Γιατί μας λείπει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης;
Μία
ανεξήγητη ροπή προς την παπαδιαμάντεια γραμματεία έκανε τον γράφοντα να
αγαπήσει πολύ τον μεγάλο Έλληνα διηγηματογράφο, με τον οποίον έχει και
μία εξ αγχιστείας συγγένεια, με την ελπίδα ότι όλοι οι Έλληνες θα τον
αναζητήσουν εκ νέου μέσα από τα γραπτά του κείμενα, που αποτελούν
ορόσημο στην παγκόσμια λογοτεχνία!..
ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ λίγοι οι Έλληνες που αγάπησαν παράφορα τον κυρ-Αλέξανδρο, τον
μεγάλο Σκιαθίτη διηγηματογράφο, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851-1911).
Και ασφαλώς ο γράφων που τον θεωρεί όχι μόνον «άγιο των γραμμάτων», αλλά
και πνευματικό του πατέρα, αδελφό, φίλο ή κάτι τέτοιο. Ας καταθέσω,
όμως, μία μαρτυρία:
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης όταν ήρθε στην Αθήνα πήγαινε κάθε Κυριακή μαζί με τον ξάδελφό του τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και εκκλησιαζόταν στο μικρό εκκλησάκι του παπα Νικόλα Πλανά, που αργότερα έγινε άγιος της Εκκλησίας μας. Μιλάμε για το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου ο παπα-Πλανάς λειτουργούσε καθημερινά. Έλεγε μάλιστα πως κάθε φορά που λειτουργούσε ανερχόταν μισό μέτρο πάνω από το έδαφος λες και πετούσε! Έτσι, τουλάχιστον, τον έβλεπαν τα μάτια του άδολου κυρ-Αλέξανδρου!
Στη συνέχεια ο Παπαδιαμάντης ανέβαινε προς την οδό Κομνηνών, όπου ήταν το σπίτι ενός συγγενούς του Παπαγεωργίου και καθόταν με τις ώρες συζητώντας στον κήπο του σπιτιού.
Η κόρη αυτού του ανθρώπου, Μαρία Παπαγεωργίου, τον θυμόταν να έχει πάντα το γνωστό μαύρο πανωφόρι του, που φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, και τα χέρια να είναι πάντα σταυρωμένα και κατακίτρινα από το τσιγάρο!
Αυτή λοιπόν την κοπέλα, που ήταν πανέμορφη, την ερωτεύτηκε και τη νυμφεύτηκε ο θείος του γράφοντος, Χρήστος Ζαφειρόπουλος, ο οποίος ήταν Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού (έγινε Ταξίαρχος ε.α.) με αποτέλεσμα να γίνουμε με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη συγγενείς εξ αγχιστείας, λες και ήταν μια μοίρα που αναζητούσε ο ίδιος ο γράφων!
Ενθυμούμαι τον θείο μου όταν πήγαινε κάθε χρόνο στη Σκιάθο και μου έστελνε πάντα μία καρτ-ποστάλ με το σπίτι του Παπαδιαμάντη σημειώνοντας πίσω στην κάρτα: «Επειδή ξέρω πόσο αγαπάς τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Με αγάπη Μπαρμπα-Χρήστος»!...
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης όταν ήρθε στην Αθήνα πήγαινε κάθε Κυριακή μαζί με τον ξάδελφό του τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και εκκλησιαζόταν στο μικρό εκκλησάκι του παπα Νικόλα Πλανά, που αργότερα έγινε άγιος της Εκκλησίας μας. Μιλάμε για το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου ο παπα-Πλανάς λειτουργούσε καθημερινά. Έλεγε μάλιστα πως κάθε φορά που λειτουργούσε ανερχόταν μισό μέτρο πάνω από το έδαφος λες και πετούσε! Έτσι, τουλάχιστον, τον έβλεπαν τα μάτια του άδολου κυρ-Αλέξανδρου!
Στη συνέχεια ο Παπαδιαμάντης ανέβαινε προς την οδό Κομνηνών, όπου ήταν το σπίτι ενός συγγενούς του Παπαγεωργίου και καθόταν με τις ώρες συζητώντας στον κήπο του σπιτιού.
Η κόρη αυτού του ανθρώπου, Μαρία Παπαγεωργίου, τον θυμόταν να έχει πάντα το γνωστό μαύρο πανωφόρι του, που φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, και τα χέρια να είναι πάντα σταυρωμένα και κατακίτρινα από το τσιγάρο!
Αυτή λοιπόν την κοπέλα, που ήταν πανέμορφη, την ερωτεύτηκε και τη νυμφεύτηκε ο θείος του γράφοντος, Χρήστος Ζαφειρόπουλος, ο οποίος ήταν Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού (έγινε Ταξίαρχος ε.α.) με αποτέλεσμα να γίνουμε με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη συγγενείς εξ αγχιστείας, λες και ήταν μια μοίρα που αναζητούσε ο ίδιος ο γράφων!
Ενθυμούμαι τον θείο μου όταν πήγαινε κάθε χρόνο στη Σκιάθο και μου έστελνε πάντα μία καρτ-ποστάλ με το σπίτι του Παπαδιαμάντη σημειώνοντας πίσω στην κάρτα: «Επειδή ξέρω πόσο αγαπάς τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Με αγάπη Μπαρμπα-Χρήστος»!...
ΠΩΣ ΤΟΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΕ Ο ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
Είναι
μια ευκαιρία να δούμε πώς ο Παύλος Νιρβάνας έπεισε τον Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί, όπως τουλάχιστον διαβάζουμε στο περιοδικό
«ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τεύχος 163 της 1ης Οκτωβρίου 1933:
(Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα)
«Ο
καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του
με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του
σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ “η περιέργεια του
Κοινού”.
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. ”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
-Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περίεργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων. (…)
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ»
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. ”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
-Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περίεργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων. (…)
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ»
ΛΕΙΠΕΙ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ;
Ασφαλώς
και λείπει ο Παπαδιαμάντης!.. Μας λείπει η πνευματική διαύγειά του, η
σοφία του, οι γνώσεις του, η νεστόρεια λογική και η σύνεσή του. Για όλα
τα καθημερινά πράγματα ο «κυρ-Αλέξανδρος» είχε μια εξήγηση ή μία
ερμηνεία:
-- «Πώς δύναταί τις να γίνη ανήρ χωρίς ν’ αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον, και δεκάκις ν’ απατηθή; («Ολόγυρα στη λίμνη»)
-- Μία δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της. («Η χτυπημένη»)
-- Ό,τι είναι παράδοσι εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν.
-- Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. («Βαρδιάνος στα Σπόρκια»)
-- Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης.
-- Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος.
-- Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων. (Οι χαλασοχώρηδες)
-- Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι. («Οι αλαφροΐσκιωτοι»)
-- Ο άνθρωπος, αν και ως κοινωνικόν ζώον έπρεπε ν’ αγαπά τους πάντας, όλον τον κόσμον, επειδή έχει την ανάγκην των και δεν ημπορεί μόνος να ζήση, μ’ όλα ταύτα, κατ’ ουσίαν, ουδένα αγαπά, ειμή μόνον τον εαυτόν του, τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν… («Τα ρόδινα ακρογιάλια»)
-- Φαίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο, όσο σιγουράρει κανείς, τόσο περίπλοκος βρίσκεται. («Αγάπη στο γκρεμνό»)
-- Ο κόσμος θα εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα – κούτσα, πότε σήκω – πέσε με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου. Και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν κι εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν. («Τα μάγια της δασκάλας»)
-- Ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο υβριστικώτερος πάσης ύβρεως! («Η πιτρόπισσα»)
-- «Πώς δύναταί τις να γίνη ανήρ χωρίς ν’ αγαπήση δεκάκις τουλάχιστον, και δεκάκις ν’ απατηθή; («Ολόγυρα στη λίμνη»)
-- Μία δυστυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της. («Η χτυπημένη»)
-- Ό,τι είναι παράδοσι εν τη ιστορία, ό,τι έχει την χροιάν του θρύλου και της φήμης από γυναικείαν φαντασίαν βεβαίως εξήλθεν.
-- Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. («Βαρδιάνος στα Σπόρκια»)
-- Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης.
-- Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος.
-- Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων. (Οι χαλασοχώρηδες)
-- Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι. («Οι αλαφροΐσκιωτοι»)
-- Ο άνθρωπος, αν και ως κοινωνικόν ζώον έπρεπε ν’ αγαπά τους πάντας, όλον τον κόσμον, επειδή έχει την ανάγκην των και δεν ημπορεί μόνος να ζήση, μ’ όλα ταύτα, κατ’ ουσίαν, ουδένα αγαπά, ειμή μόνον τον εαυτόν του, τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν… («Τα ρόδινα ακρογιάλια»)
-- Φαίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο, όσο σιγουράρει κανείς, τόσο περίπλοκος βρίσκεται. («Αγάπη στο γκρεμνό»)
-- Ο κόσμος θα εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα – κούτσα, πότε σήκω – πέσε με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου. Και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν κι εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν. («Τα μάγια της δασκάλας»)
-- Ω, η λύπη, ο οίκτος αυτός, ο υβριστικώτερος πάσης ύβρεως! («Η πιτρόπισσα»)
ΔΕΝ
είναι λίγοι αυτοί που έγραψαν, γράφουν και θα γράφουν για τον Αλέξανδρο
Παπαδιαμάντη!.. Γι’ αυτή τη αστείρευτη εθνική πνευματική μας πηγή!
Έργα, όπως «Η μετανάστις», «Χρήστος Μηλιώνης», «Η γυφτοπούλα», «Οι έμποροι των εθνών» (τόσο επίκαιρο, άλλωστε), «Η φόνισσα» και τόσα άλλα, θα μείνουν ανεξίτηλα στις λογοτεχνικές –και όχι μόνο- σελίδες της ιστορίας.
«Έχω τόσα πολλά να πώ», που λέει και το τραγούδι, αλλά θα ήθελα να κλείσω με μία επίκαιρη φράση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από τον «Πεντάρφανο» αν και ο βαθυστόχαστος αυτός νους δημιούργησε από μόνο του ένα ολόκληρο πέλαγος σοφίας:
--Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τα μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί.
Και επειδή ο πειρασμός είναι μεγάλος, ας θυμηθούμε και κάτι από τη «Φόνισσα»:
«Ο κόσμος τοιούτος είναι κατεσκευασμένος, διά να κλέφτη κανείς και να σκοτώνη. Και αυτοί όπου κάμνουν τον αφέντην έχουν κλέψει και σκοτώσει πολύ περισσότερα.
Αν ο δήμιος είναι άξιος περιφρονήσεως, ο δικαστής όστις κρύπτεται όπισθεν αυτού, είναι συνένοχός του, αίτιος της ενοχής του δημίου μάλιστα, και είναι άξιος πολλαπλασίας περιφρονήσεως».
Τι άλλο να πει κανείς;
Τι άλλο;
Έργα, όπως «Η μετανάστις», «Χρήστος Μηλιώνης», «Η γυφτοπούλα», «Οι έμποροι των εθνών» (τόσο επίκαιρο, άλλωστε), «Η φόνισσα» και τόσα άλλα, θα μείνουν ανεξίτηλα στις λογοτεχνικές –και όχι μόνο- σελίδες της ιστορίας.
«Έχω τόσα πολλά να πώ», που λέει και το τραγούδι, αλλά θα ήθελα να κλείσω με μία επίκαιρη φράση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, από τον «Πεντάρφανο» αν και ο βαθυστόχαστος αυτός νους δημιούργησε από μόνο του ένα ολόκληρο πέλαγος σοφίας:
--Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τα μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί.
Και επειδή ο πειρασμός είναι μεγάλος, ας θυμηθούμε και κάτι από τη «Φόνισσα»:
«Ο κόσμος τοιούτος είναι κατεσκευασμένος, διά να κλέφτη κανείς και να σκοτώνη. Και αυτοί όπου κάμνουν τον αφέντην έχουν κλέψει και σκοτώσει πολύ περισσότερα.
Αν ο δήμιος είναι άξιος περιφρονήσεως, ο δικαστής όστις κρύπτεται όπισθεν αυτού, είναι συνένοχός του, αίτιος της ενοχής του δημίου μάλιστα, και είναι άξιος πολλαπλασίας περιφρονήσεως».
Τι άλλο να πει κανείς;
Τι άλλο;
------------
ΥΓ. Το κείμενο αυτό του Άγγελου Π. Σακκέτου, δημοσιεύτηκε εν πρώτοις στην γνωστή ιστοσελίδα του κ. Απόστολου Μιχαϊλίδη: www.hellasgr.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου