Ζώντας «εις έντιμον πενίαν»,
λιτοδίαιτος, εσωστρεφής και μονήρης, ο κυρ Αλέξανδρος τα έβγαζε
κουτσά-στραβά στην Αθήνα χωρίς να βαρυγκομεί. Του αρκούσε συχνά να τρώει
ελιές και τυρί, να πίνει κρασί σε φτωχικά καπηλειά, να επισκέπτεται τον
ναΐσκο του αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα προσευχόμενος και ψάλλων.
Εργαζόμενος ανελλιπώς σ' εφημερίδες («Αστυ», «Ακρόπολις»,
«Εφημερίς»), γράφει διηγήματα σε συνέχειες, επιφυλλίδες, άρθρα,
μεταφράζει συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Χαρτ κ.ά.) Από τις
εκδόσεις «Κίχλη» πέρσι κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Ε.Χ. Ουέλς «Ο
αόρατος» και φέτος θ' ακολουθήσει ο κλασικός «Δράκουλας» του Μπραμ
Στόουκερ με τίτλο «Ο πύργος του Δράκουλα» σε δικές του ξεχασμένες
αριστοτεχνικές μεταφράσεις.
Δύο περιστατικά της καθημερινότητάς του δείχνουν το σπάνιο ήθος και την ξεχωριστή ευαισθησία του εργασιομανούς αυτού ανθρώπου, που «δεν είχε καιρόν ν' αποκτήση χρήματα». Τα καταγράφει ο Στέλιος Παπαθανασίου στο βιβλιαράκι του «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα άδυτα της δημοσιογραφίας», αντλώντας από τον συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα, που έζησε την ίδια εποχή με τον ταπεινό Σκιαθίτη (έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ).
* Το 1899, όταν επρόκειτο να αναλάβει καθήκοντα τακτικού μεταφραστή στην εφημερίδα «Αστυ» του Δημητρίου Κακλαμάνου, ετέθη μεταξύ άλλων και το θέμα της αμοιβής του. «Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές», του είπε ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας. Ο παρών Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος εκτελούσε χρέη χρονογράφου στην ίδια εφημερίδα, διηγείται:
«Τότε άκουσα απ' τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικώτερη απάντηση που θα μπορούσε να δώση άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι οι 150... είπε. Μου φτάνουν 100... Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέση λέξη». Κατά τον Νιρβάνα πάντοτε, ο Παπαδιαμάντης κανόνισε τη μισθοδοσία του σύμφωνα με τις ανάγκες του, και όχι ανάλογα με την αξία της εργασίας του.
** «Ητον ένα δειλινόν φθινοπώρου και ο Ηλιος έδυε μελαγχολικός οπίσω από τον βράχον της Ακροπόλεως. Είδα τότε τον Παπαδιαμάντη να βαδίζη βιαστικός προς τους στύλους του Ολυμπίου. Και είχα την ανοησίαν να τον καλέσω. Εκείνος χωρίς να σταθή καθόλου μου είπε με μίαν πικρίαν απολύτως τραγικήν...
- Αφισέ με! Πηγαίνω να προφθάσω τον Ηλιον, πριν δύση. Είναι ένας μήνας που έχω να τον ιδώ. Και ποτέ δεν τον προφθαίνω.
Κλεισμένος έως το δειλινόν μέσα εις τα γραφεία της εφημερίδος του, όταν άφινε το γραφείον του, δεν εύρισκε πλέον τον Ηλιον εις τας Αθήνας. Και έτρεχε να τον προφθάση εις τον ανοικτόν ορίζοντα, να τον αντικρύση οπίσω από την Ακρόπολιν, να τον χαιρετίση εις την κορυφήν του μακρυνού βουνού. Και έτρεχεν οπίσω από τον Ηλιον, χωρίς να τον προφθάνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου