς τοὺς ἀγρούς.
Εἰς τὸ μέσον τοῦ ἀγροῦ ὑψώνεται τὸ πυκνόφυλλον δένδρον, τὸ ὁποῖο ἑκάστη πρωΐαν δέχεται τὰ σακκίδια, μὲ τὸν ἄρτον τῶν θεριστῶν καὶ τὰ δοχεῖα τοῦ νεροῦ. Ἐκεῖ εἶναι προφυλαγμένα ἀπὸ τὰς θερμὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου. Ὅσον προχωρεῖ ἡ ἡμέρα, τόσον ἡ ζέστη μεγαλώνει καὶ βασανίζει τοὺς θεριστάς.
Ὅλος ὁ κάμπος εἶναι ὁλόχουσος καὶ μόνον τὰ φύλλα τοῦ δένδρου πρασινίζουν. Οὔτε ἓν ἄνθος δὲν ἀπέμεινε πλέον. Τώρα, ὅσον εἶναι ἀκόμη πρωΐ, τρέχουν οἱ θερισταὶ νὰ κόψουν στάχυς μὲ τὰ δρέπανά των τὰ καμπυλωτά.
Ὡσὰν στρατιῶται εἰς τὴν γραμμήν, αἱ ζωηραὶ θερίστριαι θερίζουν καὶ τραγουδοῦν. Ἔχουν κατεβασμένην τὴν μανδήλαν ἕως τὰ χείλη, κύπτουν καὶ προχωροῦν μὲ τὸ κοπτερὸ δρέπανον εἰς τὴν χεῖρα. Κατόπιν ἀπὸ αὐτὰς ἄλλοι ἐργάται μὲ τὰ σπαρτὰ εἰς τὰς χεῖρας δένουν εἰς δεμάτια τοὺς θερισμένους στάχυς. Καὶ τὰ δεμάτια αὐτά, σκορπισμένα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν ἀγρόν, ὁμοιάζουν μὲ νεκρούς, οἱ ὁποῖοι μετ’ ὀλίγον θὰ θρέψουν τοὺς ζωντανούς.
Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ δένδρου ἐμαζεύθησαν τὴν μεσημβρίαν οἱ θερισταί, ἐξεκρέμασαν τὰ σακκίδια καὶ ἐστρώθησαν εἰς τὸ φαγητόν, Αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ματαίως ἀγωνίζονται νὰ περάσουν ἀπὸ τὰ πυκνὰ φύλλα τοῦ δένδρου.
Θερισταὶ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ ἰδιοκτῆται τῶν ἀγρῶν καὶ θερίστριαι εἶναι αἱ σύζυγοι καὶ αἱ θυγατέρες των. Καμμία γεωργικὴ ἐργασία δὲν γίνεται μὲ τόσην εὐχαρίστησιν. Διὰ νὰ φθάσουν ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἰς τὰς εὐχαρίστους ἡμέρας τοῦ θερισμοῦ, πόσας φορὰς ἐβράχησαν ἕως τὸ κόκκαλον κατὰ τὸν καιρὸν τῆς σπορᾶς καὶ πόσην ἀγωνίαν ἐδοκίμασαν ἀπὸ τὸ πρῶτον φύτρωμα ἕως σήμερον! Ἡ χαρά των ὄμως τώρα εἰς τὸ τέλος γίνεται ἀφορμὴ νὰ λησμονῶνται ὅλα τὰ παλαιὰ βάσανα.
Τρώγοντες εἰς τὴν σκιὰν τοῦ δένδρου βλέπουν μὲ ὑπερηφάνειαν τὰ δεμάτια σκορπισμένα εἰς τὸν ἀγρὸν καὶ συλλογίζονται, ὅτι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας θ’ ἁλωνίσουν τὸν σῖτον, θὰ στείλουν τὸν νέον καρπὸν εἰς τὸν γειτονικὸν μύλον καὶ θὰ φάγουν χαρούμενοι τὸν πρῶτον ἄρτον τῆς ἐσοδείας. Πόσον εὐωδιάζει ὁ ἄρτος αὐτός!
Δὲν θὰ λησμονήσουν καὶ τὸν τζίντζιρα, πού, χωμένος εἰς τὰ κλαδιὰ τοῦ δένδρου, τραγουδεῖ καὶ λέγει:
Θερίσετ’ ἁλωνίσετε, δεματοκουβαλήσετε, κι ἐγὼ τὸ κουλικάκι μου θέλω νὰ μοῦ τὸ δώσετε.
Καὶ ἡ νοικοκυρὰ ἀπὸ τὸν πρῶτον καρπόν, ποὺ θὰ ζυμώσῃ, θὰ κάμῃ τὸ κουλούρι τοῦ τζίντζιρα καὶ μιά της κόρη θὰ τὸ φέρῃ εἰς τὴν βρύσιν τοῦ χωρίου καὶ θὰ τὸ κρεμάσῃ ἐκεῖ εἰς τὸν κρουνόν, ποὺ τρέχει τὸ νερόν, διὰ νὰ τρέχουν ἔτσι καὶ τὰ καλὰ εἰς τὸ σπίτι.
Ὁ ἥλιος, ἀργὰ - ἀργά, κλίνει πρὸς τὴν δύσιν. Εὐχάριστος ζέφυρος δροσίζει τὴν φλεγομένην γῆν καὶ ζωογονεῖ τοὺς κουρασμένους θεριστάς. Ὅλαι αἱ οἰκογένειαι κατακλίνονται πλησίον εἰς τὰ δεμάτια, διὰ νὰ συνεχίσουν τὴν χαραυγὴν τὸν θερισμὸν μὲ τὸ πρῶτον ᾆσμα τοῦ κορυδαλλοῦ.
Εἰς τὸ μέσον τοῦ ἀγροῦ ὑψώνεται τὸ πυκνόφυλλον δένδρον, τὸ ὁποῖο ἑκάστη πρωΐαν δέχεται τὰ σακκίδια, μὲ τὸν ἄρτον τῶν θεριστῶν καὶ τὰ δοχεῖα τοῦ νεροῦ. Ἐκεῖ εἶναι προφυλαγμένα ἀπὸ τὰς θερμὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου. Ὅσον προχωρεῖ ἡ ἡμέρα, τόσον ἡ ζέστη μεγαλώνει καὶ βασανίζει τοὺς θεριστάς.
Ὅλος ὁ κάμπος εἶναι ὁλόχουσος καὶ μόνον τὰ φύλλα τοῦ δένδρου πρασινίζουν. Οὔτε ἓν ἄνθος δὲν ἀπέμεινε πλέον. Τώρα, ὅσον εἶναι ἀκόμη πρωΐ, τρέχουν οἱ θερισταὶ νὰ κόψουν στάχυς μὲ τὰ δρέπανά των τὰ καμπυλωτά.
Ὡσὰν στρατιῶται εἰς τὴν γραμμήν, αἱ ζωηραὶ θερίστριαι θερίζουν καὶ τραγουδοῦν. Ἔχουν κατεβασμένην τὴν μανδήλαν ἕως τὰ χείλη, κύπτουν καὶ προχωροῦν μὲ τὸ κοπτερὸ δρέπανον εἰς τὴν χεῖρα. Κατόπιν ἀπὸ αὐτὰς ἄλλοι ἐργάται μὲ τὰ σπαρτὰ εἰς τὰς χεῖρας δένουν εἰς δεμάτια τοὺς θερισμένους στάχυς. Καὶ τὰ δεμάτια αὐτά, σκορπισμένα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν ἀγρόν, ὁμοιάζουν μὲ νεκρούς, οἱ ὁποῖοι μετ’ ὀλίγον θὰ θρέψουν τοὺς ζωντανούς.
Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ δένδρου ἐμαζεύθησαν τὴν μεσημβρίαν οἱ θερισταί, ἐξεκρέμασαν τὰ σακκίδια καὶ ἐστρώθησαν εἰς τὸ φαγητόν, Αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ματαίως ἀγωνίζονται νὰ περάσουν ἀπὸ τὰ πυκνὰ φύλλα τοῦ δένδρου.
Θερισταὶ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ ἰδιοκτῆται τῶν ἀγρῶν καὶ θερίστριαι εἶναι αἱ σύζυγοι καὶ αἱ θυγατέρες των. Καμμία γεωργικὴ ἐργασία δὲν γίνεται μὲ τόσην εὐχαρίστησιν. Διὰ νὰ φθάσουν ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἰς τὰς εὐχαρίστους ἡμέρας τοῦ θερισμοῦ, πόσας φορὰς ἐβράχησαν ἕως τὸ κόκκαλον κατὰ τὸν καιρὸν τῆς σπορᾶς καὶ πόσην ἀγωνίαν ἐδοκίμασαν ἀπὸ τὸ πρῶτον φύτρωμα ἕως σήμερον! Ἡ χαρά των ὄμως τώρα εἰς τὸ τέλος γίνεται ἀφορμὴ νὰ λησμονῶνται ὅλα τὰ παλαιὰ βάσανα.
Τρώγοντες εἰς τὴν σκιὰν τοῦ δένδρου βλέπουν μὲ ὑπερηφάνειαν τὰ δεμάτια σκορπισμένα εἰς τὸν ἀγρὸν καὶ συλλογίζονται, ὅτι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας θ’ ἁλωνίσουν τὸν σῖτον, θὰ στείλουν τὸν νέον καρπὸν εἰς τὸν γειτονικὸν μύλον καὶ θὰ φάγουν χαρούμενοι τὸν πρῶτον ἄρτον τῆς ἐσοδείας. Πόσον εὐωδιάζει ὁ ἄρτος αὐτός!
Δὲν θὰ λησμονήσουν καὶ τὸν τζίντζιρα, πού, χωμένος εἰς τὰ κλαδιὰ τοῦ δένδρου, τραγουδεῖ καὶ λέγει:
Θερίσετ’ ἁλωνίσετε, δεματοκουβαλήσετε, κι ἐγὼ τὸ κουλικάκι μου θέλω νὰ μοῦ τὸ δώσετε.
Καὶ ἡ νοικοκυρὰ ἀπὸ τὸν πρῶτον καρπόν, ποὺ θὰ ζυμώσῃ, θὰ κάμῃ τὸ κουλούρι τοῦ τζίντζιρα καὶ μιά της κόρη θὰ τὸ φέρῃ εἰς τὴν βρύσιν τοῦ χωρίου καὶ θὰ τὸ κρεμάσῃ ἐκεῖ εἰς τὸν κρουνόν, ποὺ τρέχει τὸ νερόν, διὰ νὰ τρέχουν ἔτσι καὶ τὰ καλὰ εἰς τὸ σπίτι.
Ὁ ἥλιος, ἀργὰ - ἀργά, κλίνει πρὸς τὴν δύσιν. Εὐχάριστος ζέφυρος δροσίζει τὴν φλεγομένην γῆν καὶ ζωογονεῖ τοὺς κουρασμένους θεριστάς. Ὅλαι αἱ οἰκογένειαι κατακλίνονται πλησίον εἰς τὰ δεμάτια, διὰ νὰ συνεχίσουν τὴν χαραυγὴν τὸν θερισμὸν μὲ τὸ πρῶτον ᾆσμα τοῦ κορυδαλλοῦ.
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
ΠΗΓΗ:
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Γ. ΜΕΓΑ, Κ. ΡΩΜΑΙΟΥ Σ. ΔΟΥΦΕΞΗ, Θ. ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Δ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙ
1959
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου