Τιμώντας απόψε τη μνήμη του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και δεόμενοι για τήν ψυχή αυτού του μεγάλου του Γενους ημών, αλλα και της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας, του κορυφαίου τής νεοελληνικής λογοτεχνίας μας, υποκλινόμεθα, συγχρόνως, και στήν αγιασμένη μορφή ενός άλλου συνομήλικού του, αγιασθέντος προ πολλών χρόνων, του αγίου Νικολάου του παπα- Πλανά.
Υποκλινόμαστε, έτσι, ταπεινά και προσκυνούμε και ασπαζόμαστε τόν άγιο Νικόλαο, τόν παπα Πλανά, από τήν Ναξο, με τόν οποίο συναντήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αλλά και ο άλλος Αλέξανδρος, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, υπό τήν σκέπην του αγίου Ελισσαίου, στήν οδό Άρεως 10, στήν Αθήνα, στήν Πλάκα, δίπλα από τόν σταθμό του Ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι, εκεί στόν Παλιό Στρατώνα, στήν αρχαία ρωμαϊκή αγορά. Υποκλινόμαστε και στους δύο, τούς ασπαζόμαστε ταπεινά. Κι ασπαζόμαστε, υποκλινόμενοι, το χέρι του αγίου Νικολάου, ζητούντες τήν ευλογία και τη χάρη του.
Συνομήλικοι οι δυό τους, κατά ένα παράδοξο τρόπο, βρέθηκαν υπό τήν σκέπη του αγίου Ελισσαίου, σ εκείνες τίς ιστορικές αγρυπνίες, κατά το ήθος τών κολλυβάδων και τής Αγιορεwτικης παράδοσης, όπως τήν ανέδειξε η Φιλοκαλική Αναγέννηση, στήν οποία ιδιαιτέρως και εξόχως είχε μαθητεύσει ο Παπαδιαμάντης, είτε στη μονή τής Ευαγγελίστριας στη Σκίαθο είτε μέσα από τήν επαφή του με τήν Αγιορείτικη παράδοση.
Γεννήθηκαν και οι δυό το έτος 1851. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στίς 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο. Κι ο άγιος Νικόλαος, ο παπα Πλανάς, πάλι το 1851, στη Ναξο. Νησιώτες και οι δύο. Και οι δυό μετοικούν στο άστυ τών Αθηνών.
Και δυό ζουν, διάγουν τόν εν Αθήναις βίο τους εν πλήρει πτωχεία, όπως επαληθεύσουν αυτό του αγίου Νικολάου, του εν Μυροις, που αποδίδουμε και ως τροπάριο στόν άγιο Νικόλαο τόν παπα Πλανά: «Διά 2 τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια.» Κερδισαν και οι δυό τους, με την ταπείνωση, τα υψηλά και με τήν πτωχεία το, τα πλούσια.
Ο άγιος Νικόλαος, ο παπα Πλανάς, αφού αφήνει οπίσω του και μοιράζει όλη τήν πατρική περιουσία, φτάνει στήν Αθήνα το 1870, σε ηλικία 19 χρονών. Τόν ίδιο καιρό, τόν Σεπτέμβριο του 1869, φτάνει στήν Αθήνα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Διαβάζουμε στήν ταπεινή, σεμνή και συνοπτική αυτοβιογραφία του:
« Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα τήν Α καv Β τqξιν. Τήν Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τάς σπουδάς μου και έμεινα εις τήν πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις τήν Δ τοζ Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις τήν Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ½ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τάς ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη Ίη ΜετανάστιςΊ έργον μου εις το περιοδικόν ΊΣωτήραΊ. Τω 1882 εδημοσιεύθη ΊΟι έμποροι τών ΕθνώνΊ εις το ΊΜη χάνεσαιΊ. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά καί εφημερίδας.»
Πρώτος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που πρωτοφθάνει στήν Αθήνα τόν Σεπτεμβριο του 1869, θα επανέλθει και θα εγκατασταθεί εκεί οριστικά το 1873, τρία χρόνια μετά τήν πρώτη του άφιξη, σε ηλικία πια 22 χρόνων, για να ολοκληρώσει τίς Γυμνασιακές σπουδές του. Εγγράφεται στήν Δ τqξη του Βαρβακείου, αφού πρώτα πέρασε από το Γυμνάσιο τής Χαλκίδας, και για ένα χρόνο, το 1872, από το Άγιο Όρος. Αλλά και τήν ίδια σχεδόν, χρονιά, το 1870, σε ηλικία 19 χρονών, φτάνει και εγκαθίσταται οριστικά στήν Αθήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία του βίου του, που διαθέτουμε, και ο άγιος Νικόλαος ο παπα Πλανάς. Αλλά, και πάλιν παραδόξως, κατά μία ευλογία και δωρεά, τόν ίδιο άκριβώς καιρό, το 1877, φτάνει στήν Αθήνα, για να ολοκληρώσει και εκείνος τίς Γυμνασιακές του σπουδές του, και ο άγιος Νεκτάριος. Που γεννήθηκε πέντε χρόνια πρίν από τούς άλλους δυο, το 1846, στη Σηλυβρία τής Θράκης. Για να διέλθει και αυτός εν πενία και δοκιμασία και κατατρεγμώ τόν βίο του και να αγιασθεί εν τέλει.
Ύστερα από αυτά τα εισαγωγικά, που συνάπτουν και συνδέουν τούς δύο μεγάλους μας νεότερους αγίους, τόν άγιο Νεκτάριο επίσκοπο Πενταπόλεως και τόν άγιο Νικόλαο παπα Πλανά, καθώς και τόν Αλέξανδρο Παπαδιαμαντη, με τόν αγιασμένο τόπο του άστεως τών Αθηνών, στέκομαι στήν κοινή παρουσία τών δύο, τού αγίου Νικολάου του παπα Πλανά κατού Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και στη συνάντησή τους στόν τόπο τών ολονύχτιων αγρυπνιών στόν άγιο Ελισσαίο, που φαίνεται να αρχίζουν απότό 1887. Πιο πριν, « αφηγείται ο παπά Αντώνης», που μετέχει στίς αγρυπνίες με τόν παπα Πλανά, « πίσω από τη Σχολή τών Ευελπίδων, στήν εκκλησία τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, εγίνοντο… αγρυπνίες… από τούς μοναχούς του Αγίου Όρους, τόν Μεθόδιο και τόν Αγάπιο. Τίς ακολουθίες παρακολουθούσαν οι διόσκουροι τής ελληνικής διηγηματογραφίας, ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδη. Αργότερα συνεχίζονται στόν Προφήτη Ελισσαίο» ( βλ. Γιάγκου Αργυροπούλου, «Οι ολονυχτίες», « Κυριακή Ελευθέρου Βηματος», 24 Απριλίου 1924, στόν τόμο: Φωτης Δημητρακόπουλος, « Λεύκωμα Παπαδιαμάντη», εκδ. Ergo, Αθήνα 2001, σελ.90) Ο μικρός ναός του αγίου Προφήτου Ελισσαίου έχει τη δική του δυναμική στόν τόπο τών Αθηνών. Εκεί λειτουργούσε ο παπα Πλανάς, εκεί χειροτονήθηκε ιερεύς στίς 2 Μαρτίου του 1884. Στίς 2, όμως, Μαρτίου του 1932, κατά Θεία παραχώρηση, θα κοιμηθεί οσιακώς, εν εκστάσει, βλέπων τόν ήλιον τής δικαιοσύνης, τυλιγμένος μέσα στο φως, και ψιθυρίζοντας το «ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω..» Μιλώντας για τόν άγιο Νικόλαο παπα Πλανά, καθώς και τον Νεκτάριο επίσκοπο Πενταπόλεως σκέφτομαι, ακόμα μια φορά, πόσο οι άγιοι μάς σκέπουν και μάς φροντίζουν και μάς νοιάζονται, στόν κόσμο τούτο του διωγμού και του κατατρεγμού και του θανάτου.
Ποσο μάς αγαπούν και μάς προστατεύουν, μαζί με τήν Παναγία μας, τη Δεσποινα του κόσμο, « εκ παντοίων δεινών και κινδύνων.» Ποσο μάς παραστέκουν. Ποσο παραμένουν δίπλα μας. Παντοτε. Σκέπη και καταφυγή και στήριγμα και προστασία. Αυτή τήν απέραντη στοργή και αγάπη μοίρασε στον,αλλά και στήν καθ ημάς ορθόδοξη Ανατολή, ο άγιος Νικόλαος, ο παπά Πλανάς, από τη Ναξο, που έζησε στο άστυ τών Αθηνών, για να αγιασθεί και να πλημμυρίσει τήν πόλη, με το άρωμα του αγιασμού και τής χάρης του. Αυτός ο ταπεινός ιερέας, που αγιάσθηκε εν ταπεινότητι και δια τής ταπεινότητος, ψάλλοντας και υμνώντας και υπηρετώντας , μέ υποδειγματικό ζήλο, επιμόνως, σταθερά, με τίς ατέλειωτες εκείνες λειτουργίες στίς εκκλησίες, στα ξωκκλήσια και στα παρεκκλήσια, μέσα στο ψύχος και τόν καύσωνα τής ημέρας. « Ψαλώ τω Θεώ μου, έως υπάρχω», ψιθύριζε, λοπόν, μέχρι το τέλος του βίου του, φεύγοντας από τη ζωη, αυτός ο ταπεινός ιερεύς, ο άγιος Νικόλαος, συνομήλικος του κύρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που μαζί αγίασαν τκέντρο τών Αθηνών, εκεί στο εκκλησάκι του αγίου Ελισσαίου, στήν οδό Άρεως στήν Πλάκα, με τίς ολονύχτιες αγρυπνίες.
Στόν άγιο Νικόλαο, τόν ιερέα, τόν παπά Πλανά, αρμόζουν, όπως είπα αι πριν, όλα εκείνα, που αναφέρονται και στο απολυτίκιο του άλλου αγίου Νικολάου, του επισκόπου Μυρων τής Λυκίας, του Θαυματουργού , απολυτίκιο που ψάλλομε και για άγιο Νικόλαο τόν παπά Πλανά:
« Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον ανέδειξέ σε εν τη ποίμνη σου η τών πραγμάτων αλήθεια δια τούτο εκτήσω τη τασει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια.»
Έτσι, μέσα στήν απόλυτη πενία, ανεδείχθη ο απέραντος πλούτος, αλλά και ο αγιασμός και η ευλογία τής χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Καθώς ακόμα μιλούμε, απόψε, για τόν άγιο Νικόλαο τόν παπα Πλανά, στέκομαι ιδιαιτέρως στο εκπληκτικό εκείνο βιβλίο, που μάς κατέλιπε ημακαριστή μοναχή Μαρθα, πνευματικόν τέκνον του αγίου Νικολάου του Πλανά, με τόν βίο και τα θαύματα του αγίου. ( βλ. Ο άγιος παπα Νικόλας Πλανάς, Ο απλοϊκός ποιμήν τών απλών προβάτων, Αστήρ, Αθήνα)
Στέκομαι, ακόμα, στο « Εισαγωγικό κείμενο», από το βιβλίο, με τίτλο « Ο άγιος παπα Νικόλας Πλανάς, Ο απλοϊκός ποιμήν τών απλών προβάτων», γραμμένο από τόν Φωτη Κοντογλου, που με ιδιαίτερη αγάπη μνημονεύουμε απόψε, μαζί με τούς άλλους δύο, τόν Παπαπαδιαμάντη και το Μωραϊτίδη.
« Μεγάλο και ψυχοσωτήριο παράδειγμα για μάς είναι η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου τόν σημερινόν καιρό που φούντωσε η αμαρτία, και που τήν κάθε λογής ακολασία τήν έχουν συνηθίσει τόσο οι άνθρωποι, ώστε να έχουν γίνει αναίσθητοι. Στούς πλέον σκοτεινούς καιρούς,που κρύβεται το λαμπρόσωπο του Θεού από τα μάτια τών ανθρώπων, η φιλανθρωπία του φανερώνει ανάμεσά μας κάποιον απεσταλμένο του, για να μάς στερεώση τήν πίστη με τήν πολιτεία του, κι άς μη λέγη πολλά λόγια. Τετοιος απεσταλμένος ήτανε ο παπα Πλανάς, που μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε είχε τήν ευκολία στα λόγια που έχουν εκείνοι οπού συνηθίζει ο κόσμος να τούς λέγη θεολόγους, και που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια και στ άλλα σχολεια και παίρνουν διπλώματα. Γνώρισμα τής Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς που φέρνει τήν πίστη. Κι όπου υπάρχει αληθινή κι αμετασάλευτη πίστη φανερώνουνται όλα τα πνευματικά χαρίσματα και δώρα του Θεού. Ο Ορθόδοξος λαός μας ζη πνευματικά με τη λειτουργική ζωή, και δέν έχει ανάγκη από θεωρίες και φιλοσοφίες, αλλά έχει ανάγκη από αγιότητα. Ο πόθος του είναι να βλέπη αγιασμένους κληρικους, κι άς είναι πιο αγράμματοι κι απ αυτόν. Μαλιστα, όσο πιο αγράμματοι και απλοϊκοί είναι, τόσο περισσότερο τούς σέβεται και τούς αγαπά, και πηγαίνει κοντά τους σάν σε καταφύγιο. Ο πόθος του λαού να δη έναν άγιο στόν καιρό του, είναι τόσο μεγάλος, που φτάνει να είναι ένας κληρικός μοναχά ευλαβής κι ενάρετος, για να τόν πη άγιο» ( σσ. 15 – 16)
Ο « Επίλογος» του βιβλίου για τόν άγιο Νικόλαο τον, γραμμένος από τόν Γεροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, μια άλλη μεγάλη Γεροντική μορφή του 20 ου αιώνος, μετέπειτα καθηγούμενο τής ιεράς Μονής τής Ζωοδόχου Πηγής στη Λογγοβάρδα τής Παρου, είναι εξίσου σημαντικός και στιβαρός, αλλά και αποκαλυπτικός του αγιασμού και της χάριτος του αγίου Νικολάου του παπα Πλανά, κ αθώς και κατανυκτικών αγρυπνιών, στίς οποίες μετείχαν Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης και λειτουργούσε ο άγιος Νικόλαος παπα Πλανάς. Γράφει, λοιπόν, ο Γερων Φιλόθεος Ζερβάκος για τίς αγρυπνίες στόν Άγιο Ελισσαίο και για τόν άγιο Νικόλαο τόν παπα Πλανά: « Κατά το έτος 1905 1907 υπηρετών εις τάς τάξεις του στρατού, εφοίτων εις τήν Βυζαντινήν Μουσικήν Σχολήν « Ιωάννης ο Δαμασκηνος… Ο συμπατριώτης μου Ιωάννης Αλεξάκης… ημέράν τινα λέγει μοι: « Να έλθης εις τόν μικρόν ναόν του Προφήτου Ελισσαίου, εις τόν οποίον γίνονται κατανυκτικαί αγρυπνίαι καί ψάλλουν βυζαντινά οι Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης και άλλοι. Θα ωφεληθής και θα μάθης πολλά αναγκαία, χρήσιμα και ωφέλιμα δια την ιεράν υμνωδίαν.» Μετέβην εις μίαν αγρυπνίαν και τόσον πολύ ηυχαριστήθην και κατενύγην, ώστε συχνάκις καθ½ όλην τήν εβδομάδα είχον εις τόν νούν μου, πότε θα έλθη η ευλογημένη ώρα να υπάγω εις τήν αγρυπνίαν και ότε ήρχετο η ώρα, έτρεχον με χαράν, ώσπερ τρέχει η έλαφος επί τάς πηγάς, δια να πίω εκ του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον και ποτίσω, δροσίσω και ευφράνω τήν διψώσαν μου ψυχήν. Και πράγματι ησθανόμην δρόσον, ευφροσύνην και αγαλλίασιν πνευματικήν και μοι εφαινοντο εις τόν λάρυγγά μου γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον τα λόγια του Θεού, οι ύμνοι, αι δοξολογίαι, τα στιχηρά, τα ιδιόμελα, οι κανόνες, τα κατανυκτικά τροπάρια, τα οποία έψαλλον οι αείμνηστοι καθηγηταί εξάδελφοι Αλέξανδροι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, όχι με φωνάς θυμελικάς και βοάς ατάκτους και αναρμόστους, αλλά, ως λέγει ο Δαβίδ, με σύνεσιν, με συναίσθησιν, με φόβον και τρόμον: « ψάλατε συνετώς, ψάλατε τω Κυρίω εν φόβω και τρόμω». Όταν έψαλλον οι δύο Αλέξανδροι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, ο είς δεξιά και ο άλλος αριστερά, έψαλλον με τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας, που ενόμιζες ότι προσηύχοντο, ότι ίσταντο ενώπιον του αορπανταχού παρόντος Παντοδυνάμου και Παντοκράτορος Θεού και χωρίς να θέλη τις ηλαύνετο ο νούς του ώσπερ υπό μαγνήτου, επρόσεχε, ησθάνετο τα δρώμενα και ενόμιζεν ότι ευρίσκετο εις τόν Ουρανόν, ως ψάλλει ο ιερός υμνωδός… Εις τάς αγρυπνίας εγνώρισα και δύο ιερείς τόν παπα Αντώνιον, εφημέριον του ιερού ναού Αγίου Νικολάου Πευκακίων, και τόν παπα Νικόλαον Πλανά, εφημέριον του ιερού ναού Αγ. Ιωάννου Κυνηγού και οι δύο ακούραστοι, πρόθυμοι εις τάς αγρυπνίας, καλόκαρδοι. Εξαιρέτως δε ο περί ου ο λόγος παπα Νικόλας Πλανάς ήτο απλούς, άκακος, πράος, ακέραιος, απόνηρος, αόργητος, αμνησίκακος, πάντοτε ιλαρός, χαροποιός, γελαστός. Εις τόν παπα Νικόλαον, επειδή ήτο ταπεινός, επέβλεψεν επ½ αυτόν ο Κυριος, ως λέγει ο σοφός παροιμιαστής: « επί τίνα επιβλέψω, λέγει Κυριος, ειμή επί τόν πράον και ταπεινόν τη καρδία και τρέμοντα τούς λόγους» και πάλιν: « εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου» και ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός εν τοίς Ευαγγελίοις μακαρίζει αυτούς: « Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι τήν γην» ( σσ. 115 – 117)
Θα ήθελα να σταθώ, τώρα, σε δύο κείμενα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, που αποκαλύπτουν το ταπεινό μεγαλείο του αγίου Νικολάου του παπα Πλανά. Το πρώτο έχει τόν ενδεικτικό τίτλο « Ιερείς τών πόλεων και ιερείς τών χωρίων» και σ’ αυτό σχολιάζει ο κύρ Αλέξανδρος, με ένα τρόπο θα έλεγα κριτικό και αυστηρό, αλλά έντιμο, όλα τα απαράδεκτα, που συναντά κανείς εκείνα τα χρόνια, σε σχέση με τόν κλήρο τής εποχής του. Ένα κείμενο του 1896, που όμως παραμένει τραγικά επίκαιρο, ώς τίς μέρες μας. Σ΄ αυτό περιγράφεται η αθλιότητα και οι μεθοδεύσεις περί τόν κλήρο και το όλο θέμα τής ιεροσύνης στήν Ελλάδα έκείνων τών χρόνων, το ζητούμενο ήθος τών ιερέων, τίς παρεμβάσεις τών πολιτικών, τίς αθλιότητες εν γένει, για να προβάλει, ως υπόδειγμα και ως παράδειγμα τόν άγιο Νικόλαο, τόν παπα Πλανά, ένα ταπεινό ιερέα από τη Ναξο:
« Μεταξύ τών υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τάς πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Άς μήν εκφωνώσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον.
Γνωρίζω ένα ιερέα εις τάς Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος τών ιερέων και απλοϊκώτερος τών ανθρώπων Δια πάσαν ιεροπραξία αν του δώσης μίαν δραχμήν, η πενήντα λεπτά, η μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Άν δέν του δώσης τίποτε, δέν ζητεί. Δια τρείς δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθία, Λειτουργίαν, Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Άν του δώσης μόνον δύο δραχμάς, δέν παραπονείται. Καθε ψυχοχάρτι φέρον τα μνημονευτέα ονόματα τών τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσεις, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο η τρείς χιλιάδας ονόματα. δέν βαρυέται ποτέ. Η προσκομιδή παρ½ αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία άλλας δύο. Εις τήν απόλυσιν τής Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού, από πρόσφορα η αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε. Μιαν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση. Είχε δέκα η δεκαπέντε δρχαμάς, όλα εις χαλκον. Επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσεν και δέν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τελος είς άλλος χριστιανός έλαβε τόν κόπον και του τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Ε ις τ άς ευχάς , τάς περισσοτέρας λέξεις τάς λέγει ορθώς, εις το Ευαγγέλιον τάς περισσοτέρεσφαλμένας. Θα είπητε, διατί η αντίθεσις αύτη; Αλλά τάς ευχάς τάς ιδίας απαγγέλλει καθ½εκάστην, ενώ τήν δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου, θα τήν αναγνώση άπαξ η δίς η, το πολύ, τρίς του έτους, εξαιρέσει ωρισμέπερικοπών συχνά, αλλά ατάκτως επανερχομένων, ως εις τούς Αγιασμούς, εις τάς Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις τήν ανάγνωσιν, είναι, είναι πολλάκις κωμικά. Κι όμως εξ όλων τών ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δέν γελά. Διατί; Τόν εσυνηθίσαμεν και μάς αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου των Μακαρισμών του Σωτήρος. Τωρα υποθέσατε ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν η νέον. Θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις. Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;» ( Άπαντα, Ε , εκδ. δόμος, Αθήνα 1988, σελ. 195)
Αυτά, μεταξύ άλλων, γράφει ο κύρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο σπουδαίο κείμενό του «Ιερείς τών πόλεων και ιερείς τών χωρίων.» Δέν είναι, λοιπόν, τυχαίο, που αυτός ο ταπεινός και απλοϊκός ιερέας οδηγήθηκε στη χάρη και στόν αγιασμό. Για να μυροβλύσουν τα λείψανα του και σκεπάσουν, « ως οσμή ευωδίας πνευματικής», όχι μόνο το άστυ τών Αθηνών, αλλά και σύμπαντα τόν ελληνισμό. Η χάρη του και η ευλογία του και η αγάπη του μάς ακολουθούν. Μάς σκέπουν. Τόν αισθανόμαστε δίπλα μα, κοντά μας, αυτό τόν ταπεινό ιερέα του δοκιμαζόμενου άστεως τών Αθηνών, συνεχώς.
Έτσι τόν συναντούμε και σήμερα, με έναν άλλο πια τρόπο , μυστικώς και αοράτως, στούς δρόμους τής Αθήνας, αλλά και στο εκκλησάκι του Αγίου Προφήτου Ελισσαίου, που εσχάτως εχει ανοικοδομηθεί, για να φιλοξενήσει και πάλι τίς παλιές εκείνες αγρυπνίες στο άστυ τών Αθηνών.
Στο δεύτερο παπαδιαμαντικό κείμενό, στο διήγημα «Τραγούδια του Θεού», που έχει ως χώρο αναφοράς τόν άγιο Ελισσαίο, εισέρχεται και πάλι η μορφή του αγίου Νικολάου του παπα Πλανά, καθώς διαβάζουμε τα σχετικά με το « θάνατο» και τήν « κηδεία» τής μικρής θυγατέρας του φίλου του Παπαδιαμάντη Νικόλαου Μπούκη, τής Αγγελικούλας.
« Μετά τρείς ημέρας τήν προεπέμπομεν εις τόν τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κι οι ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από τήν « Άμωμον οδόν» έως τόν « Τελευταίον ασπασμόν.» Μονος ο παπα Νικόλας απ τόν Αι Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έκανε χωριστήν ακολουθίαν, εμορμύριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα, από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακουμβήσει. Λεγω τήν ακολουθίαν τών Νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπα Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η κηδεία τών νηπίων.» ( Άπαντα, Δ , εκδ. δόμος, Αθήνα 1988, σελ. 394) Αυτός υπήρξε μέσα από τα κείμενα του Παπαδιαμάντη ο άγιος Νικόλαος ο παπα Πλανάς. Έτσι με αυτό τόν απαλό και διακριτικό τρόπο τόν προσλαμβάνει και τόν προβάλλει ο Παπαδιαμάτης, επωνύμως. Αυτόν τόν σύγχρονο άγιο τής απαλότητος, τής πραότητος, τής ταπεινότητος και τήχάριτος. Στέκομαι, τέλος, στόν Προφήτη Ελισσαίο και στίς ιστορικές εκείνες αγρυπνίες του τέλους του 19 ου αιώνος, με τόν Παπαδιαμάντη, τόν Μωραϊτίδη και τόν άγιο Νικόλαο παπα Πλανά, αλλά και αργότερα, μέχρι που η ανθρώπινη πλεονεξία τόν κατεδάφισε, για να δοθεί η χάρη, εσχάτως να ανοικοδομηθεί, με τα ίδια τα υλικά, που απέμειναν εκεί, από το 1943. Για τίς αγρυπνίες εκείνες είδαμε το κείμενο του Γεροντος Φιλόθεου Ζερβάκου. Αλλά και σε νεότερους, αφιερωματικούς στόν Παπαδιαμάντη, τόμους συναντούμε να αναδημοσιεύονται παλαιότερα κείμενα, που φωτίζουν όλες αυτές τίς σχεδόν μυθικές ολονυχτίες και αγρυπνίες, στίς οποίες πρωταγωνιστούσαν Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης στο άστυ τών Αθηνών. Στέκομαι, έτσι, σε ένα κείμενο του Γεράσιμου Βωκου, με τίτλο « Αγρυπνία εις τόν Άγιον Ελισσαίον.». Πρωτοδημοσιεύτηκε στήν εφημερίδα « Ακρόπολις» τών Αθηνών, στίς 8 Μαρτίου του 1894, ανατυπώθηκε στη « Νεα Εστία» Χριστούγεννα 1934, απ όπου αναδημοσιεύεται στόν τόμο « Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο το», Πρόλογος Επιογή: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Οι Εκδόσεις τών Φιλων, Αθήνα 1979, σσ. 15 -23 . Αλλά και στόν τόμο « Λεύκωμα Παπαδιαμάντη», εκδ. Ergo, Αθήνα 2001, π ου επιμελήθηκε μ έΔημητρακόπουλος, συνατούμε μια σειρά από κείμενα, που αναφέροντστόν Άγιο Ελισσαίο, στίς αγρυπνίες, που εγίνοντο εκεί, αλλά και στήν τύχη που είχε ο ναός, το 1943, όταν ο ιδιοκτήτης του, μεσούσης τής κατοχής, και παρά τίς αντιδράσεις, τόν κατεδάφισε. Έτσι, μεταξύ άλλων, στο Λεύκωμα έχουμε σχέδια του ναού του Αγίου Ελισσαίου στη σελ. 87, και στήν σελ. 88 τη γνωστή φωτογραφία του Γ. Βαλέτα του 1944, το κείμενο στήν εφημερίδα « Καθημερινή» στίς 4 Μαΐου 1944, με τίτλο « Ο παλαιός ναός του Προφήτου Ελισσαίου, που υπογράφει ο « Αρχαιόφιλος», « Οι ολονυχτίες», κείμενο του Γιάγκου Αργυροπούλου» στήν « Κυριακή Ελευθέρου Βηματος», στίς 24 Απριλίου 1924, « Ο Παπαδιαμάντης Ψαλτης, Χριστούγεννα στόν Άγιο Ελισσαίο» με υπογραφή Φ. Γ. στήν « Εθνική», στίς 25 Δεκεμβρίου του 1938, « Άγιος Ελισσαίος» στήν « Πρωΐα», στίς 25 Ιουλίου 1943, δυό κείμενα του Κωστή Μπαστιά, το 1960 και 1963, με τίτλο « Ένα πνευματικό φυτώριο» και « Ένα μνημείο», και άλλα πολλά, που ακολουθούν μέχρι τίς μέρες μας. Όλα αυτά παραπέμπουν στο φιλακόλουθο ήθος τών ορθοδόξων, στήν ευλάβεια τών ανθρώπων, στήν ανάδειξη του άλλου, που μάςπαραδίδει η Αγιορείτικη παράδοση, αλλά και στήν αναζήτηση του αγιασμού και τής χάριτος, σε εποχές αλλοτρίωσης και ερημίας. Δινω, ολοκληρώνοντας, ένα απόσπασμα από το κείμενο του Γερ. Βωκου: «Έψαλλε δε ο συγγραφεύς τής « Νοσταλγού» μετά ζέσεως και πάθους αληθινού, εντείνων τήν φωνήν, τηρών τόν χρόνον δια βιαίας καταφοράς τής χειρός του επί του ερείσματος του στασιδίου, τηρών τήν τάξιν του ναού… Ο άλλος απέναντι, ο συγγραφεύς του « Δεκατιστού», είχε το ήθος ταπεινότερον και εφαίνετο βυθισμένος εις όνειρον θρησκευτικής αφοσιώσεως και λατρείας… Και ήτο το θέαμα τών δύο αυτών από Σκιάθου θεοπνεύστων συγγραφέων κατανυκτικώτατον και εγώ απεθαύμαζον αυτούς…»
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου