1)«Οι Χαλασοχώρηδες» ίσως να είναι από τα λιγότερο γνωστά διηγήματα του
Παπαδιαμάντη που αγγίζει, όμως, τόσο αισθητά το παρόν μας και επικαιροποιεί τη
διαχρονικότητα της ευτέλειας των πολιτικών μας ηθών. Το διήγημα δημοσιεύτηκε σε
συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1892, ένα χρόνο δηλαδή πριν την
πτώχευση του 1893 με τη γνωστή ρήση του Τρικούπη «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Η
ιστορία διαδραματίζεται ενδεχομένως στην αγαπημένη του Σκιάθο την τελευταία
εβδομάδα των βουλευτικών εκλογών. Ξεκινάει Τρίτη απόγευμα και καταλήγει
Κυριακή βράδυ με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Έντονη η σάτιρα για τα
πολιτικά και εκλογικά ήθη εκείνης της αναμέτρησης και τις παθογένειες του νέου
ελληνικού κράτους. Παρουσιάζει με κωμικό τρόπο την αναστάτωση και τον
εκφυλισμό της τοπικής κοινωνίας τις ημέρες των εκλογών. Ψηφοφόροι και
ψηφοθήρες μέσα από τα γνωστά τεχνάσματα ενός εκλογικού αγώνα προσπαθούν να
κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούν. Δεν χρησιμοποιεί απλοϊκά κλισέ. Κρίνει
συνολικά το πολιτικό σύστημα και τις αξίες πάνω στις οποίες αυτό είναι δομημένο.
Κεντρικός ήρωας της ιστορίας του είναι όλη η κοινωνία. Δεν τους διαχωρίζει σε
καλούς και κακούς. Υπάρχουν, απλώς, άνθρωποι που συμμετέχουν σ’ ένα παιχνίδι
ανταγωνισμού και επιβίωσης.
Σε ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι οι παίχτες καλούνται να παίξουν
ανταγωνιστικά. Ποιοι είναι λοιπόν οι Χαλασοχώρηδες; Η λέξη «Χαλασοχώρηδες»
δηλώνει αυτούς που χαλάνε το χωριό και είναι το παρατσούκλι του ενός από τα δύο
κόμματα. Το άλλο κόμμα αποκτάει το δικό του παρατσούκλι κατά τη διάρκεια του
έργου, οι γνωστοί «ανδρογυνοχωρίστρες». Μπορεί να πρόκειται για πολιτικό διήγημα
αλλά δεν παύει ποτέ να λείπει το χιούμορ και η υπαινικτική διάθεση. Βρισκόμαστε
ιστορικά στην εποχή όπου ήδη έχει επικρατήσει ο δικομματισμός, ο οποίος στην
Ελλάδα διήρκεσε για πάνω από 100 χρόνια. Ο όρος χαλασοχώρηδες χρησιμοποιείται
σήμερα όταν κάποιος θέλει να αναφερθεί σε φαύλους πολιτικούς που
χαρακτηρίζονται από την γνωστή ενοχλητική τους ψηφοθηρία με ένα ανελέητο
κυνηγητό ψήφων και τάξιμο υποσχέσεων από σπίτι σε σπίτι, επίμονα μεθοδικά,
πιεστικά... «Την εσπέραν εκείνην, Τρίτην της εβδομάδος, πέντε ημέρας προ της
εκλογής, περί την ογδόην ώραν, ο Λάμπρος ο Βατούλας ήναψε μετά το δείπνον το
φαναράκι του και συνοδευόμενος από τρεις ή τέσσαρας φίλους εξήλθεν εις
επισκέψεις κατ’ οίκους προς ψηφοθηρίαν. Διήλθον διά της αγοράς και είτα δι’
ανωφερούς δρομίσκου εβάδισαν ανερχόμενοι εις την λαϊκήν συνοικίαν.
2)Μόλις επροχώρησαν ολίγα βήματα, και δευτέρα συνοδεία, μετά φανού και αυτή, προέβαλε
κατόπιν των ανερχομένη. Ήτο ο Μανόλης ο Πολύχρονος με την παρέα του από το
άλλο κόμμα. Ο Λάμπρος ο Βατούλας είχε «τα μάτια τέσσερα» αλλ’ εκείνην την
στιγμήν ησχολείτο αυτός και απησχόλει και τους φίλους του, ενώ εβάδιζαν,
διηγούμενος διαφέρουσαν προς αυτούς ιστορίαν. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, αφού
είχε κάμει λεπτά εις το Κάιρον, εμπορευόμενος επί δώδεκα έτη ως αλευράς, κατ’
άλλους ως φούρναρης, έφθασε με το καλόν εις την πατρίδα του, την πρωτεύουσαν
της επαρχίας και το είχεν απόφασιν να πολιτευθεί. Εφαίνετο μορφωμένος, είχεν ιδεί
κόσμον· τον εγνώριζεν αυτός παιδιόθεν και προ ημερών, ότε μετέβη εις την
πρωτεύουσαν της επαρχίας, ανενέωσε την γνωριμίαν. Ο νεοφερμένος από την
ξενιτείαν είχεν αισθήματα, εξέφερε γενικάς σκέψεις επί των πολιτικών πραγμάτων,
«ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα». Δεν ωμοίαζε με τον Αλικιάδην, όστις
επολιτεύετο χάριν των δημοσίων έργων, ούτε με τον Γεροντιάδην, όστις εξελέγετο
βουλευτής δια το καλόν της πατρίδος. Ήτον αφελής τους τρόπους και έτι
αφελέστερος τας ιδέας. Ήθελε να πολιτευθεί «για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά.»
Έτσι παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης τους υποψήφιους πολιτευτές, άλλους
ντόπιους και άλλους νεοφερμένους να καταφθάνουν στο νησί και με υποσχέσεις
πάμπολλες να πλησιάζουν τους απλούς και ίσως αφελείς κατοίκους τάζοντας τους
λαγούς με πετραχήλια. Με ευγένεια και περισσή υποκρισία με δόλιους μηχανισμούς
και ψεύτικες υποσχέσεις. Μήπως σας θυμίζει κάτι από το σήμερα; Έρχονται οι
βουλευτές στο νησί και οι κομματάρχες ξεσηκώνουν τον κόσμο. «Οι υποψήφιοι, ο
Γεροντιάδης, ο Αλικιάδης και ο Αβαρίδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος,
δεχόμενοι τους χαιρετισμούς και τας χειραψίας των εντοπίων…» Τον πιέζουν. Τον
δωροδοκούν. Τον εκμαυλίζουν. Οι υπεύθυνοι για την πολιτική φαυλότητα είναι
αδίστακτοι. Τους αποκαλεί «Πονηρούς και πολυμήχανους». Παρουσιάζουν το
έγκλημα σαν αρετή, την αλήθεια σαν ψέμα. Ξεγελούν τον κόσμο γιατί κατέχουν καλά
την ψυχολογία του όχλου, του δύσμοιρου λαού. Και τον χειραγωγούν. Και έτσι
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ηθική και η Πολιτική δεν ταιριάζουν. «Ο
Γεροντιάδης είχε διαπρέψει ήδη ως βουλευτής, αρνηθείς παν ρουσφέτιον εις τους μη
στενούς φίλους, διά να υπηρετήσει τα γενικά του έθνους συμφέροντα. Ο δε
Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθεί. Δεν ήτο
άνθρωπος να πηγαίνει στα χαμένα. Ήθελε «σίγουρες δουλειές». Ήτον ικανός να
εξοδεύσει και δέκα πέντε χιλιάδας και είκοσι χιλιάδας διά να επιτύχει.
3)Αλλά δεν επετούσε τα λεπτά «στο βρόντο». Ήτο βέβαιος ότι εκλεγόμενος βουλευτής,
θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδας το ολιγώτερον. Α! ήτο πολύ
«κουλοπετσωμένος»
Η αφήγηση ανάμεσα στους διαλόγους με τους οποίους ψυχογραφούνται τα
πρόσωπα δεν χάνει τον γνώριμο παπαδιαμάντειο βηματισμό της, φωτογραφίζοντας το
νησί και τους ανθρώπους του, τα ήθη και τους χαρακτήρες του. Και καθώς προχωρεί
η αφήγηση, το προσωπικό και απλοϊκό συνδέεται διαλεκτικά με το σημαντικό και
πολιτικό: «Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν
του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν
του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα: "Θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από
την ξύλευσιν του δάσους"».
Μέσα από τις γραμμές των «Χαλασοχώρηδων» η υφαρπαγή των ψήφων, τα
ρουσφέτια, η διαφθορά προβάλλουν σαν τα χαρακτηριστικά των πολιτευτών που
υποχρεώνουν τον απλό κόσμο, τον ψηφοφόρο, σε ανάλογες συμπεριφορές. Ο
«πολιτικός» Παπαδιαμάντης δεν δικαιώνει κανέναν η λεπτή σάτιρα απογυμνώνει τον
πομπώδη και υπερφίαλο πολιτευτή, ενώ από την άλλη αφήνει τους αγαπημένους του
ταπεινούς ήρωες στην απομόνωση που ταιριάζει σε όσους επιδιώκουν να
εκμεταλλευτούν τα αδύνατα σημεία του συστήματος ξεγελώντας μηχανισμούς και
πρόσωπα.
«Αφού περιήλθον όλα τα μαγαζία της παραθαλασσίου αγοράς, όπου έπιον όχι
ολίγον εις υγείαν και των δύο αντιπάλων μερίδων, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο
Γιάννης της Χρυσάφους κατήντησαν και εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του
Τσιτσάνη, όπου εισελθόντες απήτουν από τον οινοπώλην να τους κεράσει. Αλλ’ ο
κάπηλος ίστατο συλλογισμένος και ηρνείτο επιμόνως να κεράσει, λέγων ότι κατά το
έτος τούτο δεν είχε σκοπόν να το κάμει φόρα προς χάριν κανενός, διότι άλλοτε, όπου
είχε φανεί φιλότιμος με το παραπάνω, την είχε πάθει στα γερά. Διότι ο Λάμπρος ο
Βατούλας και ο Μανόλης ο Πολύχρονος, αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις
τα δύο κόμματα, του έταξαν «φούρνους με καρβέλια», δώσαντες αυτώ ουχί πλείονας
των είκοσι δραχμώνΜΕΤΡΗΤΆ απέναντι, καθώς του είπαν, και παρακινήσαντες αυτόν
να εξοδεύσει κι απ’ τη σακκούλα του όσα θέλει άφοβα, διότι θα πληρωθεί μέχρι
λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, όν ήθελε παρουσιάσε ».
Τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον Κωνσταντή τον Καλόβολο και τον Γιάννη
της Χρυσαφούς εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη;
4)Οι πρωταγωνιστές του ο Κωνσταντής ο Καλόβολος, ο Γιάννης της Χρυσάφους, ο
Λάμπρος ο Βατούλας, ο Μανόλης ο Πολύχρονος, κ.α γίνονται υποχείρια των
εκλογικών ορέξεων των υποψηφίων προσπαθώντας να καρπωθούν και οι ίδιοι,
όμως, όσο το δυνατόν περισσότερα κατά τη διαδικασία της εκλογικής αναμέτρησης
στο νησί. Έτσι συναντώνται στο καφενείο, γνωστό στέκι των ψηφοφόρων, και
ζητούν κέρασμα από τον κάπηλο, τον Δημήτρη τον Τσιτσάνη, ο οποίος όμως έχει
ζημιωθεί από προηγούμενα δήθεν κεράσματα και αρνείται πια να ξανακεράσει.
«Τότε αυτός πιστεύσας «εξανοίχθηκε» κι εξώδεψε ιδικά του λεπτά,
παραπάνω από ένα εκατοστάρικο· αλλά μετά τας εκλογάς, ο Λάμπρος ο Βατούλας
(τον οποίον αυτός ηρέσκετο να ονομάζει σήμερον «ο Λάμπρος ο Φαταούλας»)
έκαμε πως δεν τον εγνώριζε και του εγύριζε τις πλάτες. Πού επερίσσευε τραμπούκος
απ’ αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κι οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο
Λάμπρος ο Βατούλας κι ο Μανόλης ο Πολύχρονος κι άλλοι μερικοί πέφτουν με τα
μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι… κι ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο. Έχουν
βλέπεις αυτοί οι διάβολοι τον τρόπον να τα κάμουν πλακάκια.ΑΝ ερωτάς κι από
κοντραπούντους κι από μπουλούκια… κανείς δεν μπορεί να βγάλει πλώρη μαζί τους.
Είναι εις όλα πρώτο νούμερο. Αλλ’ όταν μίαν φοράν καεί η γούνα ενός ταβερνιάρη,
ενός καφετζή ή ενός μικρομπακάλη (δεν σου λέγω, είναι άλλοι που καίονται στα
πολιτικά κι έχουν κρεμασμένο δια τας εκλογάς το ζουνάρι τους… κι είναι πάλιν
άλλοι που ξέρουν με τρόπο και τα καταφέρνουν, παίρνοντας λεπτά κι από τα δύο
κόμματα, μαυρίζοντες πότε το έν, πότε το άλλο κι εβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε
πολύ βλαξ θα είναι, αν τους επιτρέψει να τον κοροϊδέψουν και δευτέραν φοράν.
Τοιαύτας θεωρίας εξέφερεν ο Δημήτρης ο Τσιτσάνης, αρνούμενος να
κεράσει τους δύο φίλους, οίτινες ευθυμότατοι είχον εισέλθει εις το καπηλείον του.
Αλλά δεν ήσαν και διψασμένοι. Ήτο εσπέρα ήδη και από της δείλης είχον περιέλθει
το ήμισυ της πολίχνης, παντού κερνώμενοι και πίνοντες. Ο Κωνσταντής ο
Καλόβολος ήρχισε να παραδίδει μάθημα εκλογικής ορθοφροσύνης εις τον κάπηλον,
λέγων ότι αυτός οπού τού θέλει το καλόν του λυπείται να τον βλέπει να πηγαίνει
πάντοτε ωσάν τον κάβουρα, και τούτο ένεκα αδικαιολογήτου παραξενιάς. Το να μη
θέλει «να το κάμει φόρα» νομίζει ότι είναι δι’ αυτόν το συμφερώτερον;»
Τον χαρακτήρισαν παράξενο τον κάπηλο παραδίδοντας του επιπλέον
μαθήματα εκλογικής ορθοφροσύνης. Ο Παπαδιαμάντης μάς καθιστά με κάθε τρόπο
φανερό πως οι υποψήφιοι έταζαν πλουσιοπάροχα υποσχέσεις στους επικείμενους
5)κατάσταση κινούμενοι σε διπλό ταμπλό για να βγουν πολλαπλώς κερδισμένοι.
Ακολουθούν μια υγιή, όπως λέει ο Παπαδιαμάντης, εκλογική φιλοσοφία αποτελώντας
παράδειγμα για το νησί τους, διακωμωδώντας παράλληλα τους υποψηφίους, πίνοντας
και τρώγοντας στην υγειά τους. Μέχρι πότε όμως; Σε λίγο καταφθάνει η «κομματική
ομάς οδηγουμένη από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, εκείνον ον ο Τσιτσάνης ωνόμαζε
Φαταούλαν. Ήτο ανήρ μεγαλόσωμος, ωραίος, μετ’ επιτηδεύσεως ενδεδυμένος,
φιλοφρονέστατος και μελιχρός τους τρόπους.»
- Έ! Τι έχουμε, Κώστα;…Πώς πάει το κόμμα σας; είπε.
- Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος· το
κόμμα μας είναι το κόμμα σας.
- Τι; είμαστε από ένα κόμμα;
- Δεν το ξέρετε;
- Τότε, πώς δεν ξεχωρίζετε από τον Γιάννη τον φίλον σου;
- Η φιλία φιλία και το κόμμα κόμμα.
- Ας είναι, τέλος πάντων, ο Θεός κι η ψυχή σας. Πίνετε από μια μαστίχα;
- Από ’να κρασί… αν μας κεράσετε.
Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Εν τω μεταξύ εισήλθεν εις
το καπηλείον και άλλη ομάς εκ του αντιθέτου κόμματος.
- Εβίβα! Καλή επιτυχία.Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και έπιον. Η
νεωστί εισελθούσα ομάς διέταξε και αυτή ποτά. Επί κεφαλής της ομάδος ήτο
ο Μανόλης ο Πολύχρονος, μεσήλιξ, μελαγχροινός, εύθυμος, αστείος.
- Α! εδώ είσθε σεις, που βυζαίνετε δύο μαννάδες;
- Το καλό αρνί, κυρ-Μανόλη, απήντησεν ο Γιάννης της Κ’σάφους, τρώει
από δυο προβατίνες.
Ο Μανόλης διέταξε τον κάπηλον να τους κεράσει και τότε έπιον εις υγείαν του
κόμματος, το οποίον εξεπροσώπει ο Μανόλης. Με τοιαύτην τακτικήν
εκαλοπερνούσαν εις τας εκλογάς οι δύο αγαπημένοι φίλοι. Είχον δε πίει την ημέραν
εκείνην όχι ολίγα εις βάρος αμφοτέρων των κομμάτων.»
Από την εκλογική αψιμαχία δεν ξεφεύγει ούτε το ανδρόγυνο που μαλώνει για το ποιο
κόμμα είναι καλύτερο. Άλλωστε από αυτό το ανδρόγυνο θα πάρει το δεύτερο κόμμα
το όνομα του: Ανδρογυνοχωρίστρες!
- Τ’ ακούς, γειτόνισσα;
- Τι ν’ ακούσω, γειτόνισσα;
- Να, που μαλλώνουν, τ’ ανδρόγυνο.
- Γιατί τάχα;
- Να, από άλλο κόμμα είναι, λέει, ο άνδρας και από άλλο η γυναίκα.
- Μη χειρότερα.
- Είναι και άλλα χειρότερα, γειτόνισσα;
- Έννοια σου, κουμπάρε, μην την ακούς αυτήν, έλεγε, δεικνύων διά
νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον Βατούλαν ο Σπληνογιάννης,
τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ’ εσβεσμένα όμματα, προξενών
οίκτον.
- Κείνο που θέλω εγώ θα γίνει! ανέκραζεν απειλούσα διά της χειρονομίας
η σύζυγός του, ωραία, τριακοντούτις, υψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, με
μεθυστικόν το βλέμμα και το μειδίαμα, την οποίαν διά του πρώτου
βλέμματος ο θεατής, συγκρίνων αυτήν εκ του σύνεγγυς με τον σύζυγόν της,
ακουσίως θ’ άφηνε να του εκφύγει η επιφώνησις: Κρίμα στη γυναίκα!
- Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο
σύζυγος.
- Το δικό μου θα περάσει, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία.
- Και τι; θα με κουμαντάρεις εσύ; έκραξεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης.
- Σας παρακαλώ…ησυχάσετε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και
θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας. Να το ’ξερα έτσι
δα…καλύτερα να μην ερχόμουνα… Δεν ήλθα εγώ για να σπείρω σκάνδαλα
στο ανδρόγυνο…
- Ας είναι, είπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ημείς δεν είμαστε από κεινούς
οπού πάνε και βάζουν σκάνδαλα στ’ ανδρόγυνα· κάμε ό,τι σε φωτίσει ο
Θεός, καθώς είπες. Κι ένα ψήφο να μας δώσεις στη μία μας κάλπη μοναχά,
για να δώσεις κι από κει (δείξας τον Μανόλην) και μικτόν να δώσεις και
στα δύο κόμματα, ημείς θα σου το γνωρίζουμε χάρη.
- Όχι! Όχι! επέμεινεν η γυνή. Στον κουμπάρο έδωκε τον λόγον του από
μπροστύτερα.
6)Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθει, ο δε Μανόλης μείνας επί δύο ή τρία λεπτά,
αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με τον οικοδεσπότην και με την
συμβίαν του, τους ευχήθη την καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή,
διά να ακουσθεί από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·
- Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.
- Όλοι σας, απήντησεν ετοίμως ο ποιμήν, να πούμε την αλήθεια,
κουμπάρε, είστε πάρ’ τον ένανε, χτύπα τον άλλονε.
- Το λοιπόν κι ημείς είμαστε χαλασοχώρηδες σαν αυτούς;
- Δεν είσθε χαλασοχώρηδες, απήντησε σαρκαστική εις το σκότος η φωνή
του Λάμπρου Βατούλα· είσθε ανδρογυνοχωρίστρες!.....
Χαλασοχώρηδες εκαλούντο τέως οι του κόμματος του Λάμπρου, από δε της
νυκτός ταύτης οι του άλλου κόμματος ωνομάσθησαν «οι
ανδρογυνοχωρίστρες».
«Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε εις τας δημοτικάς εκλογάς
εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβει τις είκοσι πέντε
ψήφους νοικοκυραίων διά να γίνει δήμαρχος· δεν εχρειάζετο, καθώς σήμερον, να
ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι εξωμερίτες, όλες οι τσοπανοφλοέρες. Και
αν τυχόν ηπειλείτο ισοψηφία και χωρικός τις έχων ψήφον εδείκνυτο
σκληροτράχηλος και δεν ήθελε να τα γυρίσει, τον έκλεπταν, τον ήρπαζον, τον
απήγον, τον έκρυπτον εις ασφαλές μέρος, όπου έτρωγε και έπινεν εκτάκτως,
παχυνόμενος επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εωσότου παρέλθουν αι εκλογαί. Είτα
τον άφηναν ελεύθερον. Ούτω πως εξησφαλίζετο η επιτυχία του δημάρχου, όν
ήθελεν η τάξις των φρονίμων να εκλέξει. Εις τας βουλευτικας εκλογάς πάλιν, αν
και εψηφοφόρουν πολλοί, το καλόν ήτο ότι δεν εχρειάζοντο σφαιρίδια, ίσχυον τα
ψηφοδέλτια.».
Να, λοιπόν, πως εξασφαλιζόταν η επιτυχία του δημάρχου, με επιλεκτική
επιλογή των ψηφοφόρων, αφού καθώς λέει δεν χρειαζόταν να ψηφίσουν όλοι παρά
μόνο αυτοί που θεωρούνταν νοικοκυραίοι. Σε τέτοιο εκλογικό παραλήρημα έφθανε
η ακόρεστη επιθυμία για δόξα και εξουσία των εν δυνάμει πολιτικών εκείνης της
μακρινής εποχής;; Και φυσικά με ορμή και ωσάν εφιάλτης κατέφθαναν και τα
νομοσχέδια : «Τα νομοσχέδια επέπιπτον σωρηδόν ως βροχή, ως χάλαζα κι
ετάραττον τον ύπνον του αγαθού επαρχιώτου. Μόλις απεκοιμάτο κι ετάραττον τον
ύπνον του εμφανιζόμενα ως «αναβάται και τριστάται», ως άμαξαι τέθριπποι, ως
στρατεύματα παρελαύνοντα εν ήχω σαλπίγγων, εν βοή και αλαλαγμώ».
7)Πληθώρα πληροφοριών για τα εκλογικά ήθη και έθιμα ξεχύνεται μπρος στα
μάτια μας μέσα από την παραστατικότατη αυτή διήγηση του Παπαδιαμάντη που
ευλόγως ανταποκρίνεται στα εκλογικά δρώμενα του 19ου αι. αλλά και καθρεφτίζει εν
ολίγοις την επικαιρότητα μας.
«Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους,
ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως
τρεις και τέσσαρας. Είχαν φέρει επί κραβάτου και τον γερο-Κώσταν τον Γιουλάρην,
δυστυχή παραλυτικόν, ίνα ψηφοφορήσει υπέρ των Χαλασοχώρηδων…..Οι
Ανδρογυνοχωρίστρες έδωκαν αντί χαρτονομίσματος εξώφυλλα σιγαροχάρτου
επίχρυσα και κυανίζοντα εις τον Γιάννην Ψειροκόνιδαν, βλάκα εκ γενετής, ον από
εβδομάδος δεν έπαυσαν εμπράκτως να διδάσκωσιν όπως μάθει να διακρίνει το
λευκόν και το μέλαν της κάλπης, αποστηθίσει δε και των υποψηφίων τα ονόματα».
Οι πολιτικοί κάνουν κατάχρηση των σοφισμάτων και της προπαγάνδας που
πλέον αποτελεί το μοναδικό όπλο πειθούς τους. Η διαχρονικότητα της γενικότερης
αυτής διαφθοράς στον πολιτικό στίβο που περιγράφει εδώ ο Παπαδιαμάντης είναι
κάτι το αξιοσημείωτο και όσο περνά ο καιρός η κατάσταση δυσχεραίνει. Η
σοβαρότητα που συνεπάγεται το αξίωμα του πολιτικού έχει πλέον ευτελιστεί και
άπαντες έχουν καταντήσει δημοκόλακες και ο λαός μια συμπαγής μάζα ψηφοφόρων
απαρτιζόμενη από άβουλα όντα τα οποία άκριτα δέχονται τον χρωματισμό και την
ετεροκατεύθυνση των πεποιθήσεων, των σκέψεων και της βούλησής τους. Η
δοαφθρά δεν έχει χρώμα ή κομματικό στέκι, είναι παρούσα παντού, χρησιμοποιεί
κάθε μέσο και οποιαδήποτε ρητορική ώστε να σκοτεινιάζει τον τόπο και να κρύβει
τον ήλιο. Πλέον, όμως, δεν υπάρχει ο μπαμπακόσπορος, τον οποίο απαιτούσαν οι
ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.
Όσον αφορά τους δυο φίλους που συναντήσαμε στην αρχή: «Δεν ετύχομεν
ευκαιρίας να είπωμεν ότι οι δύο εμπιστευμένοι φίλοι, ο Κωνσταντής ο
Καλόβολος και ο Γιάννης της Κ’σάφους, τα είχαν γυρίσει εν τω μεταξύ
αμφότεροι. Τώρα ο Γιάννης ήτο υπέρ των Χαλασοχώρηδων, διότι είχεν εύρει
εκεί, φαίνεται, το συμφέρον του, ο δε Κωνσταντής είχε μεταστεί προς τους
Ανδρογυνοχωρίστρες απλώς διότι τα είχε γυρίσει ο Γιάννης». Τόσο κράτησε η
φιλία τους και αυτό που τους χώρισε ήταν τα δυο κόμματα!
8)
«Ας εξετάσωμεν τώρα, εξηκολούθησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν και πώς,
αφού η πλουτοκρατία είναι δεδομένον τι και αναπόδραστον κακόν, ας εξετάσωμεν
πώς εγεννήθη, πώς γεννάται φυσικώς η δωροδοκία.
Υπόθεσε, φίλε, ότι σ’ εκυρίευσε και σε έξαφνα η φιλοδοξία του Γιαννάκου του
Χαρτουλάριου, ότι επεθύμησες να γίνεις βουλευτής διά να υπηρετήσεις το έθνος. Διά
να επιθυμήσεις τούτο, σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η
νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα. Εξέρχεσαι εις
την αγοράν, βγάζεις λόγον και παρακαλείς τους προσφιλείς συμπολίτας να σε
τιμήσωσι διά της ψήφου των. Αλλ’ είσαι άραγε εις θέσιν να ηξεύρεις πόσοι εκ των
προσφιλών συμπολιτών σου είναι χορτάτοι και πόσοι δεν είναι; Μην αμφιβάλλεις ότι
οι πλείστοι είναι πεινασμένοι, διότι αν δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας διά να
γίνουν βουλευταί. Αλλά μεταξύ των ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου
συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ότι ευρίσκονται τινές, εις, δύο, τρεις,
πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, την ημέραν της εκλογής, πώς απαιτείς
να υπάγει άνθρωπος πεινασμένος, άνθρωπος όστις θα ψαύει την κοιλίαν του ως
έγχορδον όργανον, άνθρωπος όστις δεν θα έχει την δύναμιν να ίσταται και να βαδίζει,
πώς απαιτείς τοιούτος άνθρωπος να υπάγει να ψηφοφορήσει εις την κάλπην σου και
να σου δώσει μάλιστα λευκήν ψήφον; Φυσικόν είναι, αφού θα λάβει τον κόπον προς
χάριν σου, να του δώσεις τουλάχιστον να φάγει δι’ εκείνην την ημέραν. Εάν δεν του
δώσειςΧΡΉΜΑΤΑ, θα του προσφέρεις γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είναι; Ή θα του
στείλεις κατ’ οίκον βακαλιάρον και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν
δεν σπεύσεις εγκαίρως συ, θα σε προλάβει ο αντίπαλός σου, όστις θα φορεί τον
κόθορνον της φιλανθρωπίας αμφιδεξιώτερον.
Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία.»
Η γήινη πλευρά αυτής της ρωμέικης λαϊκής ψυχής μάς αποκαλύπτεται. Κι
αναρωτιέται κανείς πώς ένας «κοσμοκαλόγηρος» μεταμορφώνεται σε κοσμικό μέσα
από τέτοιες καθημερινές στιχομυθίες. Αναρωτιόμαστε πώς καταφέρνει να περάσει
τόσο βαθυστόχαστα μηνύματα με διαχρονική αξία και στοχασμό. Να πιάσει τον
παλμό της εποχής και να κατακεραυνώσει την πολιτική δολιότητα και αθλιότητα. Οι
διάλογοι του Παπαδιαμάντη είναι πραγματικά για σεμινάριο αλλά και για σενάριο. Οι
ήρωές του μιλούν όσο πρέπει, όταν πρέπει, ακούγοντας ο ένας τον άλλο με προσοχή
κι απαντώντας με μια φυσικότητα που πολλές φορές ανατρέπει το κλίμα
αναχωρητισμού στην παπαδιαμαντική αφήγηση.
9)Σ’ ένα μικρό – σχεδόν ελάχιστο –αφήγημα που έγραψε το 1907, υπό τον περίεργο τίτλο
«Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας»,
υπάρχει σαν καταληκτική η καταπληκτική ερωτηματική φράση:
- «Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»
Ιδού, λοιπόν, το πολιτικό μας πρόβλημα, όπως το έθεσε τότε και για τώρα ο
Παπαδιαμάντης· γιατί το ερώτημα τούτο παραμένει και τώρα επίκαιρο. Αυτός ήταν ο
Παπαδιαμάντης. Ένας μεγάλος συγγραφέας, ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας
όλων των εποχών και μεγάλος πνευματικός άνθρωπος, που έζησε μία ζωή στα
πλαίσια της αγιοσύνης, έχοντας για συντροφιά την απέραντη αγάπη του για τους
φτωχούς ανθρώπους του νησιού του και της πόλης, τον άσβεστο έρωτά του προς τη
φύση, και τη θρησκευτική λατρεία του προς τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της
πατρίδας μας. Αντικρίζοντάς τον στις πραγματικές του διαστάσεις θα ανακαλύψουμε
νέες γόνιμες και συναρπαστικές πλευρές του. Ίσως, έτσι, εξηγηθεί γιατί αυτός ο
άνθρωπος συνεχίζει ακόμα και σήμερα να μας γοητεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου