Ὁ Παπαδιαμάντης περιγράφει τὸν ἄνθρωπο ὡς αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὶς πράξεις του
Πηγή: Ἐφημ. Ἡ Καθημερινή, 18 Φεβρουαρίου 2001
Τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μιλήσει καλύτερα γιὰ τὴ διάρκεια τοῦ Παπαδιαμάντη στὴ γλώσσα μας ἀπὸ μιὰ νέα ἐκτύπωση τῆς «Φόνισσας». Καὶ τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτίσει εἰλικρινέστερο φόρο τιμῆς στὴ μνημειώδη ἔκδοση τῶν Ἁπάντων του Παπαδιαμάντη ποὺ ὀφείλουμε στὸν κ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο καὶ στὶς ἐκδόσεις Δόμος, ἀπὸ τὴν ἐπέκδοση τῆς «Φόνισσας» μὲ πρόλογο καὶ φροντίδα τοῦ Σταύρου Ζουμπουλάκη (Ἑστία 2001).
Ἐπέκδοση σημαίνει νὰ υἱοθετεῖς τὴ φιλολογικὴ ἔκδοση ἑνὸς κειμένου καὶ συνεπῶς νὰ διατρανώνεις ἐπωνύμως τὴν αὐθεντία τοῦ ἐπιμελητῆ. Καὶ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν Παπαδιαμάντη τουλάχιστον, ἀδιαμφισβήτητη αὐθεντία εἶναι πλέον ὁ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τόσο μὲ τὴ φιλολογικὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρύτερη πνευματικὴ ἔννοια. Δὲν χρειάζεται νὰ εἶσαι βιβλιόφιλος γιὰ νὰ νιώσεις τὴν ἰδιαίτερη τέρψη ποὺ χαρίζει αὐτὸς ὁ νέος, κομψός, αὐστηρὸς καὶ χρηστικὸς τόμος τῆς Φόνισσας. Ὅσο θὰ παράγονται βιβλία στὸν τόπο μας, ἡ σειρὰ τῆς Νεοελληνικῆς Πεζογραφίας θὰ παραμείνει ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς διαμεσολαβητὲς τῆς αὐτοκατανόησής μας.
Καὶ πράγματι, τί ἄλλο εἶναι κατὰ βάθος ἡ λογοτεχνία, ἂν ὄχι ὁ καθρέφτης ἑνὸς λαοῦ; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ φανερώνεται καὶ συνειδητοποιεῖται ἡ βαθύτερη οὐσία τῆς ὑπάρξεως, ἂν ὄχι στὴ λογοτεχνία; Πόσο μᾶλλον ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης ἀποτελεῖ τὴ μόνιμη μαρτυρία ἑνὸς νικημένου κόσμου ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει τὸν νικητή του. Γιὰ τοῦτο καὶ ἡ σύγχρονη συνείδηση θὰ ἀνακυκλώνεται ἀκατάπαυστα μέσα στὴ μαρτυρία τοῦ κόσμου αὐτοῦ ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἀρχετυπικῆς κοινωνίας. Συμβαίνει ἐδῶ ὅ,τι καὶ μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ὁμήρου. Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἡδονὴ ποὺ μᾶς προξενεῖ ἡ ἱστορικὴ ἑτερότητα, τόσο βαθύτερα νοιώθουμε τὴ συνάφειά μας μὲ τὸ ἀρχέγονο. Διότι, παρὰ τὶς ἀποκαλύψεις περὶ τέλους τῆς ἱστορίας καὶ ὁλοκλήρωσης τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἄτομο ἐξακολουθεῖ νὰ μένει ἀνικανοποίητο, ἀναζητώντας παντοιοτρόπως τὴν αὐθυπέρβασή του. Ἔτσι ἡ ἱστορία συνεχίζεται μὲ λιγότερες ψευδαισθήσεις μέν, ἀλλὰ μὲ μεγαλύτερη κατανόηση τῆς ἀλήθειας ὅτι καμία σύνθεση ἢ ὁλοκλήρωση δὲν εἶναι ἐφικτὴ ἐντός της ἱστορίας. Ἄρα καὶ τὸ τελειοποιήσιμο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἀποβαίνει λόγος ἀργός.
Αὐτὸ νομίζω εἶναι κατ᾿ οὐσίαν τὸ πνευματικὸ μάθημα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀπορρέει ἡ βαθιά του ἀπαισιοδοξία. Τὸ μόνο ἀντιφάρμακο, οἱ μόνες στιγμὲς ἀληθινῆς παραμυθίας εἶναι ἡ ἑορτὴ μὲ τὶς διάφορες λατρευτικές της ἐκφάνσεις καὶ ἡ ἀνάμνηση τῶν παιδικῶν χρόνων. Τὰ ἴδια δηλαδὴ πάνω κάτω μὲ αὐτὰ ποὺ ζοῦμε σήμερα, ἔστω κι ἂν χάθηκε ὁριστικὰ ἡ σωτήρια κοινότητα τοῦ ἀριστοτελικοῦ ἤθους καὶ τῆς λατρευτικῆς ἐπανάληψης. Σωτήρια, ὄχι γιατί μεταμόρφωνε διὰ μαγείας τὸ κακὸ σὲ καλό, ἀλλὰ γιατί συντηροῦσε τὴ συλλογικὴ ἐλπίδα σ᾿ ἕνα ἐπέκεινα, ἀπαραίτητη προϋπόθεση τοῦ ὁποίου ἦταν αὐτὸ ποὺ στὴ γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη ὀνομάζεται ὑπηρεσία. Ἀλλὰ ὑπηρετῶ σημαίνει ἐπίσης ὅτι ἐργάζομαι γιὰ κάποιον ἄλλον καὶ ἑπομένως ὅτι ἔρχομαι σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἔνστικτό μου ποὺ μὲ ὠθεῖ στὴν ἱκανοποίηση τῶν προσωπικῶν ἀναγκῶν. Ἐξ οὗ ἡ δυσφορία, ἡ γκρίνια, ἡ βαρυθυμία, τὸ ἀλληλοφάγωμα. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ κόσμος τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν εἶναι μόνον ἀποπνικτικός. Εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ἀπολύτως ἀντιιδεαλιστικός. Πλὴν ὅμως στὴν ἀφιλάρεσκη ἀναπαράσταση τοῦ κόσμου αὐτοῦ τίθεται ἀκριβῶς τὸ βασανιστικὸ ἐρώτημα τῆς ἀγάπης, δηλαδὴ τῆς ἀπόλυτης ἀξίας στὸν ἄνθρωπο γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ πράττει.
Μολαταῦτα, ὁ σημερινὸς ἀναγνώστης ἀναρωτιέται: πῶς δικαιολογεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ὁ Χριστιανισμὸς φέρνει τὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ τὴν ἰδέα τῆς ἀτομικότητας, ἐντούτοις στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν ὑπάρχουν ἐλεύθερα καὶ συνειδητὰ ἄτομα, πρόθυμα νὰ ἀναλάβουν τὴν εὐθύνη τῶν πράξεών τους καὶ νὰ λογοδοτήσουν γι᾿ αὐτές; Οἱ ἥρωές του εἶναι ἀλλὰ ποτὲ δὲν γίνονται. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂν ἡ ἀτομικότητα εἶναι ἡ σύνθεση τοῦ ἐπιμέρους καὶ τοῦ καθολικοῦ, δηλαδὴ ἡ ἀπόλυτη ἀξία ποὺ πραγματώνεται σὲ ἕνα ἰδιαίτερο καὶ ξεχωριστὸ ὃν τὸ ὁποῖο, ὡς ἀπόλυτη ἀξία, ἀναγνωρίζεται καθολικῶς, καὶ ἂν ἡ σύνθεση αὐτὴ συντελέσθηκε στὸν Θεάνθρωπο, τότε γιατί κανένας ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν ἀπεικονίζεται ὡς ἐλεύθερη, ἀτομικὴ κίνηση οὔτε καν πρὸς τὴ θέωση; Τί εἴδους χριστιανὸς συγγραφέας εἶναι ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος, ὁ ὁποῖος στερεῖ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πρόσωπά του; Δικαίως λοιπὸν ὁ Στ. Ζουμπουλάκης ἐπισημαίνει στὸν Πρόλογό του: «Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ Φόνισσα, τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ ἔμενε λειψό».
Γιὰ νὰ κατανοηθεῖ μὲ σαφήνεια ἡ προοπτικὴ τῆς «Φόνισσας», πρέπει ὄντως νὰ ἀναγνωσθεῖ μετὰ τὴ «Θητεία τῆς Πενθερᾶς» (1902). Πρόκειται γιὰ τὴ θλιβερὴ ἱστορία τῆς Χαρμολίνας, ἡ ὁποία δὲν ἔπαψε σὲ ὅλη τὴ ζωή της νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους. Τόσο ποὺ ἀγανακτισμένη στὸ τέλος, θὰ ξεσπάσει: «Δὲν γινόμουν καλόγρια!» Καὶ ὁ ἀφηγητὴς διευκρινίζει κοφτά: «Δυστυχῶς δὲν ὑπῆρχον πλέον οὔτε γυναικεῖα μοναστήρια εἰς τὴν Χώραν». Ἡ Χαρμολίνα εἶναι ἡ παθητικὴ πλευρά, ἡ ἠθογραφικὴ διάσταση τῆς Φόνισσας. Ἡ γυναίκα τῶν «συνήθων ἁμαρτημάτων», τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ὑπηρεσίας ποὺ λίγο θὰ ξεχώριζε ἀπὸ τὸ κοινὸ βόσκημα, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἄλλος κόσμος, ἡ δικαίωση τῆς ὑπηρεσίας, ἐπίγεια προτύπωση τοῦ ὁποίου εἶναι τὸ μοναστήρι. Ὥστε δὲν εἶναι τυχαῖο, ἂν ὁ Παπαδιαμάντης δὲν χάνει ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ τονίσει τὴ ριζικὴ ἀντίθεση μεταξὺ κοινότητας καὶ συμβατικῆς κοινωνίας, τῆς «μεγάλης κεντρικῆς γαστέρας» τῆς «ὦτα οὐκ ἔχουσας». Οὔτε εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ βασιλείου ἀπεικονίζονται ὡς καρικατοῦρες ἀνθρώπων, ὡς ἀνέκφραστοι πλὴν ἀλύγιστοι φορεῖς διαταγῶν. Ἡ δῆθεν ἀτομικὴ ἐλευθερία τους δὲν γνωρίζει τὴν ἐσωτερικὴ σύγκρουση. Ἀντίθετα, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀποπνικτικῆς κοινότητας μποροῦν νὰ ἀντέξουν τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα τῆς Φραγκογιαννούς, ἐπειδὴ διέπονται ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὶς πράξεις του. Ἀλλὰ τὸ νὰ εἶσαι, ἔστω καὶ ἀσυνειδήτως, δὲν ἀπαιτεῖ λιγότερη ἐλευθερία ἀπὸ τὸ νὰ γίνεις.
Ἰδοὺ λοιπὸν μιὰ ἀπωθητικὴ ἀλλὰ θεληματικὴ γερόντισσα ποὺ στὰ τέλη τοῦ βίου της, ἀποφασίζει νὰ διακινδυνεύσει ὄχι μόνο τὴ ζωή της γιὰ ἕναν σκοπὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες τοῦ καθενός, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της. Ἐδῶ, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἔγκειται ἡ μοναδικότητα αὐτοῦ του «κορυφαίου κειμένου» τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Φόνισσα, ἀφοῦ συγκεφαλαιώσει μέσα της τὸ νόημα τῆς ὑπηρεσίας, ἀποφασίζει νὰ δράσει, νὰ ἐπέμβει στὸν κόσμο τῆς κοινότητας, καταδεικνύει μίαν ἀσυνείδητη μέν, πλὴν ἀντιχριστιανικὴ στάση, ποὺ σέρνει τὶς ρίζες της στὴν ἰδιάζουσα οἰκογενειακή της παράδοση. Τὸ μυθιστόρημα ἄλλωστε ἀρχίζει μὲ μίαν ἀναδρομὴ στὸ κυνηγητὸ τῆς μάνας καὶ τελειώνει μὲ τὸ κυνηγητὸ τῆς κόρης. Ἐδῶ ὅπως καὶ παντοῦ στὸν Παπαδιαμάντη, τὸ ἄτομο δὲν ὑφίσταται ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ μόνο διὰ τῆς γενεολογίας του. Ἐξ οὗ καὶ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας.
Κόρη μάγισσας, ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶναι γιάτρισσα, διαιωνίζει δηλαδὴ μία ἀπὸ τὶς τεχνικὲς τῆς μαγείας. Πρόγονος τῆς ἐπιστήμης, ἡ μαγεία ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ βελτίωση τοῦ ἐδῶ καὶ τοῦ τώρα, τὴ μεταμόρφωση τοῦ δεδομένου. Ὁ χριστιανὸς ἀντιθέτως ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴ βελτίωση τῶν πραγμάτων. Ὑπομένει καὶ ἐλπίζει. Ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐλπίδα ἔχουν τὴ μορφὴ τῆς ὑπηρεσίας. Καὶ ἡ ὑπηρεσία, καλῶς ἢ κακῶς, εἶναι τὸ μόνο ἀντίδοτο στὸ ἐπώδυνο αἴσθημα τῆς μόνιμης ἀνεπάρκειας μέσα στὴν ὁποία ζεῖ ἡ κοινότητα. Ἄρα κάθε πράξη ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴ θεραπεία τῆς ἀνεπάρκειας εἶναι οὐσιαστικῶς ἀντιχριστιανική, διότι προϋποθέτει τὴν ἄμεση ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἀτόμου.
Διὰ τῶν φονικῶν της πράξεων, ἡ παιδοκτόνος θέτει σὲ ἀμφισβήτηση τὴν ἔννοια τῆς ὑπηρεσίας καὶ συνεπῶς τὸ χριστιανικὸ σύμπαν. Καὶ διὰ τῆς ἡδονικῆς αὐτῆς ἀμφισβητήσεως, διανοίγεται ὁ ὁρίζοντας μιᾶς αὐθεντικῆς ἀτομικότητας ποὺ ἐπιδιώκει τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία μέσῳ τῆς ριζικῆς ἀρνήσεως τοῦ δεδομένου κόσμου.
Ἡ κοινότητα εἶναι ὁ ὀργανωμένος κόσμος ποὺ μᾶς δίνεται ἀνεξαρτήτως τῆς θελήσεώς μας. Εἶναι δηλαδὴ ἡ ὀργανωμένη ἐπέκταση τῆς οἰκογένειας, τὸ χῶμα, τὸ αἷμα καὶ ἡ φυλή. Τὸ Ἐγὼ καὶ ὁ Ἄλλος εἶναι καθ᾿ ὅλα ὁμόχρονοι. Τίποτε δὲν ἔρχεται νὰ διαταράξει τὴν αἰώνια συζυγία τους. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοινότητα τοῦ κυκλικοῦ χρόνου, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ κιόλας τοῦ Παπαδιαμάντη ἀποτελοῦσε φθίνον παρελθόν, ἔπρεπε νὰ προκύψουν ὀργανικά τα νέα προβλήματα ποὺ θὰ ἀντιμετώπιζε ὁ Νεοέλληνας ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ὡς πρὸς τὸν ἄλλον. Ὀργανικὰ καὶ ὄχι μιμητικά, ὅπως τονίζει ὁ K. Παπαγιώργης στὴν ὡραία μονογραφία του γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη (Καστανιώτης 1997). Μέσα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ «Κοινωνικοῦ μυθιστορήματος», μεγαλειώδης εἰρωνεία τοῦ Σκιαθίτη πρὸς κάθε μέλλοντα χρόνο, τὸ ἐρώτημα τῆς ἀνθρώπινης φύσης ὑποβάλλεται στὴ βάσανο τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν καὶ οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες ἀποδεικνύονται ἀνενεργοί. Ξεπηδάει ὅμως ἀπροσδόκητα ὅλο τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἂν ἡ κοινότητα πέφτει μικρὴ μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη, ἡ συμβατικὴ κοινωνία δὲν ἔχει νὰ προτάξει τίποτε περισσότερο ἀπὸ διαδικασίες. Ἔτσι ἀσυνειδητοποίητη, ἡ Φόνισσα παραμένει σκιερή, ἀδιάφανη, θαμπὴ ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀδυσώπητη ὕπαρξη τοῦ κακοῦ ποὺ εἶναι δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῆς ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας. «Ὤ, νά τὸ προικιό μου!», εἶναι οἱ τελευταῖες λέξεις τῆς Φραγκογιαννοῦς. Λέξεις πολυσήμαντες καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνοιχτὲς πρὸς πάσαν κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου