Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε ἕνα γνήσιο τέκνο, πιστό της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ βαθύτατα συνειδητὸς Ἕλληνας, ἐραστὴς τῆς Παράδοσης καὶ τῆς Ἱστορίας. Ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ἱκανοὺς καὶ παραγωγικοὺς μύστες τῆς νεώτερης λογοτεχνικῆς μας Γραμματείας μετὰ τὸν Διονύσιο Σολωμό, ὥστε καὶ «ἅγιο τῶν ἑλληνικῶν Γραμμάτων» νὰ τὸν ἀποκαλοῦν μερικοί. Μέσα ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῆς ὑψηλῆς καὶ ἀναγνωρισμένης τέχνης του, τοῦ τρόπου ζωῆς του καὶ τοῦ ἤθους του, γίνεται ὁλοφάνερη ἡ ἀφοσίωσή του στὴν εὐαγγελικὴ καὶ πατερικὴ ὀρθόδοξη παράδοση. Καὶ βιώνεται ἡ ἀγάπη του στὴ καθημερινὴ λειτουργικὴ πρακτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξης. Ὅπου, ὡς πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος ὑπηρέτης μετέχει μὲ ἱεροπρέπεια καὶ σεβασμὸ σὲ ὅλα τα δρώμενα τῆς λατρείας καὶ τοῦ ψαλτηρίου.
Μιλάει, γράφει καὶ συμπεριφέρεται μὲ ἀφοπλιστικὴ πειστικότητα γιὰ τὰ ἱερὰ τελούμενα μέσα στὸ Ναὸ καὶ ἔξω ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ πιστεύει ἀπόλυτα, δίχως ἀμφιβολίες, στὸ δόγμα καὶ στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὑποκλίνεται σεβαστικὰ καὶ ὑμνεῖ δοξαστικὰ κάθε τι ποὺ ἀναφέρεται στὴ ζωή, στὴν ἱερότητα καὶ στὴν ἀλήθεια ὁλόκληρης τῆς Χριστιανοσύνης. Καὶ εἶναι ὁλοφάνερη ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του, ἡ ἀνεξαρτησία του, ἡ ἀγάπη καὶ ἐπιείκειά του πρὸς τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες τῶν ἡρώων του. Ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει: «Εἴθε ὁ Κύριος νὰ σᾶς κάνει νὰ αὐξηθεῖτε καὶ νὰ ξεχειλίσετε ἀπὸ ἀγάπη μεταξύ σας καὶ πρὸς ὅλους... ὥστε (ἡ ἀγάπη) νὰ ἐνισχύσει τὶς καρδιές σας γιὰ νὰ βρεθοῦν ἄψογοι σὲ ἁγιότητα μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα μᾶς» (Α´ Θεσ. 3, 12).
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας ἄνδρας ὁλοκληρωτικὰ θρησκευτικὸς καὶ αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικός. Τὸ εἶναι του, οἱ ἀρχές του, οἱ σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά του εἶναι ὅλα θρησκευτικά. Καὶ ἡ ὀγκώδης ποσότητα τῆς τέχνης του ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη ἀφοσίωσή του στὸν Θεὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἁγίους, τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὰ εὐρηματικὰ κείμενά του δικαιολογημένα ὀνομάζονται «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Ἐπειδὴ τὰ πρόσωπα, οἱ καταστάσεις καὶ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ἀληθινὴ εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ θέση τοῦ ἴδιου μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Σὲ ὅλα του τὰ ἔργα ὁμολογεῖ: «Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρωνῶ, δὲν θὰ παύσω ποτέ, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου...»
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀπὸ τὸ ταπεινὸ φτωχόσπιτο τῆς Πλάκας ὅπου διέμενε ἴσαμε τὸ μπακάλικο τοῦ Καχριμάνη στοῦ Ψυρρῆ ἢ τοῦ Κόπανου, καὶ στὶς συχνὲς ἀγρυπνίες στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο ζεῖ, βιώνει καὶ ἐκφράζεται πάντοτε ὡς Ἕλληνας ὀρθόδοξος, ἀφοσιωμένο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ μάλιστα σὲ ἕνα ἡσυχαστικό, φιλοκαλικὸ κλίμα, μὲ ἁγιορείτικο εὐῶδες ἄρωμα ποὺ ἐμπνέει τὸ μυαλό του καὶ κινεῖ τὰ δάκτυλά του, ὥστε νὰ γράφει τὰ ὑπέροχα «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Καὶ νὰ περιγράφει βιωματικὰ εἰκόνες ὑψίστου κάλλους. «Ἔλλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην καὶ ἐπιβλητικὴν μορφὴν καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλιφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς, τῆς ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου “Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη”, ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ θείου Βρέφους καὶ τῆς Ἀμώμου Λεχούς, ὅπου ζωνταναὶ παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τὶς, ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα καὶ ὅπου ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεται τὶς ἐπὶ στιγμήν, ὅτι ἀκούει τὸ “Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ”».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ «τὰ κείμενά του εἶναι “λιβανωτὰ” ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς». Δηλαδὴ ὁ Παπαδιαμάντης δὲν ἦταν μόνο βαθιὰ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, μὰ ὅσο λίγοι γνώριζε καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τὴν τάξη καὶ τὴν οὐσία τῆς Παράδοσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ «ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἰεροθέου).
Μάλιστα δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε καὶ χαιρόταν αὐτὸ ποὺ ἦταν ὡς κοσμοκαλόγερος ἀπόμακρος, φτωχὸς καὶ πονεμένος. Καὶ μὲ ἱερὸ πάθος βρισκόταν στὸ ψαλτήρι συχνὰ μαζὶ μὲ τὸν παπα-Νικόλα Πλανᾶ ψέλνοντας τὶς θεῖες λειτουργίες, τὶς ἀγρυπνίες, Παρακλήσεις, Ἀκολουθίες, Καθίσματα, Πολυέλεους, Ὧρες, Ἀναβαθμούς, Προκείμενα, Δοξολογίες, Τρισάγια, Χερουβικὰ καὶ Κοινωνικὰ κατανυκτικὰ μελίσματα, τὰ ὁποῖα συγκινοῦσαν καὶ ἀνέπαυαν τὶς καρδιὲς τοῦ ἐκκλησιάσματος, τὸ ὁποῖο μὲ ἱερὴ κατάνυξη παρακολουθοῦσε τοὺς δύο ἐξαδέλφους Ἀλέξανδρους νὰ μεταρσιώνονται καὶ νὰ μεταρσιώνουν τὶς ψυχές. Σὲ ἕνα τέτοιο κλίμα ἔζησε, βίωσε καὶ δημιούργησε μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, τοῦ ὁποίου τὸ εὐλαβικὸ ἀφιέρωμα περιέχεται στὶς ἑπόμενες σελίδες τοῦ Ἡμερολογίου μας, γιὰ τὸ 2012. Καὶ εἶναι νὰ θαυμάζει κάθε χριστιανός, ὅτι μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ποὺ ἔζησε, ἔτσι καὶ κοιμήθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 1911.
Μὲ νηφαλιότητα μοναδική, τόλμη καὶ βαθιὰ πίστη, ψέλνοντας τὰ γνωστά του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ταξίδεψε στὴν οὐράνια χαρὰ καὶ εἰρήνη ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Ἐκεῖ, ὅπως παρακάλεσε καὶ ὁ Πειραιώτης ποιητὴς Λάμπρος Πορφύρας, νὰ κατασκηνώσει:
«Χριστέ μου, δόστου τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήσει ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του.
Κάνε τὸ θαῦμα κι ἄσε τον νὰ ζήσει, ὅπως ἐζοῦσε,
σὲ μιὰ μεριὰ ποὺ τάχατες νὰ μοιάζει τὸ νησί του...
Δόστου, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ πάλι
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι.
Ἄχ! ἔτσι ἀθῷα καὶ ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλλει,
ποὺ τὶς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ν᾿ ἁγιάσει».
Χωρίς Εσωτερικό Πλαίσιο (IFrame)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου