Όταν ευρέθη ο πνιγμένος, ακριβώς κάτω από τον βράχον του Κοιμητηρίου, ανάμεσα εις την Μεγάλην Άμμον κ᾿ εις τον Ταρσανάν, ολίγον ακόμη ήθελε να βασιλέψη ο ήλιος, ή μάλλον να κρυφθή οπίσω από το γείτον βουνόν αντικρύ. Τότε αι αρχαί του τόπου ―ο Ειρηνοδίκης του πάλαι ποτέ ειρηνοδικείου, κι ο Νωματάρχης ο αστυνομεύων― απεφάνθησαν ότι έπρεπε να μείνη ολονυχτίς άταφος, επειδή ήτο ανάγκη να τον σχίσουν οι γιατροί, διά να βεβαιωθή αν ήτον πνιγμένος ή δεν ήτον.
Κ᾿ ήτον καλής ψυχής άνθρωπος, ο συχωρεμένος ο Κώστας του Σταματάκη. Φαίνεται, είχε τάξει εις την Παναγίαν την Κ᾿νιστριώτισσαν, να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της μικράς νήσου του —εκεί επάνω εις τον θαλασσόπληκτον βράχον, όπου τα κύματα φαίνονται να τραγουδούν μυστηριώδες νανούρισμα εις τους νεκρούς— κ᾿ η Παναγία η Κ᾿νιστριώτισσα του παρεχώρησε το ταπεινόν αίτημα, αφού από την στιγμήν που έπλευσε ναυαγός εις το κύμα, και απέδωκε την απλοϊκήν ψυχήν του πελαγωμένος εις την πάλην με τον Χάρον τον θαλάσσιον, δεν έπαυσε ν᾿ αντικρύζη τον έρημον ναΐσκον της πέραν, εις το δυτικόν πλάγι του χαριτωμένου νησιού. Εκεί λοιπόν αγνάντευε, κ᾿ εκεί ήτον προσκολλημένος ο πόθος του, μέχρι της τελευταίας στιγμής του. Κ᾿ εκεί άσπριζεν ακόμη το παλαιόν έρημον μοναστηράκι, προκύπτον μέσα από βαθείαν χλόην ανάμεσα εις τας πίτυς και τας καστανέας, ολίγον υψηλότερα από την ωραίαν θαλασσίαν αγκάλην του Ασέληνου, όπου εβασίλευε γλυκά σιγά ο ήλιος, ως να έκρυπτεν ολίγον κατ᾿ ολίγον τα χρυσά και στίλβοντα στολίδια του μέσα εις τον θησαυρόν του.
Κι όταν η μικρά καμπάνα εκάλει τους αγροίκους βοσκούς του βουνού εις την προσευχήν ―οι οποίοι δεν επήγαιναν, αλλ᾿ ίσως να έκαναν μακρόθεν ένα σταυρόν, αν ήξευραν ακόμη να κάμουν τον σταυρόν τους― κ᾿ εδιάβαζεν ο πάτερ Εφραίμ ο πνευματικός τον Εσπερινόν, μαζί με τον Μιχαίαν τον υποτακτικόν του, κατέβαινε τα σκαλοπάτια ο γέρων έως την βρύσιν, διά ν᾿ απολαύση και άπαξ ακόμη την γλυκείαν μελαγχολίαν της μοναξιάς μέσα εις την περιοχήν εκείνην, την οποίαν αυτός είχεν ονομάσει «γωνίαν του Παραδείσου». Και της βρύσης το μάρμαρον, τον κρουνόν και την λεκάνην, τα είχε φάγει το νερόν. Και μόλις ημπορούσε να διαβάση τις, μισοσβησμένους, τους ιαμβικούς στίχους, τους οποίους είχε γράψει ποτέ επί του μετώπου της πηγής, ο διάσημος ασκητής, ο αββάς Διονύσιος: «Χείρας, πρόσωπα και πόδας νίπτων αβρώς, ομού δε και διαυγές νυν ύδωρ πίνων, της καλλιρρείθρου τήσδε της κρήνης, ξένε, ψυχής τότε μνήσθητι Διονυσίου».
Και ψηλά εις το πλάγι, σιμά εις την κορυφήν του βουνού, ίστατο ακόμη ορθός ο χιλιετής πεύκος, οπού εις τους κλάδους επάνω, ανάμεσα στους κλώνάς του, είχεν ευρεθή ένα καιρόν αιωρουμένη η λαμπρά Εικών της Παναγίας. Ο πεύκος ομοιάζει με άνθρωπον οπού δεν εκάρη την κόμην εις όλην την ζωήν του. Από τριακοσίων χρόνων και πλέον κανείς δεν εξάμωσε να κόψη φύλλον από το γιγαντιαίον δένδρον. Όλοι οι κωνίσκοι, οι καρποί του πεύκου, μυριάδες αναρίθμητοι, εξ αμνημονεύτων χρόνων εκρέμαντο ανάμεσα εις τους κλώνάς του. Είναι βέβαιον ότι εκεί επάνω ευρέθη μίαν πρωίαν, εις τα χίλια εξακόσια τόσα, η Εικών της Παναγίας. Ήτο ζωγραφισμένη ως προτομή παιδίσκης, χωρίς να έχη τον Χριστόν βρέφος εις τας αγκάλας της, και διά τούτο εσχετίσθη με τα Εισόδια, όταν προσεφέρθη «ως τριετίζουσα δάμαλις» εις τον ναόν του Θεού. Και ο ναΐσκος του μικρού ασκητηρίου, όπως ήτο τότε το ύστερον κτισθέν μοναστήριον, ετιμάτο επ᾿ ονόματι των Εισοδίων. Η ευρεθείσα παραδόξως τότε εικών, εφάνη εις τους Χριστιανούς τους τότε ως να ήτο αθώα κόρη ευαίσθητος, ήτις ενέδωκεν εις την επιθυμίαν να κάμη κούνια, να λικνισθή αιωρουμένη επί των κλάδων του δένδρου· και διά τούτο επωνομάσθη Παναγία η Κουνίστρα ή Κ᾿νιστριώτισσα.
Εκείνο το παλαιόν ασκητήριον, το οποίον ασπροβολά ανάμεσα εις την βαθείαν πρασινάδαν της κοιλάδος, εις όλην την παραθαλασσίαν φάραγγα την πολυσχιδή από τις ράχες και τις ρεματιές, αντίκρυζεν ο πνιγμένος νεκρός, όταν αρμένιζεν επί ημέρας διά να πλεύση από τους κρημνώδεις αιγιαλούς των υπωρειών της Όσσης και του Πηλίου εις την βάσιν του θαλασσίου λόφου, όπου λευκάζουν τα Μνημούρια της μικράς πατρίδος του, εκεί όπου προσκυνεί τους βράχους το μόλις δαμασθέν μετά γογγυσμών και υλακτούν κύμα. Και το μικρόν πλοίόν του, βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός, έπλεεν από Σαλονίκης εις Ζαγοράν και έμπαλιν, φορτωμένον και ξαναφορτωμένον. Ήσαν οι δύο αδελφοί, ο Γιάννης κι ο Κωσταντής του Σταματάκη, και μαζί των επέβαινεν ο έμπορός των. Μήλα και πατάτες και κάστανα εκόμιζον προς τους Εβραίους της Σαλονίκης, διά να τους ξαναφορτώσουν οι Εβραίοι εκείθεν άλλα είδη, λ.χ. όσπρια ανακατωμένα, ολίγα πρόσφατα της χρονιάς, όσον διά δείγμα, και πολλά περυσινά ή προπέρσινα σαπρακωμένα.
Η βάρκα ήτον ιδιοκτησία του Γιάννη, του νεωτέρου αδελφού, όστις και επλοιάρχει. Αυτή ήτον η περιουσία του εις τον κόσμον. Όσον διά τον Κώσταν, ούτος δεν είχεν αποκτήσει ποτέ τίποτε. Είχε λάβει γυναίκά ποτε, και είχεν αποκτήσει εν παιδίον. Είτα το παιδίον απέθανεν εις τον μαζόν της μητρός του, η δε γυνή εφονεύθη, νομίζω, πεσούσα από του εξώστου, εν εκστάσει φρενών. Έκτοτε έμεινεν ελεύθερος, τόσω μάλλον, όσω ήτο εις θέσιν να εκτιμήση την ελευθερίαν του, και να μη την απεμπολήση πλέον. Έκυπτε την κεφαλήν, εκάπνιζεν, έπινε καφέ, και δεν ωμίλει. Ποτέ δεν έβγαζε λόγον από το στόμα του. Ήτο πλέον ή πενήντα ετών, κ᾿ εσυντρόφευε τον νεώτερον αδελφόν του, κ᾿ εθαλασσοπνίγετο προθύμως μαζί του, εν άκρα υπακοή. Ο Γιάννης ήτο ολιγώτερον των πενήντα ετών την ηλικίαν, είχε δε οικογένειαν, σχεδόν μισήν δουζίνα παιδιά.
Ήσαν και αυτοί θύματα της τοκογλυφίας των 36 τοις εκατόν, και «το διάφορο κεφάλι», όπως και τόσοι άλλοι. (Το ομοιοτέλευτον δεν το έκαμα εκ προθέσεως.) Ο τοκογλύφος, βίαιος επαίτης, (και ενίοτε ο επαίτης, ύπουλος τοκογλύφος· ― ποίον εκ των δύο θηρίων είναι το χαλεπώτερον!) με τα «θαλασσοδάνεια», και με το 36 τοις %, είχε καταστρέψει προ πολλού το ναυτικόν του τόπου των, και είχεν εξανδραποδίσει όλον τον λαόν. Κλήρος και μοίρα και προορισμός των δύο αδελφών, όπως και τόσων άλλων, ήτο να θαλασσώνουν, να παραδέρνουν, να βασανίζωνται χειμώνα καιρόν με την ψυχήν στα δόντια, να «θανατούνται όλην την ημέραν, ως πρόβατα σφαγής». Τέλος… εσώθηκαν τα βάσανά του. Μίαν νύκτα, την προτελευταίαν του Νοεμβρίου, ημέραν του φεγγαριού, οπού ήτο φοβερά ταραχή και τρικυμία… και το μεν πρώτον κύμα εσάλευσεν εκ βάθρων, δηλ. εκ της τρόπιδος, την βάρκαν, το δεύτερον κύμα την εγέμισε νερά, διά να πλέη ίσα με την επιφάνειαν της θαλάσσης, το δε τρίτον κύμα, το σφοδρότερον, την εσπλαγχνίσθη, και της έδωκεν τον τελειωτικόν κτύπον, την κατεπόντισε.
*
* *
Δεν απείχε μίλια από την στεριάν το μέρος όπου κατεποντίσθησαν. Ο Γιάννης ήτο δεινός κολυμβητής. Με το υποκάμισον και με την «σκελέαν» έπλευσεν, έπλευσε, κ᾿ έφθασεν εις τους βράχους του γιαλού, εις μίαν απότομον ακτήν της Αγυιάς. Εκτύπησεν, εμωλωπίσθη, επρήσθη, και μισοπνιγμένος, παγωμένος, επάτησεν επί της ξηράς. Ήτο λυκαυγές ήδη. Αφού εβυθίσθη η βάρκα, ύστερον ήρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, διά να «μετανοήση όποιος επνίγη», ή ίσως, διά να φωτισθούν τα ναυάγια. Ο Γιάννης εκοίταξε παντού, δεξιά, αριστερά, προς τα άνω, προς τα κάτω· δεν είδε πουθενά καλύβην, ούτε άνθρωπον. Μισοπαγωμένος, ζαλισμένος όπως ήτον, ως αλλόκοτον όνειρον αισθανόμενος την ζωήν, μη βλέπων αλλού που δρόμον ούτε μονοπάτι, ήρχισε ν᾿ αναρριχάται την κρημνώδη ακτήν. Εγλίστρα, επιάνετο μανιωδώς από τους θάμνους, έπιπτεν, εσηκώνετο. Τέλος έφθασεν εις την κορυφήν της ακτής. Οι άνθρωποι, όσοι είδαν ύστερον τα ίχνη του, διά να πιστεύσουν οφθαλμοφανώς εις την απεγνωσμένην αναρρίχησίν του, έκαμναν τον σταυρόν των. Εις δε νεαρός διδάσκαλος του γείτονος χωρίου, συγκινηθείς, έκλαιε μετά λυγμών. Ο ίδιος ο σωθείς ναυτίλος έβλεπε τα ίχνη του ιδίου εαυτού του και δεν επίστευεν.
Εύρε φιλανθρώπους βοσκούς και ξενίαν πρόθυμον εις την καλύβην των. Τον έθαλψαν, τον ανεζωογόνησαν, του έδωκαν μίαν κάπαν και βλαχόκαλτσες και τσαρούχια. Οι καλοί άνθρωποι έψαξαν εις όλους τους γείτονας αιγιαλούς, μήπως εύρωσι πτώμα ναυαγού ή ναυάγιον, ή άνθρωπον ζώντα ακόμη. Πουθενά τίποτε. Ο έμπορος του φορτίου, ο κυρ Στάθης ο πραματευτής, «ούτε ήτον, ούτ᾿ εφάνη». Ο αδελφός του Γιάννη, ο Κώστας, ήτο καλός ναύτης, σχεδόν όσον και ο αδελφός του, κ᾿ εκολύμβα εξ ίσου καλά. Πώς δεν εφάνη; Κατά πού έβαλε πλώρην τάχα; Όπως και αν έχη, αν τυχόν επνίγη, κ᾿ εσώθη αυτός (διελογίζετο ακουσίως, θρηνών μέσα του, ο Γιάννης ο διασωθείς) η θάλασσα φαίνεται να έκαμεν επιεικώς καλήν κρίσιν την φοράν αυτήν· διότι αυτός είχε γυναίκα και πέντε ή εξ παιδιά, κ᾿ εκείνος δεν είχε «κανένα στον κόσμον!» Τον συλλογισμόν δε τούτον έκαμαν μεγαλοφώνως πλέον ή χίλιοι άνθρωποι, ύστερον, όσοι ήκουσαν το δράμα, κ᾿ εγνώριζον τας περιστάσεις των προσώπων.
*
* *
Όταν, μετά εννέα ή δέκα ημέρας, επέστρεψεν ο ναυαγός εις την πατρίδα του, και απήλαυσεν, ως «υστερόποτμος», οιονεί από τον άλλον κόσμον ερχόμενος, το θάλπος της πτωχικής του εστίας, την ιδίαν ημέραν, προς εσπέραν, πράγμα οπωσούν παράδοξον συνέβη.
Οδοιπόροι διαβάται, από τους αγρούς επανερχόμενοι, περνώντες την μακράν άμμον, πέραν του δυτικού ναυπηγείου, και κάτω από τον περίβολον του Κοιμητηρίου της πολίχνης, είδαν νεκρόν πνιγμένον, πτώμα φουσκωμένον, μισοσφιγμένον από την άλμην, και όχι πολύ οδωδός. Ποίος ήτο; Ξένος τις, άγνωστος; Όχι. Ήτο πατριώτης, γνωστός· όλοι οι ιδόντες τον ανεγνώρισαν. Ήτον ο Κωσταντής, υιός του Σταματάκη, από τον Επάνω Μαχαλάν.
Επήγαν και είπαν την είδησιν εις τους αδελφούς του· εις τον Γιάννην, τον μόλις ανασωθέντα ναυαγόν, κ᾿ εις τον νεώτερον Γιώργην τον εσχάτως παλιννοστήσαντα εκ της Αμερικής. Οι άνθρωποι έτρεξαν, τον ανεγνώρισαν, τον έκλαυσαν. Έκειτο επί του ρηχού αιγιαλού, σιμά εις τους χαμηλούς βράχους της ακτής· οι πόδες του είχον αναπαυθή επί της άμμου, η κεφαλή και το στήθος του ελικνίζοντο ακόμη εις το κύμα. Έστειλαν είδησιν εις τας αρχάς, πριν τον θίξουν, παρήγγειλαν εις τους οικείους των να φέρωσι σινδόνια και φορέματα διά να συστείλωσι τον νεκρόν.
Τέλος ήλθαν ο Νωματάρχης της αστυνομίας, κι ο Ειρηνοδίκης του πάλαι ποτέ ειρηνοδικείου. Και πλήθος περιέργων, ή και ενδιαφερομένων ηκολούθησε τους εν τέλει. Τότε ήρχισεν έκαστος να εκφέρη τας εικασίας του. Μήπως ο Γιάννης ο αδελφός του είχε φέρει τον νεκρόν μαζί του, όταν έφθασε χθες πρωί, με το βαποράκι τον «Καφηρέα», και τον είχε ρίψει λάθρα εκεί εις τον αιγιαλόν; Πρώτη άτοπος υπόθεσις. Δευτέρα πιθανή υποψία· κάποιος ναυβάτης, αλιεύς ή πορθμεύς, με πέραμα ή με βάρκαν, κάποια ψαροπούλα ή τράτα, θα εύρεν ίσως τον πνιγμένον πλέοντα εις το πέλαγος, μίλια μακράν, τον ώκτειρε, και ηθέλησε να τον φέρη έως εδώ, διά να τύχη χριστιανικής ταφής ο ατυχής ποντοπόρος. Και αφού τον έφερεν έως εδώ, τον άφησε σιμά εις τον γιαλόν, έκθετον. Ιδού και νεκρός έκθετος, ως να έλεγέ τις, βρέφος νόθον διά τον άλλον κόσμον.
Και διατί να λάβη τον κόπον να τον φέρη έως εδώ, κ᾿ ύστερα να τον αφήση λαθραίως και να φύγη; Τί είδους λαθρεμπόριον ήτον αυτό; Προφανώς, κατά την συλλογιστικήν μέθοδον των ούτω σκεπτομένων, διότι εφοβείτο μην εύρη ο άνθρωπος τον μπελά του με τας αρχάς και εξουσίας που έχομεν εις τον τόπον αυτόν· «Έλα δω, βρε. Και πού τον ηύρες αυτόν; Και πώς τον έφερες εδώ; Και τί ξέρεις να μας πης; Και από τί θάνατον πάει; Και εις ποίον μέρος τον είδες, ακριβώς; Δεν ηύρες άλλο τίποτε; Και μην τον έψαξες; Τί ηύρες επάνω του; Δεν είδες άλλον άνθρωπον εκεί κοντά; Μήπως τον εσκότωσε κανείς; Άλλο τίποτε ξέρεις;… Μα πώς τον έφερες εδώ, επί τέλους;» Όλαι αι αλλεπάλληλοι ερωτήσεις θα εφαίνοντο να κρύπτουν περίπου την ενδόμυχον σκέψιν· «Μην τον εσκότωσες, ή μην τον έπνιξες;… και τώρα μας τον εκουβάλησες εδώ διά να βγης λάδι;… Κοίταξε καλά. Μη θαρρής πως θα μας γελάσης. Όλοι Ρωμιοί είμαστε», κτλ.
*
* *
Η απορία δεν ελύθη. Όλοι οι πονηρευόμενοι δεν επείσθησαν. Το γνησιώτερον μέρος του απλού λαού επίστευσεν εις το θαύμα. «Καλός άνθρωπος ήτον. Μέγα πράγμα δεν εζήτησε. Καθώς επνίγετο, παρεκάλεσε μόνον την Μητέρα του Θεού να τον αξιώση να ταφή εις το χώμα της πατρίδος του, και να μην επιτρέψη να τον φαν τα ψάρια. Κ᾿ η Παναγία, η θαματουργιά, οπού αντίκρυζεν ο πνιγμένος το παλαιόν μοναστηράκι της, και τον βαθυπράσινον λόφον με τα πεύκα τα γιγαντιαία όπου την εύρόν ποτε επί αιώρας, να λικνίζεται ως αθώα παιδίσκη, του παρεχώρησε το ταπεινόν αίτημά του».
Ο άνθρωπος αφήκε την τελευταίαν πνοήν υπό το κύμα, όπου εβυθίσθη κατ᾿ αρχάς, είτα το νεκρόν σώμα ανέδυ εις την επιφάνειαν, κ᾿ έβαλε πλώρην, καθώς είπεν ο αδελφός του, φερόμενον υπό των κυμάτων, κατά την νοτιάν· και αρμένισεν, αρμένισε πολλά μίλια εωσότου έφθασεν εις το θαλάσσιον τρίστρατον, τον πλατύν πορθμόν, τον μεταξύ του Αρτεμισίου, της Σηπιάδος άκρας του Παγασαίου κόλπου, και των Σποράδων. Εκεί εταλαντεύθη πολύ, συρόμενον πότε από τα ρεύματα, πότε ωθούμενον από τ᾿ απόγεια της ξηράς και από τας θαλασσίας αύρας, τέλος έβαλε πλώρην κατά τον λεβάντην και τον σορόκον. Διαπόντιος νεκρός, χωρίς ποτέ να γίνη υποβρύχιος. Τα κύματα ως να ώκτειρον τον ποτέ ναύτην, μαλακά μαλακά τον προέπεμπον εις τον πένθιμον δρόμον του. Τα ψάρια του αφρού επήδων τριγύρω του, εδοκίμαζον να τον πλησιάσουν, και πάλιν, ως να ηλαύνοντο από αόρατον δύναμιν, έφευγον μακράν του. Τα δελφίνια τον παρέκαμπτον ευλαβώς, αι φώκαι εκρύπτοντο εις τα υποβρύχια άντρα των, τα σκυλόψαρα υπεχώρουν εις την διάβασίν του. Ο θαλασσοπόρος νεκρός, ως να είχεν ακόμη πυξίδα και πηδάλιον εις αυτό το σκέλεθρόν του, δεν έχασε ποτέ την κατεύθυνσίν του. Διέπλευσεν ακόμη οκτώ ή δέκα μίλια, όλον το νότιον πλάτος της μικράς νήσου του, και είτα εστράφη πάλιν. Έβαλε πλώρην κατά τον βορράν, και ήρχισε να εισπλέη τον λιμένα της πατρίδος του…
Είχε διανύσει περί τα σαράντα μίλια, εις τόσας πολλάς ημέρας. Δεν ήτο ταχύς, αλλά βραδύς εις τον πλουν του. Δεν εβάδιζεν εις την χαράν του, έβαινεν εις την κηδείαν του. Και δεν ηδυνήθη να προσεγγίση εις καμμίαν μεμακρυσμένην θαλασσίαν αγκάλην, δεν επήγε να σταματήση εις κανένα απόκεντρον όρμον, εις κανένα έρημον αιγιαλόν της νήσου του. Δεν εστάθη ν᾿ αναπαυθή εις καμμίαν ύφαλον, εις καμμίαν σύρτιν ή άμμον. Επήγε κατ᾿ ευθείαν προς τον θαλάσσιον λόφον του Κοιμητηρίου εις τα δυτικά της πολίχνης, και προσωρμίσθη εις την μικράν ακτήν, κ᾿ εκεί έμεινε. Η ζωή του αθόρυβος, ταπεινή και μετριόφρων. Εις τον θάνατόν του δεν ήθελε να δώση κόπον εις τους ανθρώπους. Προς τί να τον κουβαλούν εις οικίαν, εις εκκλησίαν, και να τον πομπεύουν διά της αγοράς; Αγοραίαν κηδείαν δεν ήθελεν. Ήρκει να ευρεθούν δύο χριστιανοί να τον ανεβάσουν ολίγα βήματα παραπάνω, ήρκει να σκάψουν δυο τρείς σπιθαμάς εις το χώμα να τον καλύψουν, και θα εύρισκον το έλεος εις την ψυχήν των. Αν ο παπα-Στάμος ή ο παπα-Γληόρης ή και ο πάτερ Ιωακείμ ακόμη, ο μοναχός ο περιπλανώμενος, ήρχετο να είπε το Μετά πνευμάτων, καλώς θα είχεν· άλλως ο Θεός τα ήξευρε.
*
* *
Εντούτοις, αφού μετεφέρθη ο νεκρός εντός του περιβόλου των Μνημάτων, αι αρχαί απεφάνθησαν ότι, επειδή ήτο περί δύσιν ηλίου, δεν ήτο καιρός να γίνη νεκροψία, διά να βεβαιωθή αν ήτο πράγματι πνιγμένος ο νεκρός. Όθεν έπρεπε να μείνη όλην την νύκτα άταφος μέχρι της πρωίας.
Την νύκτα, εις το καφενεδάκι του Αλέξη του Μπαρμπαδήμου μία παρέα εύθυμος συνεζήτει περί τάφων και νεκρών. Ο Ντάκης του Αγγούδη έβαλε στοίχημα με τον Τάκην του Πατάκη, αν ο πρώτος ήτο ικανός να υπάγη περί τα μεσάνυκτα εις το Νεκροταφείον, να εισέλθη ολομόναχος, και να μείνη επί μίαν ώραν εις το ύπαιθρον, πλησίον του πνιγμένου, του ατάφου νεκρού. Διότι ο άτυχος είχε, βλέπετε, μετά θάνατον την μοίραν του Αίαντος του Μαστιγοφόρου. Μετά το δράμα του θανάτου, νέον δράμα επλέκετο περί της ταφής. Ευτυχώς η παρέα ήτο από εκείνας οπού μέχρι λόγων φθάνουσιν, αλλά και δεν νοούσιν οπόση ασέβεια ενυπάρχει εις τους λόγους.
Τέλος ανέτειλεν η πρωία, κ᾿ επήγαν οι ιατροί… «Μη τοις νεκροίς ποιήσεις θαυμάσια; ή ιατροί αναστήσουσι, και εξομολογήσονταί σοι;» Μάτην διεμαρτύροντο οι οικείοι του νεκρού, ότι η αιτία του θανάτου ήτο εδώ φανερά, αυταπόδεικτος και μεμαρτυρημένη.
Μετά δύο ώρας έλαβε τέλος το ανωφελές βάσανον, και ο νεκρός απεδόθη εις την γην. Ετάφη εις την εσχάτην γωνίαν του περιβόλου, την πλησιεστέραν προς την θάλασσαν.
Μή μ' άκλαυτον, άθαπτον ιών όπιθεν καταλείπειν…
σήμα τε μοι χεύαι πολιής επί θινί θαλάσσης.
(1910)
[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 4, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 2005, σ. 341-348]
εικόνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου