|
Παναγιώτης Ἀγησιλάου Ζιωτόπουλος - H κοσμοθεωρία καὶ ὁ μυστικισμὸς τοῦ Παπαδιαμάντη
Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 21 Δεκεμβρίου 2014
Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονται τὰ Χριστούγεννα, εἰδικὰ ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ θυμηθοῦμε τὸν «ἅγιο τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων», τὸν ἀλησμόνητο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἡ μαγικὴ πέννα του προσεγγίζει τὴν μεγάλη γιορτὴ εἶναι μοναδικός, καταφέρνει δὲ πάντοτε νὰ κάνει τὸν ἀναγνώστη του συμμέτοχο στὰ δρώμενα ἔστω καὶ ὑπὸ τὴν μορφὴ κομπάρσου. Σὲ λίγες ἡμέρες συμπληρώνονται 104 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐκδημίας του. Ἔτσι, ξεφυλλίζοντας προχθὲς τὸ βράδυ γιὰ πολλοστὴ φορὰ μερικὰ ἀπὸ τὰ διηγήματά του, σκέφθηκα νὰ συστηματοποιήσω ὅσα τόσα χρόνια εἶχα «ἀποθησαυρίσει» ἀπὸ τὴν συναναστροφή μου μὲ τὸν μεγάλο Σκιαθίτη λογοτέχνη, κυρίως δὲ γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὰ πιστεύω του. Ἀπεφάσισα νὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν κοσμοθεωρία του, δηλαδὴ τὸ «πῶς ἔβλεπε τὸν κόσμο» καθὼς καὶ γιὰ τὴν θέση ποὺ κατεῖχε στὴν κοσμοθεωρία του ὁ ἄνθρωπος. Κατὰ τὸν Wilhelm Diltay, ἡ κοσμοθεωρία συγκροτεῖται ἀπὸ τρία στοιχεῖα, τὸ κοσμοείδωλο, τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς καὶ τὸ ἰδεῶδες της ζωῆς.
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ κοσμοείδωλό του. Ὅσοι ἔχουν διαβάσει τὰ ἔργα του καὶ τὴν βιογραφία του, θὰ ἔχουν διαπιστώσει ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης μολονότι χωριατόπαιδο, μὲ τὰ ἀτελείωτα διαβάσματά του, τὴν γλωσσομάθειά του, τὴν γνωριμία του μὲ τὴν γαλλικὴ καὶ τὴν ἀγγλικὴ λογοτεχνία καὶ γενικώτερα τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα, καὶ βεβαίως μὲ τὴν ἐπὶ μακρὸν παραμονὴ καὶ ἐργασία του στὴν Ἀθήνα, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶχε κοσμοείδωλο ἀνεπτυγμένο καὶ ἀντίστοιχο τῆς ἐποχῆς ποὺ ἔζησε (ἀντιθέτως πρὸς τὸ κοσμοείδωλο πολλῶν ἐκ τῶν ἡρώων του). Βεβαίως, πιθανῶς νὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶχε ζήσει σὲ μίαν ἄλλη παλαιότερη ἐποχή, πλὴν ὅμως αὐτὸ ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ ρομαντισμοῦ του καὶ τοῦ περιπλόκου της ψυχοσύνθεσής του. Πιθανῶς ἐνδομύχως καὶ ὑποσυνειδήτως νὰ εἶχε ταυτίσει τὸν ἑαυτό του μὲ κάποιαν ἢ κάποιες προσωπικότητες παλαιοτέρων ἐποχῶν καὶ νὰ ἐβίωνε τὴν ὑπόστασή του ὡς συνέχεια ἐκείνων. Ἔχοντας τὸ Βυζάντιο κυριολεκτικὰ μέσα «στὸ πετσί» του καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὸ ἦταν ἡ μοναδικὴ γέφυρα τοῦ νεωτέρου ἑλληνισμοῦ μὲ τὴν ἑλληνικὴν ἀρχαιότητα, κυριολεκτικὰ ἐπαναστατοῦσε διαπιστώνοντας ὅτι κάτω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δὲν ζοῦσε ἡ συνέχεια τῶν Βυζαντινῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἕνα περίεργο μίγμα ἀνθρώπων φορέων (πλὴν τοῦ Βυζαντίου) τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, τῶν ἰδεολογικῶν ρευμάτων τῆς δύσης, τοῦ σοσιαλισμοῦ, τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ὅλα τα ἀνωτέρω ὅμως μὲ κανένα τρόπο δὲν σημαίνουν ὅτι τὸ κοσμοείδωλό του ἦταν ἀπαρχαιωμένο, ὅπως ἴσως διανοήθηκαν μερικοί. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶχε ἀπαρχαιωμένο κοσμοείδωλο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἦταν γνώστης τοῦ ἔργου τοῦ Ε. Littre καὶ τοῦ Auguste Comte.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη, θὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ἦταν ἡ ἱστορία μιᾶς πληγῆς ποὺ δὲν ἔκλεινε ποτέ. Τὰ ἀνωτέρω ἀποκαλύπτονται εὔγλωττα σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ποιήματά του.
«Μάνα μου, ἐγώ ῾μαι τ᾿ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι, ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει…».
Ἀπὸ πλευρᾶς χαρακτῆρος ἦταν ἕνας περίεργος συνδυασμὸς ἀτόμου ἐγωιστικοῦ καὶ πεπεισμένου περὶ τῆς ἀξίας του καὶ ταυτοχρόνως ἀντικοινωνικοῦ, ἀτόλμου καὶ τείνοντος πρὸς τὸν ἀπομονωτισμό. Ἐκτὸς ἀπὸ βαθὺς γνώστης καὶ μελετητὴς τῶν τῆς ἐκκλησίας καὶ πολιτείας, ἦταν συγχρόνως γνώστης καὶ μελετητὴς τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος. Τελικῶς, κατὰ τὸν ἀείμνηστο Τωμαδάκη, «ἡ λύση ὑπῆρξεν ὑπὲρ τῆς ὀρθοδοξίας εἰς τὰς τελετὰς καὶ τὰς συγγραφὰς καὶ ὑπὲρ τῆς εἰδωλολατρίας εἰς τὰ συμπόσια καὶ τὴν ἀνέμελον σπαταλημένην ζωήν».
Τὸ ἰδεῶδες τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη διαφαίνεται δι᾿ ὀλίγων εἰς τὸν ἀφορισμόν του «Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη».
Ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξεν μέγας λάτρης ἑνὸς οὐτοπικοῦ χριστιανικοῦ ἐπιγείου παραδείσου, ἴχνη τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν σὲ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν γραφίδα του, π.χ. «…Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε καὶ ἔρρεεν ὁλόγυρά της μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας . Ἔθαλπον οἱ ζωοφόροι ὀποὶ τῆς ἔρωτα θείας ἀκμῆς…(Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν)» ἢ … Ὤ, ἂς ἤμην ἀκόμη βοσκὸς εἰς τὰ ὅρη… (Ὄνειρο στὸ κύμα)» ἢ «…τοιοῦτος νὰ εἶναι ὁ χειμερινὸς θάλαμος, ὅπου μεγάλα ξύλα ὀρθὰ καίουσι καὶ βρέμουσιν ἐπὶ τῆς ἑστίας… τοιαύτη θὰ ἦτο, χωρὶς νὰ παραβῶ τὴν δεκάτην ἐντολήν, ἡ μόνη μου φιλοκτημοσύνη καὶ ἡ μόνη μου πλεονεξία… ( Ἡ Γλυκοφιλοῦσα)».
Οἱ τρικυμίες τῆς ζωῆς καὶ τὰ πάθια κι᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου ἦταν ἡ κεντρικὴ ἰδέα καὶ ὁ βασικὸς καμβὰς τῶν περισσοτέρων διηγημάτων του. Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς συγγραφῆς του ἦταν ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια. Αὐτὰ τὰ δύο ἦταν προέκταση τῆς μονίμως τρικυμιώδους ψυχῆς του καὶ ταυτοχρόνως διὰ παλινδρόμου μηχανισμοῦ διαμόρφωναν συνεχῶς τὸ βασανισμένο εἶναι του. Μόνιμος κλῆρος τῶν ἡρώων του ἦταν ἡ φτώχεια, οἱ ἀρρώστειες, ὁ θάνατος, ὁ ξενιτεμός, τὰ χρέη, ὁ ἔρωτας, τὸ ἄγχος γιὰ τὴν προίκα, ἡ κοινωνικὴ κριτικὴ (κουτσομπολιό), ἀλλὰ καὶ ὁ φραγκολεβαντινισμός, ὁ λογιωτατισμός, ἡ πολιτικολογία, ἡ φιληδονία, ἡ κοινωνικὴ ἐξαθλίωση, ἡ τραπεζορρητορεία (Τωμαδάκης). Οἱ ἥρωές του ἐπίσης δὲν εἶναι συνήθως οὔτε καλοὶ καὶ ἀγαθοί, οὔτε κακοὶ καὶ ἀποδιοπομπαῖοι, ἀλλὰ ἕνα περίεργο κράμα ἀγαθότητας καὶ κακίας. Αὐτὴ τὴ δίψυχη στάση ὁ Παπαδιαμάντης τὴ λάτρεψε. Κριτήριό του δὲν εἶχε ποτὲ τὴν αὐστηρὴ διάκριση τοῦ «κατὰ κόσμον» ἀπὸ τοῦ «κατὰ Θεὸν» (Κ. Παπαγιώργης). Καλοὶ καὶ κακοὶ μαζὶ συνερχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτόν, δηλαδὴ τὸν βυζαντινὸ ναὸ ἢ τὸ ναΰδριο, αἰσθάνονται καὶ βιώνουν ὅτι ἀναβιβάζονται πρὸς τὴν θεότητα, ἐνῶ ἡ θεότης καταβιβάζεται πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα (Κ. Παπαπέτρου). Τοιουτοτρόπως ὅλοι οἱ ἀνωτέρω, ἔχοντας ἄρει ἕκαστος τὸν σταυρὸν αὐτοῦ «ἁγιάζονται» καὶ «κοινωνοῦν» τοῦ θείου. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ὅλα τα τελούμενα ρωμέικα γνήσια λαϊκὰ ἤθη καὶ ἔθιμα ἰσοδυναμοῦν μὲ τέλεση λειτουργίας. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἀποτελοῦν τὸν «μυστικισμὸ» τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἐπὶ πλέον ὁ Παπαδιαμάντης οὐδέποτε ἀποσυνέδεσε τὴν θρησκεία ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλὰ θεωροῦσε ὅλη τὴν κτίση εὐχαριστία, διαχειριστὴς καὶ ἱερέας τῆς ὁποίας ἦταν ὁ ἄνθρωπος. Μὲ τὴν εὐχαριστία αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος μεταμόρφωνε κυριολεκτικὰ τὴ ζωή του σὲ συνεχῆ κοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι ὁ μυστικισμὸς τοῦ «κὺρ-Ἀλέξανδρου» ἦταν μέσα στὸ «πνεῦμα τοῦ μυστικισμοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», φέροντας ὡστόσο καὶ τὴν προσωπική του σφραγίδα.
Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 21 Δεκεμβρίου 2014
Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονται τὰ Χριστούγεννα, εἰδικὰ ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ θυμηθοῦμε τὸν «ἅγιο τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων», τὸν ἀλησμόνητο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἡ μαγικὴ πέννα του προσεγγίζει τὴν μεγάλη γιορτὴ εἶναι μοναδικός, καταφέρνει δὲ πάντοτε νὰ κάνει τὸν ἀναγνώστη του συμμέτοχο στὰ δρώμενα ἔστω καὶ ὑπὸ τὴν μορφὴ κομπάρσου. Σὲ λίγες ἡμέρες συμπληρώνονται 104 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐκδημίας του. Ἔτσι, ξεφυλλίζοντας προχθὲς τὸ βράδυ γιὰ πολλοστὴ φορὰ μερικὰ ἀπὸ τὰ διηγήματά του, σκέφθηκα νὰ συστηματοποιήσω ὅσα τόσα χρόνια εἶχα «ἀποθησαυρίσει» ἀπὸ τὴν συναναστροφή μου μὲ τὸν μεγάλο Σκιαθίτη λογοτέχνη, κυρίως δὲ γιὰ τὴν προσωπικότητα καὶ τὰ πιστεύω του. Ἀπεφάσισα νὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν κοσμοθεωρία του, δηλαδὴ τὸ «πῶς ἔβλεπε τὸν κόσμο» καθὼς καὶ γιὰ τὴν θέση ποὺ κατεῖχε στὴν κοσμοθεωρία του ὁ ἄνθρωπος. Κατὰ τὸν Wilhelm Diltay, ἡ κοσμοθεωρία συγκροτεῖται ἀπὸ τρία στοιχεῖα, τὸ κοσμοείδωλο, τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς καὶ τὸ ἰδεῶδες της ζωῆς.
Ἂς ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ κοσμοείδωλό του. Ὅσοι ἔχουν διαβάσει τὰ ἔργα του καὶ τὴν βιογραφία του, θὰ ἔχουν διαπιστώσει ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης μολονότι χωριατόπαιδο, μὲ τὰ ἀτελείωτα διαβάσματά του, τὴν γλωσσομάθειά του, τὴν γνωριμία του μὲ τὴν γαλλικὴ καὶ τὴν ἀγγλικὴ λογοτεχνία καὶ γενικώτερα τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα, καὶ βεβαίως μὲ τὴν ἐπὶ μακρὸν παραμονὴ καὶ ἐργασία του στὴν Ἀθήνα, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶχε κοσμοείδωλο ἀνεπτυγμένο καὶ ἀντίστοιχο τῆς ἐποχῆς ποὺ ἔζησε (ἀντιθέτως πρὸς τὸ κοσμοείδωλο πολλῶν ἐκ τῶν ἡρώων του). Βεβαίως, πιθανῶς νὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶχε ζήσει σὲ μίαν ἄλλη παλαιότερη ἐποχή, πλὴν ὅμως αὐτὸ ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ ρομαντισμοῦ του καὶ τοῦ περιπλόκου της ψυχοσύνθεσής του. Πιθανῶς ἐνδομύχως καὶ ὑποσυνειδήτως νὰ εἶχε ταυτίσει τὸν ἑαυτό του μὲ κάποιαν ἢ κάποιες προσωπικότητες παλαιοτέρων ἐποχῶν καὶ νὰ ἐβίωνε τὴν ὑπόστασή του ὡς συνέχεια ἐκείνων. Ἔχοντας τὸ Βυζάντιο κυριολεκτικὰ μέσα «στὸ πετσί» του καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὸ ἦταν ἡ μοναδικὴ γέφυρα τοῦ νεωτέρου ἑλληνισμοῦ μὲ τὴν ἑλληνικὴν ἀρχαιότητα, κυριολεκτικὰ ἐπαναστατοῦσε διαπιστώνοντας ὅτι κάτω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δὲν ζοῦσε ἡ συνέχεια τῶν Βυζαντινῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἕνα περίεργο μίγμα ἀνθρώπων φορέων (πλὴν τοῦ Βυζαντίου) τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, τῶν ἰδεολογικῶν ρευμάτων τῆς δύσης, τοῦ σοσιαλισμοῦ, τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ὅλα τα ἀνωτέρω ὅμως μὲ κανένα τρόπο δὲν σημαίνουν ὅτι τὸ κοσμοείδωλό του ἦταν ἀπαρχαιωμένο, ὅπως ἴσως διανοήθηκαν μερικοί. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶχε ἀπαρχαιωμένο κοσμοείδωλο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἦταν γνώστης τοῦ ἔργου τοῦ Ε. Littre καὶ τοῦ Auguste Comte.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη, θὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ἦταν ἡ ἱστορία μιᾶς πληγῆς ποὺ δὲν ἔκλεινε ποτέ. Τὰ ἀνωτέρω ἀποκαλύπτονται εὔγλωττα σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ποιήματά του.
«Μάνα μου, ἐγώ ῾μαι τ᾿ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι, ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει…».
Ἀπὸ πλευρᾶς χαρακτῆρος ἦταν ἕνας περίεργος συνδυασμὸς ἀτόμου ἐγωιστικοῦ καὶ πεπεισμένου περὶ τῆς ἀξίας του καὶ ταυτοχρόνως ἀντικοινωνικοῦ, ἀτόλμου καὶ τείνοντος πρὸς τὸν ἀπομονωτισμό. Ἐκτὸς ἀπὸ βαθὺς γνώστης καὶ μελετητὴς τῶν τῆς ἐκκλησίας καὶ πολιτείας, ἦταν συγχρόνως γνώστης καὶ μελετητὴς τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος. Τελικῶς, κατὰ τὸν ἀείμνηστο Τωμαδάκη, «ἡ λύση ὑπῆρξεν ὑπὲρ τῆς ὀρθοδοξίας εἰς τὰς τελετὰς καὶ τὰς συγγραφὰς καὶ ὑπὲρ τῆς εἰδωλολατρίας εἰς τὰ συμπόσια καὶ τὴν ἀνέμελον σπαταλημένην ζωήν».
Τὸ ἰδεῶδες τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη διαφαίνεται δι᾿ ὀλίγων εἰς τὸν ἀφορισμόν του «Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη».
Ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξεν μέγας λάτρης ἑνὸς οὐτοπικοῦ χριστιανικοῦ ἐπιγείου παραδείσου, ἴχνη τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν σὲ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν γραφίδα του, π.χ. «…Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε καὶ ἔρρεεν ὁλόγυρά της μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας . Ἔθαλπον οἱ ζωοφόροι ὀποὶ τῆς ἔρωτα θείας ἀκμῆς…(Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν)» ἢ … Ὤ, ἂς ἤμην ἀκόμη βοσκὸς εἰς τὰ ὅρη… (Ὄνειρο στὸ κύμα)» ἢ «…τοιοῦτος νὰ εἶναι ὁ χειμερινὸς θάλαμος, ὅπου μεγάλα ξύλα ὀρθὰ καίουσι καὶ βρέμουσιν ἐπὶ τῆς ἑστίας… τοιαύτη θὰ ἦτο, χωρὶς νὰ παραβῶ τὴν δεκάτην ἐντολήν, ἡ μόνη μου φιλοκτημοσύνη καὶ ἡ μόνη μου πλεονεξία… ( Ἡ Γλυκοφιλοῦσα)».
Οἱ τρικυμίες τῆς ζωῆς καὶ τὰ πάθια κι᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου ἦταν ἡ κεντρικὴ ἰδέα καὶ ὁ βασικὸς καμβὰς τῶν περισσοτέρων διηγημάτων του. Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς συγγραφῆς του ἦταν ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια. Αὐτὰ τὰ δύο ἦταν προέκταση τῆς μονίμως τρικυμιώδους ψυχῆς του καὶ ταυτοχρόνως διὰ παλινδρόμου μηχανισμοῦ διαμόρφωναν συνεχῶς τὸ βασανισμένο εἶναι του. Μόνιμος κλῆρος τῶν ἡρώων του ἦταν ἡ φτώχεια, οἱ ἀρρώστειες, ὁ θάνατος, ὁ ξενιτεμός, τὰ χρέη, ὁ ἔρωτας, τὸ ἄγχος γιὰ τὴν προίκα, ἡ κοινωνικὴ κριτικὴ (κουτσομπολιό), ἀλλὰ καὶ ὁ φραγκολεβαντινισμός, ὁ λογιωτατισμός, ἡ πολιτικολογία, ἡ φιληδονία, ἡ κοινωνικὴ ἐξαθλίωση, ἡ τραπεζορρητορεία (Τωμαδάκης). Οἱ ἥρωές του ἐπίσης δὲν εἶναι συνήθως οὔτε καλοὶ καὶ ἀγαθοί, οὔτε κακοὶ καὶ ἀποδιοπομπαῖοι, ἀλλὰ ἕνα περίεργο κράμα ἀγαθότητας καὶ κακίας. Αὐτὴ τὴ δίψυχη στάση ὁ Παπαδιαμάντης τὴ λάτρεψε. Κριτήριό του δὲν εἶχε ποτὲ τὴν αὐστηρὴ διάκριση τοῦ «κατὰ κόσμον» ἀπὸ τοῦ «κατὰ Θεὸν» (Κ. Παπαγιώργης). Καλοὶ καὶ κακοὶ μαζὶ συνερχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτόν, δηλαδὴ τὸν βυζαντινὸ ναὸ ἢ τὸ ναΰδριο, αἰσθάνονται καὶ βιώνουν ὅτι ἀναβιβάζονται πρὸς τὴν θεότητα, ἐνῶ ἡ θεότης καταβιβάζεται πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα (Κ. Παπαπέτρου). Τοιουτοτρόπως ὅλοι οἱ ἀνωτέρω, ἔχοντας ἄρει ἕκαστος τὸν σταυρὸν αὐτοῦ «ἁγιάζονται» καὶ «κοινωνοῦν» τοῦ θείου. Ἐξ ἄλλου κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ὅλα τα τελούμενα ρωμέικα γνήσια λαϊκὰ ἤθη καὶ ἔθιμα ἰσοδυναμοῦν μὲ τέλεση λειτουργίας. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἀποτελοῦν τὸν «μυστικισμὸ» τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἐπὶ πλέον ὁ Παπαδιαμάντης οὐδέποτε ἀποσυνέδεσε τὴν θρησκεία ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλὰ θεωροῦσε ὅλη τὴν κτίση εὐχαριστία, διαχειριστὴς καὶ ἱερέας τῆς ὁποίας ἦταν ὁ ἄνθρωπος. Μὲ τὴν εὐχαριστία αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος μεταμόρφωνε κυριολεκτικὰ τὴ ζωή του σὲ συνεχῆ κοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι ὁ μυστικισμὸς τοῦ «κὺρ-Ἀλέξανδρου» ἦταν μέσα στὸ «πνεῦμα τοῦ μυστικισμοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», φέροντας ὡστόσο καὶ τὴν προσωπική του σφραγίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου