Στο άρθρο του περασμένου Σαββάτου
είχα αναφερθεί και στην κόντρα του παρουσιαστή Κ. Μπογδάνου με τον
δήμαρχο Ζακύνθου, με αφορμή τα όσα είπε ο πρώτος για τον Διονύσιο
Σολωμό, χωρίς ωστόσο να μπω στην ουσία του θέματος. Σε συνέχεια αυτής
της αντιπαράθεσης, ο παρουσιαστής προσκάλεσε τη Δευτέρα στην εκπομπή του
τον συγγραφέα (και τ. βουλευτή) Πέτρο Τατσόπουλο για μια συζήτηση που
ξεκίνησε από αυτή τη διένεξη αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα.
Στη συζήτηση αυτή, ο Π. Τατσόπουλος ανέφερε ως γεγονός κάτι που μου φαίνεται ότι δεν αληθεύει -και επειδή το άκουσε αρκετός κόσμος, και αφού ένας από τους σκοπούς του ιστολογίου είναι και η αναζήτηση της αλήθειας και η ανασκευή μύθων ειδικά σε σχέση με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, θέλω να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σε αυτό.
Το θέμα το έχω ήδη συζητήσει στο Φέισμπουκ, και μάλιστα με συμμετοχή του άμεσα εμπλεκόμενου, αλλά οι συζητήσεις του Φέισμπουκ έχουν το κακό ότι δεν διατηρούνται στην επιφάνεια και δεν γκουγκλίζονται (όταν γίνονται σε προσωπικές σελίδες), οπότε μεταφέρω εδώ κάποια πράγματα.
Λοιπόν, στην εκπομπή της Δευτέρας 15/2, ο Πέτρος Τατσόπουλος, που είναι πολύ καλός συζητητής κατά τη γνώμη μου, υποστήριξε ότι τις μεγάλες μορφές σαν τον Σολωμό δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε σαν ιερές αγελάδες, ότι έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, άρα και ελαττώματα. Και συνέχισε λέγοντας πως ο Σολωμός ήταν «ένας βασανισμένος άνθρωπος, όπως εξίσου βασανισμένος άνθρωπος ήταν ο Παπαδιαμάντης».
Φτάνουμε στο σημείο που μας ενδιαφέρει. Λέει ο Τατσόπουλος (απομαγνητοφωνώ):
«Θες να σου πω κάτι εξίσου προκλητικό για τον Παπαδιαμάντη; Ξέρεις ότι τον Παπαδιαμάντη, πέντε-έξι μέρες αφότου τον είχανε θάψει στη Σκιάθο, τον ξεθάψανε, αυτοί οι οποίοι…. η Σκιάθος, αν την ξέρει κάποιος στον κόσμο, είναι από τον Παπαδιαμάντη… γιατί τον ξεθάψανε; Ως αλκοολικό. Ως άγος της εποχής. Αυτοί οι άνθρωποι οι βασανισμένοι από τους συγκαιρινούς τους πρώτα απ’ όλα, που περάσανε των παθών τους τον τάραχο όσο ζούσανε, κι είχανε φυσικά αδυναμίες κι όλ’ αυτά, γίνονται μετά ιερές αγελάδες και δεν τις αγγίζει κανένας…»
Νομίζω ότι έκανα πιστά την απομαγνητοφώνηση, διατηρώντας την ατημελησία του προφορικού λόγου, αλλά αν θέλετε να ακούσετε με τ’ αυτιά σας το βιντεάκι είναι εδώ και το επίμαχο στιγμιότυπο είναι γύρω στο 3.44. (Δεν θα σχολιάσω τον χαρακτηρισμό «εννέα κολασμένα λεπτά», όπως χαρακτηρίζει τη συζήτηση ο χρήστης που την ανέβασε στο Γιουτιούμπ).
Μας είπε, λοιπόν, ο Τατσόπουλος, ότι τον Παπαδιαμάντη οι Σκιαθιτες τον ξέθαψαν μερικές μέρες μετά την ταφή του, επειδή ήταν αλκοολικός, «ως άγος».
Για παπαδιαμαντολόγος δεν περνιέμαι. Μπορεί να ανακάλυψα το αθησαύριστο διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», αλλά έχω ελλιπή εποπτεία της παπαδιαμαντικής βιβλιογραφίας, και πολλές αντιπαραθέσεις (π.χ. του Σονιέ με τον Τριανταφυλλόπουλο) τις έχω παρακολουθήσει αποσπασματικά. Οπότε, δεν έχει και μεγάλη αξία το να πω ότι ποτέ δεν έχω ακούσει για τέτοιο περιστατικό εκταφής.
Από την άλλη, μου φάνηκε εντελώς απίθανο να έγινε και ακόμα περισσότερο, αν έγινε, να μην βούιξε ο τόπος. Έχω αποδελτιώσει άλλωστε εφημερίδες της εποχής (του 1911, ας πούμε) χωρίς να συναντήσω τίποτα τέτοιο. Έγραψα λοιπόν στο Φέισμπουκ τα παραπάνω, προσθέτοντας ότι «όσο κι αν θεωρώ τον Τατσόπουλο σοβαρό, ή τουλάχιστον σοβαρότερον από τον Μπογδάνο (δεν είναι και δύσκολο), θα ήθελα να δω μια πηγή για να το πιστέψω» και αναρωτήθηκα αν ξέρει κανείς τίποτα.
Επειδή είχα «ταγκάρει» τον Τατσόπουλο (δηλαδή, τον είχα ειδοποιήσει ότι κάτι έγραψα γι’ αυτόν), στη συζήτηση πήρε μέρος κι εκείνος, και έγραψε, μεταξύ άλλων:
Δεν θυμάμαι πού το είχα διαβάσει, αλλά μου φαίνεται μάλλον απίθανο να το έβγαλα από το κεφάλι μου. Πρώτη φορά το ανέφερα το 1991, στο «Δέντρο» (τεύχος 60-61, Μάρτιος-Απρίλιος 1991), σε μια εκτενή συζήτηση για τη νεοελληνική λογοτεχνία, μαζί με τον Ευγένιο Αρανίτση, τον Δημοσθένη Κούρτοβικ και -από πλευράς «Δέντρου»- τον Τάσο Γουδέλη και τον Κώστα Μαυρουδή. Εκεί μιλάμε εν εκτάσει για τον Παπαδιαμάντη κι εγώ λέω σε μια αποστροφή επί λέξει: «Μα οι Σκιαθίτες ξέθαψαν το συγγραφέα που μίλησε με τον καλύτερο και παραστατικότερο τρόπο για το νησί τους, μέσα σε τρεις μέρες από την ταφή του, γιατί ήταν λέει αλκοολικός και το στίγμα του τόπου» (σελίδα 36). Κανένας από τους παρισταμένους δεν αμφισβητεί την πληροφορία που δίνω και, σου επαναλαμβάνω, αποκλείω το ενδεχόμενο να την επινόησα διότι, πέραν των άλλων, δεν είχα και κανέναν απολύτως λόγο για να κάνω κάτι τέτοιο σε μια φιλολογική συζήτηση, σε φιλικό κλίμα και χωρίς διάθεση πολεμικής από κανέναν συζητητή. Προφανώς την είχα διαβάσει τότε -πάνε 25 χρόνια τώρα- και την είχα νωπή στη μνήμη μου. Λυπάμαι αν δεν μπορώ να σε διαφωτίσω περισσότερο.
Η παραπομπή που δίνει ο Τατσόπουλος είναι ακριβής. Αν θέλετε να
διαβάσετε ολόκληρη την (εκτενέστατη, δεκάδες σελίδες πιάνει) συζήτηση,
το τεύχος κατά σύμπτωση βρίσκεται ονλάιν, αν και θα παιδευτείτε ίσως με τη φυλλομέτρηση.
Βέβαια, δεν πρόκειται για πηγή που να τεκμηριώνει ότι οι Σκιαθίτες όντως ξέθαψαν τον Παπαδιαμάντη επειδή θεώρησαν ότι τους ντρόπιαζε. Ο Τατσόπουλος κάτι είχε διαβάσει, το ανέφερε σε μια ομήγυρη λογοτεχνών, κανείς από τους τέσσερις παριστάμενους δεν εξεγέρθηκε ακούγοντάς το, οπότε υποθέτω πως ενέταξε την αφήγηση αυτή στο προσωπικό του ρεπερτόριο, δηλαδή στο απόθεμα από εντυπωσιακές ιστορίες, ανέκδοτα, ευτράπελες διηγήσεις ή σπαζοκεφαλιές, που έχει ο καθένας μας, και από το οποίο αντλεί υλικό όταν συζητάει, είτε αυτό γίνεται στα τηλεοπτικά πλατό είτε στο τραπέζι του τσιπουράδικου.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο. Και για να μη στηρίζομαι μόνο στη δική μου εντύπωση, υπέβαλα το ερώτημα στους δύο ανθρώπους που έχουν, αυτή τη στιγμή, τις περισσότερες γνώσεις και τη μεγαλύτερη εποπτεία για το έργο του Παπαδιαμάντη -εννοώ τον Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο, τον επιμελητή της μνημειώδους κριτικής έκδοσης των Απάντων του Ππδ. και την κόρη του τη Λαμπρινή: ούτε ο ένας ούτε η άλλη έχουν ακούσει το παραμικρό για μια τέτοια ιστορία.
Για τον θάνατο και την ταφή του Παπαδιαμάντη υπάρχουν μαρτυρίες συγκαιρινών του. Από πουθενά δεν τεκμαίρεται αντιπάθεια ή έχθρα των Σκιαθιτών προς το πρόσωπό του (ιδίως μάλιστα για κάτι που δεν θεωρείται βαρύ ή ατιμωτικό «αμάρτημα» στην παράδοσή μας). Αντίθετα, στον έκτο τόμο των Απάντων του Βαλέτα, όπως με πληροφορεί φίλος (δεν τον έχω πρόχειρο) σημειώνεται ότι τον έκλαψε όλη η Σκιάθος και ότι το αμέσως επόμενο διάστημα έρχονταν από την Αθήνα φίλοι του ή άλλοι διάσημοι (οπως η πριγκίπισσα Μαρία) να προσκυνήσουν στο μνήμα του.
Οπότε, νομίζω πως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως αν δεν υπάρξει κάποια ατράνταχτη πηγή, το περιστατικό με την εκταφή μέσα σε λίγες μέρες δεν συνέβη ποτέ.
Εκταφή όμως συνέβη, και ίσως εδώ να βρίσκεται ο κόκκος αλήθειας του μύθου. Έγινε ανακομιδή. Γράφει ο Οκτάβιος Μερλιέ στο βιβλίο του «Skiathos, île grecque», σε μετάφραση Νάσου Δετζώρτζη. Το απόσπασμα είναι αρκετά γνωστό (κατά σύμπτωση υπάρχει κι αυτό ονλάιν) αφού δημοσιεύτηκε στο περίφημο αφιέρωμα της “Νέας Εστίας” για τον Παπαδιαμάντη τα Χριστούγεννα του 1941 και έχει αναδημοσιευτεί πολλές φορές:
Στο μικρό κοιμητήρι της Σκιάθου, τάφος με τ’ όνομα του Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει πια· σου δείχνουν μόνο τον τόπο όπου τον έθαψαν και το πεύκο που φύτεψαν. Κατά την ελληνική συνήθεια, τρία χρόνια μετά το θάνατό του τα οστά του τα ξέθαψαν, και στην εκκλησιά της Παναγίας, στην Απάνω Ενορία, υπάρχει ακόμα ένα μικρό κιβώτιο μ’ ένα κρανίο και λίγα κόκκαλα, ένα μικρό κίτρινο κρανίο που η γρια που σας το δείχνει το ασπάζεται, ευλαβικά η μηχανικά, ποιός ξέρει; Τα παιδιά της γειτονιάς, σιωπηλά μία στιγμή, κυττάνε με περιέργεια τον ξένο που θωρεί τα φτωχά αυτά λείψανα τ’ απιθωμένα ανέμελα στο περβάζι ενός παράθυρου εκκλησιάς.
Οπότε, εικάζω πως ο νεαρός Τατσόπουλος, διαβάζοντας αχόρταγα, μπέρδεψε την ιστορία της ανακομιδής των λειψάνων του Παπαδιαμάντη ύστερα απο τρία χρόνια με την ιστορία, πιθανώς, του Θεόφιλου Καΐρη, που πράγματι του άνοιξαν τον τάφο οι συμπατριώτες του κι έριξαν μέσα ασβέστη επειδή τον θεωρούσαν αιρετικό, κι έφτιαξε μια νέα αφήγηση, η οποία, όσο περισσότερο την επαναλάμβανε στις παρέες του τόσο περισσότερο εδραιωνόταν. Όπως σχολίασε ο φίλος μας ο Γρηγόρης στο Φέισμπουκ, αν ισχύει κάτι τέτοιο «είναι ένα καλό παράδειγμα του πόσο ξεγελάει η μνήμη. Κι επίσης του ότι οι περισσότερες «προφορικές παραδόσεις», τουλάχιστον αυτές του 20ου αιώνα, εδράζονται σε κάποιο γραπτό και συνήθως λόγιο κατασκεύασμα».
Δεν μπορώ βέβαια να αποκλείσω εντελώς το ενδεχόμενο να υπάρχει κάποια γραπτή πηγή που να αναφέρει για εκταφή στις τρεις μέρες (και πώς άραγε να αποδείξεις ότι δεν υπάρχει κάτι; ) Η δημοσίευση του σημερινού άρθρου έχει και αυτόν τον σκοπό, δηλαδή να γίνουν περαιτέρω σχόλια για το θέμα και να αναφερθούν πτυχές που ίσως έχουν παραλειφθεί. Αν κάνω λάθος, θα ζητήσω ταπεινά και δημόσια συγνώμη από τον Πέτρο Τατσόπουλο για την αμφισβήτηση. Αν πάλι φανεί ότι έχω δίκιο, ίσως θα πρέπει να επανορθώσει εκείνος ή τουλάχιστον να πάψει να αφηγείται αυτή την, εντυπωσιακή, δεν λέω, ιστορία.
Στη συζήτηση αυτή, ο Π. Τατσόπουλος ανέφερε ως γεγονός κάτι που μου φαίνεται ότι δεν αληθεύει -και επειδή το άκουσε αρκετός κόσμος, και αφού ένας από τους σκοπούς του ιστολογίου είναι και η αναζήτηση της αλήθειας και η ανασκευή μύθων ειδικά σε σχέση με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, θέλω να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σε αυτό.
Το θέμα το έχω ήδη συζητήσει στο Φέισμπουκ, και μάλιστα με συμμετοχή του άμεσα εμπλεκόμενου, αλλά οι συζητήσεις του Φέισμπουκ έχουν το κακό ότι δεν διατηρούνται στην επιφάνεια και δεν γκουγκλίζονται (όταν γίνονται σε προσωπικές σελίδες), οπότε μεταφέρω εδώ κάποια πράγματα.
Λοιπόν, στην εκπομπή της Δευτέρας 15/2, ο Πέτρος Τατσόπουλος, που είναι πολύ καλός συζητητής κατά τη γνώμη μου, υποστήριξε ότι τις μεγάλες μορφές σαν τον Σολωμό δεν πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε σαν ιερές αγελάδες, ότι έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, άρα και ελαττώματα. Και συνέχισε λέγοντας πως ο Σολωμός ήταν «ένας βασανισμένος άνθρωπος, όπως εξίσου βασανισμένος άνθρωπος ήταν ο Παπαδιαμάντης».
Φτάνουμε στο σημείο που μας ενδιαφέρει. Λέει ο Τατσόπουλος (απομαγνητοφωνώ):
«Θες να σου πω κάτι εξίσου προκλητικό για τον Παπαδιαμάντη; Ξέρεις ότι τον Παπαδιαμάντη, πέντε-έξι μέρες αφότου τον είχανε θάψει στη Σκιάθο, τον ξεθάψανε, αυτοί οι οποίοι…. η Σκιάθος, αν την ξέρει κάποιος στον κόσμο, είναι από τον Παπαδιαμάντη… γιατί τον ξεθάψανε; Ως αλκοολικό. Ως άγος της εποχής. Αυτοί οι άνθρωποι οι βασανισμένοι από τους συγκαιρινούς τους πρώτα απ’ όλα, που περάσανε των παθών τους τον τάραχο όσο ζούσανε, κι είχανε φυσικά αδυναμίες κι όλ’ αυτά, γίνονται μετά ιερές αγελάδες και δεν τις αγγίζει κανένας…»
Νομίζω ότι έκανα πιστά την απομαγνητοφώνηση, διατηρώντας την ατημελησία του προφορικού λόγου, αλλά αν θέλετε να ακούσετε με τ’ αυτιά σας το βιντεάκι είναι εδώ και το επίμαχο στιγμιότυπο είναι γύρω στο 3.44. (Δεν θα σχολιάσω τον χαρακτηρισμό «εννέα κολασμένα λεπτά», όπως χαρακτηρίζει τη συζήτηση ο χρήστης που την ανέβασε στο Γιουτιούμπ).
Μας είπε, λοιπόν, ο Τατσόπουλος, ότι τον Παπαδιαμάντη οι Σκιαθιτες τον ξέθαψαν μερικές μέρες μετά την ταφή του, επειδή ήταν αλκοολικός, «ως άγος».
Για παπαδιαμαντολόγος δεν περνιέμαι. Μπορεί να ανακάλυψα το αθησαύριστο διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», αλλά έχω ελλιπή εποπτεία της παπαδιαμαντικής βιβλιογραφίας, και πολλές αντιπαραθέσεις (π.χ. του Σονιέ με τον Τριανταφυλλόπουλο) τις έχω παρακολουθήσει αποσπασματικά. Οπότε, δεν έχει και μεγάλη αξία το να πω ότι ποτέ δεν έχω ακούσει για τέτοιο περιστατικό εκταφής.
Από την άλλη, μου φάνηκε εντελώς απίθανο να έγινε και ακόμα περισσότερο, αν έγινε, να μην βούιξε ο τόπος. Έχω αποδελτιώσει άλλωστε εφημερίδες της εποχής (του 1911, ας πούμε) χωρίς να συναντήσω τίποτα τέτοιο. Έγραψα λοιπόν στο Φέισμπουκ τα παραπάνω, προσθέτοντας ότι «όσο κι αν θεωρώ τον Τατσόπουλο σοβαρό, ή τουλάχιστον σοβαρότερον από τον Μπογδάνο (δεν είναι και δύσκολο), θα ήθελα να δω μια πηγή για να το πιστέψω» και αναρωτήθηκα αν ξέρει κανείς τίποτα.
Επειδή είχα «ταγκάρει» τον Τατσόπουλο (δηλαδή, τον είχα ειδοποιήσει ότι κάτι έγραψα γι’ αυτόν), στη συζήτηση πήρε μέρος κι εκείνος, και έγραψε, μεταξύ άλλων:
Δεν θυμάμαι πού το είχα διαβάσει, αλλά μου φαίνεται μάλλον απίθανο να το έβγαλα από το κεφάλι μου. Πρώτη φορά το ανέφερα το 1991, στο «Δέντρο» (τεύχος 60-61, Μάρτιος-Απρίλιος 1991), σε μια εκτενή συζήτηση για τη νεοελληνική λογοτεχνία, μαζί με τον Ευγένιο Αρανίτση, τον Δημοσθένη Κούρτοβικ και -από πλευράς «Δέντρου»- τον Τάσο Γουδέλη και τον Κώστα Μαυρουδή. Εκεί μιλάμε εν εκτάσει για τον Παπαδιαμάντη κι εγώ λέω σε μια αποστροφή επί λέξει: «Μα οι Σκιαθίτες ξέθαψαν το συγγραφέα που μίλησε με τον καλύτερο και παραστατικότερο τρόπο για το νησί τους, μέσα σε τρεις μέρες από την ταφή του, γιατί ήταν λέει αλκοολικός και το στίγμα του τόπου» (σελίδα 36). Κανένας από τους παρισταμένους δεν αμφισβητεί την πληροφορία που δίνω και, σου επαναλαμβάνω, αποκλείω το ενδεχόμενο να την επινόησα διότι, πέραν των άλλων, δεν είχα και κανέναν απολύτως λόγο για να κάνω κάτι τέτοιο σε μια φιλολογική συζήτηση, σε φιλικό κλίμα και χωρίς διάθεση πολεμικής από κανέναν συζητητή. Προφανώς την είχα διαβάσει τότε -πάνε 25 χρόνια τώρα- και την είχα νωπή στη μνήμη μου. Λυπάμαι αν δεν μπορώ να σε διαφωτίσω περισσότερο.
Βέβαια, δεν πρόκειται για πηγή που να τεκμηριώνει ότι οι Σκιαθίτες όντως ξέθαψαν τον Παπαδιαμάντη επειδή θεώρησαν ότι τους ντρόπιαζε. Ο Τατσόπουλος κάτι είχε διαβάσει, το ανέφερε σε μια ομήγυρη λογοτεχνών, κανείς από τους τέσσερις παριστάμενους δεν εξεγέρθηκε ακούγοντάς το, οπότε υποθέτω πως ενέταξε την αφήγηση αυτή στο προσωπικό του ρεπερτόριο, δηλαδή στο απόθεμα από εντυπωσιακές ιστορίες, ανέκδοτα, ευτράπελες διηγήσεις ή σπαζοκεφαλιές, που έχει ο καθένας μας, και από το οποίο αντλεί υλικό όταν συζητάει, είτε αυτό γίνεται στα τηλεοπτικά πλατό είτε στο τραπέζι του τσιπουράδικου.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πράγματι συνέβη κάτι τέτοιο. Και για να μη στηρίζομαι μόνο στη δική μου εντύπωση, υπέβαλα το ερώτημα στους δύο ανθρώπους που έχουν, αυτή τη στιγμή, τις περισσότερες γνώσεις και τη μεγαλύτερη εποπτεία για το έργο του Παπαδιαμάντη -εννοώ τον Νίκο Δ. Τριανταφυλλόπουλο, τον επιμελητή της μνημειώδους κριτικής έκδοσης των Απάντων του Ππδ. και την κόρη του τη Λαμπρινή: ούτε ο ένας ούτε η άλλη έχουν ακούσει το παραμικρό για μια τέτοια ιστορία.
Για τον θάνατο και την ταφή του Παπαδιαμάντη υπάρχουν μαρτυρίες συγκαιρινών του. Από πουθενά δεν τεκμαίρεται αντιπάθεια ή έχθρα των Σκιαθιτών προς το πρόσωπό του (ιδίως μάλιστα για κάτι που δεν θεωρείται βαρύ ή ατιμωτικό «αμάρτημα» στην παράδοσή μας). Αντίθετα, στον έκτο τόμο των Απάντων του Βαλέτα, όπως με πληροφορεί φίλος (δεν τον έχω πρόχειρο) σημειώνεται ότι τον έκλαψε όλη η Σκιάθος και ότι το αμέσως επόμενο διάστημα έρχονταν από την Αθήνα φίλοι του ή άλλοι διάσημοι (οπως η πριγκίπισσα Μαρία) να προσκυνήσουν στο μνήμα του.
Οπότε, νομίζω πως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως αν δεν υπάρξει κάποια ατράνταχτη πηγή, το περιστατικό με την εκταφή μέσα σε λίγες μέρες δεν συνέβη ποτέ.
Εκταφή όμως συνέβη, και ίσως εδώ να βρίσκεται ο κόκκος αλήθειας του μύθου. Έγινε ανακομιδή. Γράφει ο Οκτάβιος Μερλιέ στο βιβλίο του «Skiathos, île grecque», σε μετάφραση Νάσου Δετζώρτζη. Το απόσπασμα είναι αρκετά γνωστό (κατά σύμπτωση υπάρχει κι αυτό ονλάιν) αφού δημοσιεύτηκε στο περίφημο αφιέρωμα της “Νέας Εστίας” για τον Παπαδιαμάντη τα Χριστούγεννα του 1941 και έχει αναδημοσιευτεί πολλές φορές:
Στο μικρό κοιμητήρι της Σκιάθου, τάφος με τ’ όνομα του Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει πια· σου δείχνουν μόνο τον τόπο όπου τον έθαψαν και το πεύκο που φύτεψαν. Κατά την ελληνική συνήθεια, τρία χρόνια μετά το θάνατό του τα οστά του τα ξέθαψαν, και στην εκκλησιά της Παναγίας, στην Απάνω Ενορία, υπάρχει ακόμα ένα μικρό κιβώτιο μ’ ένα κρανίο και λίγα κόκκαλα, ένα μικρό κίτρινο κρανίο που η γρια που σας το δείχνει το ασπάζεται, ευλαβικά η μηχανικά, ποιός ξέρει; Τα παιδιά της γειτονιάς, σιωπηλά μία στιγμή, κυττάνε με περιέργεια τον ξένο που θωρεί τα φτωχά αυτά λείψανα τ’ απιθωμένα ανέμελα στο περβάζι ενός παράθυρου εκκλησιάς.
Οπότε, εικάζω πως ο νεαρός Τατσόπουλος, διαβάζοντας αχόρταγα, μπέρδεψε την ιστορία της ανακομιδής των λειψάνων του Παπαδιαμάντη ύστερα απο τρία χρόνια με την ιστορία, πιθανώς, του Θεόφιλου Καΐρη, που πράγματι του άνοιξαν τον τάφο οι συμπατριώτες του κι έριξαν μέσα ασβέστη επειδή τον θεωρούσαν αιρετικό, κι έφτιαξε μια νέα αφήγηση, η οποία, όσο περισσότερο την επαναλάμβανε στις παρέες του τόσο περισσότερο εδραιωνόταν. Όπως σχολίασε ο φίλος μας ο Γρηγόρης στο Φέισμπουκ, αν ισχύει κάτι τέτοιο «είναι ένα καλό παράδειγμα του πόσο ξεγελάει η μνήμη. Κι επίσης του ότι οι περισσότερες «προφορικές παραδόσεις», τουλάχιστον αυτές του 20ου αιώνα, εδράζονται σε κάποιο γραπτό και συνήθως λόγιο κατασκεύασμα».
Δεν μπορώ βέβαια να αποκλείσω εντελώς το ενδεχόμενο να υπάρχει κάποια γραπτή πηγή που να αναφέρει για εκταφή στις τρεις μέρες (και πώς άραγε να αποδείξεις ότι δεν υπάρχει κάτι; ) Η δημοσίευση του σημερινού άρθρου έχει και αυτόν τον σκοπό, δηλαδή να γίνουν περαιτέρω σχόλια για το θέμα και να αναφερθούν πτυχές που ίσως έχουν παραλειφθεί. Αν κάνω λάθος, θα ζητήσω ταπεινά και δημόσια συγνώμη από τον Πέτρο Τατσόπουλο για την αμφισβήτηση. Αν πάλι φανεί ότι έχω δίκιο, ίσως θα πρέπει να επανορθώσει εκείνος ή τουλάχιστον να πάψει να αφηγείται αυτή την, εντυπωσιακή, δεν λέω, ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου