Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στα 1851 στη
Σκίαθο· ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά (τα τέσσερα κόρες) του ιερέα
Αδαμαντίου Εμμανουήλ και της Γκιουλώς Μωραΐτη. Μονότροπος και αισθητής
και απείθαρχος από παιδί περιπλανήθηκε από σχολείο σε σχολείο και τελικά
αποφοίτησε στα 1874 από το Βαρβάκειο. Για μερικούς μήνες διέμεινε με
τον εξάδελφό του, τον Τίμο Μωραϊτίδη, στο Άγιον Όρος και ύστερα γράφτηκε
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά απαξίωσε να
ολοκληρώσει τις σπουδές του. Από το 1887 εγκαταστάθηκε μονίμως στην
Αθήνα. Κατά αραιά χρονικά διαστήματα επισκεπτόταν την ιδιαιτέρα του
πατρίδα, όπου και πέθανε από πνευμονία το 1911.
M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 229.
Ο Παπαδιαμάντης ζει στην Αθήνα τη μεταβατική εποχή των
πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και της ανάπτυξης του Τύπου, οι οποίες
ανέδειξαν έναν νέο τύπο λογίου (όχι τον αριστοκράτη, μεγαλοαστό,
θεσμικό παράγοντα που περιστασιακά ασχολείται με τη λογοτεχνία, τύπου
Ραγκαβή, Καλλιγά και Βλάχου, ούτε τον λογοτέχνη που εξαρτάται από τον
πάτρωνα, όπως ο Αχιλλεύς Παράσχος ή ο Βιζυηνός),
και ανανέωσαν τη σχέση των λογοτεχνών με το κοινό. Η σχέση μεταξύ
καθημερινής εφημερίδας και λογοτεχνίας, η οποία ενθάρρυνε την παραγωγή
έργων με ημι-βιομηχανικές μεθόδους (επιφυλλιδογραφικό μυθιστόρημα) ή την
καλλιέργεια λογοτεχνικών ειδών, όπως το διήγημα και το χρονογράφημα,
συμπίπτει με την επέκταση του αναγνωστικού κοινού που προέκυψε από την
επέκταση της εκπαίδευσης. Ο λογοτέχνης απελευθερώνεται από την εξουσία
του πάτρωνα, αλλά ειρωνικά υποτάσσεται στους νόμους της αγοράς.
[…]
Ο Παπαδιαμάντης ξεκινά τη σταδιοδρομία του ως
συγγραφέας, μπαίνοντας καθυστερημένα στον χώρο του (επιφυλλιδογραφικού)
μυθιστορήματος, και αργότερα εξίσου καθυστερημένα στο χώρο του
διηγήματος σε εφημερίδες και περιοδικά. Θεωρητικά θεραπεύει είδη και
τρόπους που ανήκουν στην ονομαζόμενη λογοτεχνία της ευρείαςκατανάλωσης,
με την έννοια ότι δεν ακολούθησε τους κανόνες, τις ενδεδειγμένες
συνταγές ή τη γλώσσα των συγκεκριμένων ειδών. Ποτέ του δεν χρησιμοποίησε
τη θητεία του στη μετάφραση και τη δημοσιογραφία για την προώθηση του
έργου του, ούτε διέθετε την επιχειρηματικότητα και τη συστηματικότητα
του επαγγελματία συγγραφέα (nulla dies sine linea, το δόγμα του Ζολά),
και αποτιμούσε και την πρωτότυπη και τη μεταφραστική του εργασία
χαμηλότερα από όσο του προσέφεραν οι εργοδότες του.
Δεν επέλεξε, εξάλλου, ποτέ τον ρόλο του συγγραφέα των
θεσμών και των διακρίσεων. Δεν μετείχε σε διαγωνισμούς, δεν ζήτησε την
προστασία παλαιοτέρων συναδέλφων του, δεν αφιέρωσε σε κανέναν
μυθιστόρημα ή διήγημά του, προσπάθησε, αλλά μάλλον δεν είχε τον χρόνο
και την ικανότητα, να εκδώσει βιβλίο, δεν διεκδίκησε βραβεία
(παρασημοφορήθηκε σε μια ομαδική απονομή την προηγουμένη του θανάτου
του), και δεν μετήλθε στρατηγικές για να κατασκευάσει το λογοτεχνικό του
status. […]
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Ο Παπαδιαμάντης στην εποχή του. Φυλλομετρώντας τα τεκμήρια αλλιώς». Το σχοίνισμα της γραφής. Παπαδιαντ(ολογ)ικές μελέτες, Gutenberg, Αθήνα 2014, 295 & 297.
Ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία με περιπετειώδη ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά εγκαίρως στράφηκε προς το «ρεαλιστικόν» διήγημα,
όπου και διέπρεψε. Η στροφή αυτή οφείλεται στην ευτυχή συγκυρία
περιρρέουσας ατμόσφαιρας και εσωτερικής παρόρμησης. Η προκήρυξη από την Εστία
στα 1883 του διαγωνισμού για το «ελληνικόν διήγημα» που θα έτερπε, θα
δίδασκε και θα εξήγειρε το αίσθημα της προς τα πάτρια αγάπης, […]
ενεθάρρυνε τους νέους διηγηματογράφους να ασχοληθούν με θέματα από τον
λαϊκό βίο και πολιτισμό. Ο αποφασιστικός ωστόσο παράγοντας για τη στροφή
στάθηκε η ανάγκη του συγγραφέα, που ένιωθε εγκλωβισμένος μέσα στην
αποπνικτική αστική ζωή της Αθήνας, να ξαναβρεί τον παράδεισο των
παιδικών του χρόνων, να αναζητήσει μέσα από λυρικές αναδρομές τον χαμένο
χρόνο της αθωότητας.
M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 230.
Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας συγγραφέας που διαμένει επί
μεγάλα διαστήματα στην Αθήνα χωρίς να γίνεται αστός. Για να κερδίσει,
πάντως, τη ζωή του ασχολείται κατά την περίοδο 1887-1910 με τη μετάφραση
και το διήγημα, τα οποία δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά.
Γράφει για ένα αστικό, ως επί το πλείστον, αναγνωστικό κοινό, το οποίο
όμως, κατά τεκμήριο, δεν έχει χάσει ολοκληρωτικά τον δεσμό του με την
επαρχία. Περιγράφει τη μικρή κοινωνία του νησιού του, όπως την θυμάται
στην πόλη, και τις περισσότερες φορές ανεπαισθήτως φέρνει σε
αντιπαραβολή τον απλό αγροτικό κόσμο του κειμένου με τον αστικό και
«εξευρωπαϊσμένο» κόσμο του αναγνώστη. Ο αστός αναγνώστης προσλαμβάνει
την αντίθεση αυτή και όλες τις άλλες που απορρέουν απ’ αυτήν (παρελθόν
vs παρόν / απλότητα vs περιπλοκότητα), συγκρίνει το παρελθόν με το παρόν
του και ενδεχομένως ασκεί κριτική στο δικό του παρόν. Η απλή κοινωνία
της Σκιάθου «ερμηνεύεται» από την προοπτική της Αθήνας. Το περιεχόμενο
του διηγήματος είναι ρεαλιστικό, η προοπτική παρουσίασής του ειδυλλιακή.
Το ειδυλλιακό, δηλαδή, είναι λιγότερο θέμα περιεχομένου και περισσότερο
θέμα προοπτικής από την οποία παρουσιάζεται και κατ’ επέκταση
σημασιοδοτείται το περιεχόμενο αυτό.
[…]
[…] ένας συγγραφέας ο οποίος από την πρωτεύουσα που
εξευρωπαΐζεται και εκμοντερνίζεται εστιάζει τη ματιά του σε μια
συγκεκριμένη περιοχή, τοπικά (εγγύς αγροτοποιμενικό παρελθόν της
Σκιάθου) και αργότερα και χρονικά περιορισμένη (παιδική ηλικία),
προκειμένου να αναδημιουργήσει έναν «μικρόκοσμο», μέσω του οποίου
συλλαμβάνει ό,τι θεωρείται κάθε φορά γι’ αυτόν πρόσφατη εκδοχή του
Παραδείσου ή της Χρυσής Εποχής. Με αυτόν τον τρόπο, το παπαδιαμαντικό
κείμενο γίνεται ένα ταξίδι μέσω της μνήμης για την ανα-από-κάλυψη της
χαμένης ενότητας του ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσμου.
Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Η ειδυλλιακή διάσταση της διηγηματογραφίας του Παπαδιαμάντη. Μερικές παρατηρήσεις και προτάσεις». Το σχοίνισμα της γραφής. Παπαδιαντ(ολογ)ικές μελέτες, Gutenberg, Αθήνα 2014, 26 & 50.
Από την πληθωρική παραγωγή του Παπαδιαμάντη πρέπει να
αποκλείσουμε πολλά διηγήματα που μόλις φτάνουν ή ξεπερνούν το μέτριο.
Πριν από το 1900 ξεχωρίζουν «Η νοσταλγός», το «Ολόγυρα στη λίμνη» (με
έναν υποβλητικό, ποιητικό τόνο), το εκτεταμένο και πλατύ αφήγημα
«Βαρδιάνος στα σπόρκα» (σαν ένας πολυπρόσωπος πίνακας, όπου όμως
κυριαρχεί το κεντρικό πρόσωπο της μητέρας και η μητρική στοργή), ο
«Έρωτας στα χιόνια» με τη λυρική του μελαγχολία. Μετά το 1900 ο λυρικός
τόνος κυριαρχεί περισσότερο: εδώ ανήκουν, το πολυδιαβασμένο «Όνειρο στο
κύμα», ο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» και το εκτενέστερο, σαν
λυρική εξομολόγηση, «Ρόδινα ακρογιάλια». Αλλά το έργο της τελευταίας
δεκαετίας, αν όχι το πιο αντιπροσωπευτικό, πάντως το πιο δυνατό του
Παπαδιαμάντη είναι Η Φόνισσα
(1903). Κεντρική μορφή στο μεγάλο αυτό αφήγημα είναι η Φραγκογιαννού (η
φόνισσα)· εξήντα χρονών πια, καθώς αναλογίζεται τα περασμένα της,
διαπιστώνει πως η γυναίκα είναι πάντα σκλάβα: των γονιών της, ανύπαντρη,
του άντρα της, παντρεμένη, ύστερα των παιδιών και στο τέλος των παιδιών
των παιδιών της. Έτσι συλλαμβάνει την ιδέα να σκοτώνει τα μικρά
κορίτσια, για να τα σώσει από τα βάσανα. Και με την έμμονη αυτή ιδέα, θα
διαπράξει μια σειρά από φόνους, και κυνηγημένη από την αστυνομία θα
πνιγεί την ώρα που ζητά καταφύγιο σε μια εκκλησιά κοντά στη θάλασσα,
«εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν,
εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης
δικαιοσύνης». Η Φόνισσα
είναι ένα δυνατό έργο ψυχογραφικό· η γυναίκα αυτή με την αβυσσαλέα
ψυχολογία, που τοποθετείται έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, είναι ένα
πρόσωπο αινιγματικό και ολότελα ξένο από τους αφελείς (πονηρούς πολλές
φορές, αλλά καλόκαρδους πάντα) νησιώτες που γεμίζουν τα άλλα του
διηγήματα. Η ψυχολογική περιγραφή δίνεται με τελείως διαφορετική
αδρότητα· και η σύνθεση είναι επίσης πυκνή και η λογοτεχνική εκτέλεση
περισσότερο προσεγμένη.
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 205-206.
Σύμφυτη με την πεποικιλμένη θεματολογία και με τη
γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων είναι και η γλώσσα. Η καθαρεύουσα
εμφανίζεται σε διάφορες μορφές (πάντοτε όμως αβρά και χαρίεσσα) στο λόγο
του αφηγητή και των προσώπων που έχουν κάποια μόρφωση. Στις περιγραφές
τοπίων και ψυχών αυτή η απλή καθαρεύουσα συνοφρυούται σε αυστηρή
αρχαΐζουσα. Η δημοτική χρησιμοποιείται στους περισσότερους τίτλους των
διηγημάτων […], στην εσωτερική αφήγηση, σε διαλόγους και ενίοτε στον
λόγο του κύριου αφηγητή. Σε ένα τρίτο επίπεδο συνωθούνται διάλεκτοι
(ιδίως το σκιαθίτικο ιδίωμα) και ιδιόλεκτα.
Ό,τι θαυμάζουν οι μεν στον Παπαδιαμάντη, οι άλλοι το
κατακρίνουν. Ορισμένοι κριτικοί τού προσάπτουν αδυναμίες καλλιτεχνικής
φύσης: στοιχειώδης πλοκή, έλλειψη σχεδίου, παρεμβολές στη ροή της
αφήγησης, σχοινοτενείς επίπεδες περιγραφές, αναιμικοί επαναλαμβανόμενοι
και τυποποιημένοι χαρακτήρες, προχειρογραφία. Άλλοι πάλι (ή και οι
ίδιοι) ψέγουν τον συγγραφέα για παρακμιακό βυζαντινισμό, για
οπισθοδρομική νοοτροπία, για μοιρολατρία, για στρουθοκαμηλισμό αναφορικά
με τα ουσιώδη προβλήματα που ταλάνιζαν την εποχή του, για θρησκοληψία,
για τον πεσιμιστικό του νατουραλισμό που ενίοτε φτάνει στα άκρα (Η φόνισσα). […]
Mιχάλης Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος, Αθήνα 2003, 231-232.
Άμα διαβάσει κανείς ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη,
θέλγεται και από το υλικό και από το παρουσίασμα· άμα διαβάσει δύο, η
εντύπωση ελαττώνεται· άμα διαβάσει κανείς πολλά, η αγαθή εντύπωση
σβήνει, όχι μόνο εξαιτίας της μονότροπης τεχνικής, αλλά γιατί
ξαναβρίσκει συχνά τα ίδια θέματα και τα ίδια μοτίβα: ούτε εξέλιξη, ούτε
καν ανανέωση. Ένας κόσμος κλειστός, ευχάριστος στην πρώτη επαφή και
αποπνικτικός στην διάρκειά του. […] Ύφος, έκφραση, γλώσσα σχεδόν τυχαία·
καμιά επίτευξη στην κατεύθυνση αυτή. Η παρεμβολή του αφηγητή γίνεται
βαριά και αδέξια: ψυχρά λογοπαίγνια, αναφορές σε περιστατικά που
πρόκειται να ακολουθήσουν, πρωθύστερα, παρενθέσεις, αποσιωπητικά,
επιφωνήματα, όλες οι ουλές όσες αφήνει στον λόγο η προχειρογραφία,
ξαναβρίσκονται αδιάκοπα στο έργο του. […]
[…] Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους
που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός
είδους προπαρασκευή· η γενιά, που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή,
επόμενο είταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη: το νόημα
της τέχνης υπάρχει μόνο στην άλλη παράταξη, που μοχθεί για να
δημιουργήσει, που παλεύει ανεβαίνοντας αργά ανάμεσα στην αδιαφορία του
κοινού και στην αποδοκιμασία των λογίων όσοι νομίζουν πως κρατούν την
παράδοση. […]
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 501-502.
Τι απομένει λοιπόν από το έργο τούτο σήμερα; Ασφαλώς, η
εποχή του άκριτου θαυμασμού και του λαϊκισμού, των γλωσσικών φανατισμών
και των μεταφυσικών δογματισμών, των μεγάλων ναι και των μεγάλων όχι,
μοιάζει κιόλας αρκετά μακρινή και, οπωσδήποτε, δεν είναι πια η δική μας.
Σιγά-σιγά, με τα χρόνια και με τη συμβολή μιας απαιτητικότερης
κριτικής, ο συγγραφέας μας έχασε την πρώτη λάμψη του θρύλου του και
αντιμετωπίστηκε με πιο νηφάλιο τρόπο. Σήμερα ξέρουμε πως το έργο του δεν
διαθέτει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ένα απρόσκοπτο
ταξίδι μέσα στο χρόνο: ούτε η προχειρογραφία, ούτε η στατικότητα, ούτε η
αφέλεια αποτελούν αξίες ικανές να προστατέψουν από τις φουρτούνες, αν
όχι από το ναυάγιο. Ο διασαλπισμένος ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη, άκριτος και χωρίς δυναμικές προεκτάσεις, δεν είναι στην ουσία του, παρά ένας ηθογραφικός νατουραλισμός,
συνδεδεμένος με το πνεύμα και με το γράμμα μιας ορισμένης εποχής.[…] Η
σκέψη του συγγραφέα μας, γεμάτη κοινούς τόπους, ελάχιστα μαρτυρεί τον
άνθρωπο που χρησιμοποιεί το δικό του μυαλό· τα ψυχρά του λογοπαίγνια δεν
προδίδουν μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ· η δημοσιογραφική του γραφή
μεταβάλλει τα περισσότερα διηγήματά του σε ανολοκλήρωτα ρεπορτάζ,
σταματημένα σχεδόν αυθαίρετα ή συνεχιζόμενα δίχως λόγο.
Κι όμως, παρόλα τα ολοφάνερα ελαττώματά του, το έργο
του Παπαδιαμάντη δεν παύει ν’ ασκεί επάνω μας μιαν ιδιότυπη γοητεία.
Πολλές φορές, κάτι από το ρίγος που μας δίνουν οι μεγάλοι ποιητές
αναδύεται πίσω από τη νοσταλγία του και την ακαταμέτρητη, αρχαϊκή του
θλίψη. […] Γιατί εδώ, σ’ αυτήν την ποιητική και λυρική διάσταση, τη
διαποτισμένη με πολλή βυζαντινή υμνογραφία και με ακόμη περισσότερο
ανθρώπινο πόνο, μπορούμε, θαρρώ, ν’ αναζητήσουμε το μυστικό της γοητείας
του Παπαδιαμάντη, ή, με άλλα λόγια, την ειδοποιό διαφορά του από μιαν ηθογραφία τύπου Δροσίνη
και Χρήστου Χρηστοβασίλη. Αν υπάρχει ένα μέρος του παπαδιαμαντικού
έργου που ν’ αποτελεί πραγματικά ένα ποιοτικό άλμα —ας πούμε: καμιά
εικοσαριά διηγήματα, εκτός από τη Φόνισσα—
είναι ακριβώς το μέρος αυτό που φορτίζεται, περισσότερο από οποιοδήποτε
άλλο, με το ποιητικό δυναμικό του δημιουργού του. Δεν είναι αποτέλεσμα
εξέλιξης ή ωρίμανσης (οι λέξεις αυτές δεν έχουν θέση στον κόσμο του
Παπαδιαμάντη). Είναι αποτέλεσμα ψυχικών εντάσεων κι ευνοϊκών στιγμών.
[…] Είναι οι στιγμές όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο εισβάλλει με όλη
την αμεσότητά του και η ποιητική ένταση ταυτίζει την ποιότητα με τη
μαρτυρία.
Παναγιώτης Μουλλάς, «Εισαγωγή». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος, Ερμής, Αθήνα 1974, σ.ξγ΄- ξδ΄.
Πού όμως ακριβώς θα μπορούσε να τοποθετηθεί και επομένως να αναζητηθεί η ποιητικότητα του έργου του Παπαδιαμάντη […];
[…] Μπορούμε […] γενικά να πούμε ότι η ποιητικότητα
του παπαδιαμαντικού έργου εντοπίζεται στον μη αναπαραστατικό χαρακτήρα
του, στην άρνηση δηλαδή του Παπαδιαμάντη να δει τον κόσμο με το μάτι του
απλού θεατή και του κοινού παρατηρητή και να τον περιγράψει σύμφωνα με
την κοινή εμπειρία, τις ταξινομήσεις και τις κατηγοριοποιήσεις που μας
προσφέρει και τελικά επιβάλλει η κοινή εμπειρία. Η ποιητικότητα του
Παπαδιαμάντη συνίσταται σ’ αυτόν τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο
θεάται τον κόσμο, τρόπο που κάνει ώστε στο έργο του «τα πάντα συμβαίνουν
σα να επρόκειτο η πραγματικότητα να αναδυθεί ως νέα κατηγορία», για να
θυμηθούμε για την περίπτωση τα λόγια του Παστερνάκ. Γιατί παράλληλα με
τον υπαρκτό κόσμο της Σκιάθου, ποιος είναι αυτός ο «άλλος» κόσμος που
μας παρουσιάζει και ο Παπαδιαμάντης και στον οποίο συμβαίνουν πολλά που
αντιβαίνουν στην κοινή λογική και στην κοινή εμπειρία; Σ’ αυτή τη νέα
κατηγορία πραγμάτων προσπαθεί επομένως να δώσει ένα όνομα.
Αν μάλιστα είμαστε πιο προσεχτικοί θα αντιληφθούμε ότι
ο «διασαλπισμένος ρεαλισμός του», οι διαβεβαιώσεις του ότι απλώς
καταγράφει πιστά και τίποτα δεν επινοεί, αυτήν την άλλη πραγματικότητα
υπερασπίζονται, την απίθανη, και δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο
ομολογία ότι συμμορφώνεται με τις αρχές, τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και
τις υποδείξεις της σύγχρονής του ρεαλιστικής πεζογραφίας.
Οι φανερές διαβεβαιώσεις για ρεαλισμό στην πραγματικότητα υπονομεύουν
τον αναπαραστατικό χαρακτήρα του έργου του και λειτουργούν τελικά ως
κριτική της ρεαλιστικής γραφής. Όπως ακριβώς το ίδιο κάνει και με τις τολμηρές παρεμβάσεις του συγγραφέα στο Έρως-Ήρως και στη Νοσταλγό,
που κι αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως δείγματα απελευθέρωσης της
συγγραφικής πράξης από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η δημιουργία ενός
αποδεκτού με τα τρέχοντα ειδολογικά κριτήρια πεζογραφήματος. […]
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού έργου», περ. Διαβάζω, τχ. 165 (8 Απρ. 1987) 53-54.
[…] τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη παρουσιάζουν έντονα τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, καίτοι συνήθως θεωρείται ο ίδιος ηθογράφος-ρεαλιστής. […]
[…] δύο θέματα […] παρουσιάζονται συχνά στα διηγήματα
του Παπαδιαμάντη, τα οποία είναι θεμελιώδη και στο πεζογραφικό και
ποιητικό έργο της ευρωπαϊκής ρομαντικής εποχής […]. Τα θέματα αυτά είναι
πρώτον ο προέχων ρόλος της φύσης και δεύτερον ο ανέφικτος έρωτας. […]
Αυτή η παρατήρηση μας φέρνει σε άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό που συνδέει τον Παπαδιαμάντη με τους Ευρωπαίους ρομαντικούς:
τον τρόπο που παρουσιάζει τον έρωτα. Αυτό που διακρίνει το μεγάλο μέρος
των ερωτικών ιστοριών της ρομαντικής εποχής από τις παλαιότερες είναι
πρώτα η λεπτομερής περιγραφή της αγωνίας και της εσωτερικής διαταραχής
του ερωτευμένου και, δεύτερον, η συχνή παρουσίαση του έρωτα ως ανέφικτου
ή ανεκπλήρωτου. Ο κατάλογος των ηρώων και ηρωίδων που δυστυχούν στην
ερωτική τους ζωή είναι όπως ξέρουμε πολύ μακρύς στη ρομαντική λογοτεχνία.
Στον Παπαδιαμάντη πάνω από δέκα διηγήματα ασχολούνται με το θέμα του
ανέφικτου έρωτα. […] Στον «Έρωτα-Ήρωα» την αγαπημένη την παντρεύουν με
άλλο, στην «Νοσταλγό» η αγαπημένη είναι κιόλας παντρεμένη, στο «Ολόγυρα
στη Λίμνη» ο ήρωας είναι πολύ μικρός (μικρότερος και από το βοσκόπουλο
στο «Όνειρο στο Κύμα»), στον «Έρωτα στα Χιόνια» η προχωρημένη ηλικία του
ήρωα και οι περιστάσεις της ζωής του γίνονται ανυπέρβλητα εμπόδια. Στο
«Για την Περηφάνια» και η κοπέλα και η μητέρα της δεν θέλουν το
συνοικέσιο. Τον Σημαδιακό στο ομώνυμο διήγημα τον περιπαίζει η
εμπνεύστρια της αγάπης του, και στο «Απόλαυσις στη Γειτονιά», ένα από τα
αθηναϊκά διηγήματα, ο ερωτευμένος αυτοκτονεί γιατί τον απορρίπτει η
κοπέλα. Στον «Έρωτα-Ήρωα», τον «Έρωτα στα Χιόνια», στην «Φαρμακολύτρια»,
και στα «Ρόδιν’ Ακρογιάλια» βρίσκουμε τις χαρακτηριστικές για τον ρομαντισμό περιγραφές της αγωνίας και της απελπισίας του ερωτευμένου που δεν βρίσκει ανταπόκριση.
Η αφήγηση όλων των διηγημάτων αυτών (εκτός από το
«Απόλαυσις στη Γειτονιά») γίνεται από τη σκοπιά του άντρα. Ο
Παπαδιαμάντης δεν περιγράφει τα ερωτικά πάθη των γυναικών. Γενικά, […] ο
Παπαδιαμάντης εξιδανικεύει τη νέα γυναίκα. […]
Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, «Ο Παπαδιαμάντης και η παράδοση του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού». Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Δόμος, Αθήνα 1996, σ. 387-388 & 393-394.
Αν δει κανείς τον Παπαδιαμάντη μόνον αισθητικά, χάνει
την ουσία του. Αν τον δει μόνον θρησκευτικά, τότε χάνεται η μοναδικότητά
του και μετατρέπεται σε ένα είδος λογοτεχνίας «με θέση». Στην πρώτη
περίπτωση μάλλον θα προσληφθεί μέσα στο πλαίσιο του διηγήματος του 1880 ή
όποιου λογοτεχνικού είδους είναι πλησιέστερα στον ορίζοντα των νέων
αναγνωστών, στη δεύτερη αποτιμάται θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τη
γενικότερη ιδεολογική τοποθέτηση του αναγνώστη. Μπορεί να πει κανείς,
μάλιστα, ότι όλες οι μέχρι τώρα αξιολογικές κρίσεις για τον Παπαδιαμάντη
είναι απόρροια των ποικίλων συνδυασμών των δύο αυτών αξόνων. Όποιοι
παραδέχονται τις πεποιθήσεις του, βρίσκουν ιδιοφυή και τη μορφή του
κειμένου. Όποιοι διαφωνούν με τις πεποιθήσεις του, βρίσκουν ελαττώματα
και στη μορφή. Είναι πολύ λιγότερες οι περιπτώσεις (και νεότερες στην
ιστορία της πρόσληψης), που η διαφωνία με τις πεποιθήσεις δεν ακυρώνει
την αισθητική απόλαυση του κειμένου […], ή που ο Παπαδιαμάντης
διαβάζεται με τέτοιον τρόπο ώστε οι πεποιθήσεις του κειμένου να μοιάζουν
με τις πεποιθήσεις του αναγνώστη […]. Όπως με μοναδική ευστοχία το
διατύπωσε ο [Κωστής] Παπαγιώργης: «Αν υπάρχουν δύο Παπαδιαμάντηδες,
πάντα ο ένας θα θυσιάζεται εν ονόματι του άλλου» […].
Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Μικρή εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη». Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, 33-34.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου