|
Χρῖστος Δάλκος - Ἡ κοκκώνα, ἡ κοτσιώνα, ἡ κοσώνα καὶ ἡ κ᾿σώνα
Στὸ γλωσσάρι τῆς πολὺ καλῆς –καὶ σὲ πολλὰ πρωτότυπης- ἐργασίας Τοπικὸ ιδίωμα, Λαογραφικά της Βόρειας Εύβοιας, ποὺ
ἐξέδωσε τὸ 2006 ἡ Ὁμάδα Περιβαλλοντικῆς Ἐκπαίδευσης τοῦ Γυμνασίου
Ἱστιαίας (ὑπεύθυνοι καθηγητές: Μαρία Τρίγκα, Γιῶργος Παρούσης, Βασίλης
Στεργίου), παρατίθεται, μεταξὺ ἄλλων, ἡ ίδιωματικὴ λέξη «κσώνα» (κανονικά: κ᾿σώνα) μὲ
τὸ ἀκόλουθο ἑρμήνευμα: «χριστουγεννιάτικη κουλούρα με κουκόσα, δώρο απ᾿
τη νονὰ στο αδεξίμι. Αλλὰ και λαμπριάτικη κουλούρα με κόκκινο αυγό,
χάρισμα απὸ τη νονὰ στο αδεξίμι· το Πάσχα χάριζαν κσώνες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια ὴ οι θειάδες στα ανήψια.»Γράφουμε τὴν λέξη «κ᾿σώνα» καὶ ὄχι «κσώνα», γιατὶ φαίνεται νὰ προῆλθε ἀπὸ τὸν τύπο κοσώνα, *κουσώνα (= κούκλα) μὲ συγκοπὴ τοῦ μεσοσυμφωνικοῦ o ἢ u, κάτι ποὺ παρατηρεῖται καὶ στὸν σκυριανὸ τύπο κ᾿σούνα, ξούνα (= κούκλα), ὁ ὁποῖος φανερὰ προέκυψε ἐκ τοῦ κουτσούνα > *κ᾿τσούνα > κ᾿σούνα > ξούνα, μὲ ἐπὶ πλέον ἐξέλιξη τοῦ τσ σὲ σ. Τὸ Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καὶ Ἰδιωμάτων –ΙΛΝΕ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν ὀρθὰ ἐντάσσει στὸ λῆμμα «κουτσούνα ἡ,» τὴν κοσώνα -ὁ τύπος κ᾿σώνα δὲν ἔχει καταγραφῆ-, γιατὶ συμπίπτουν σχεδὸν φωνητικὰ καὶ ἀπολύτως ἀπὸ σημασιολογικὴ ἄποψη.
Τὸ ὅτι ἡ κ᾿σώνα ἀντιπροσώπευε κάποτε ἕνα εἶδος κούκλας / ὁμοιώματος ἀνθρώπου (γυναίκας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον), ποὺ πλαθόταν μὲ ζυμάρι, φαίνεται ἀπὸ τὴν σημασία τῆς λέξης κουτσούνα, κουσούνα, κ᾿σούνα ποὺ δὲν σημαίνει μόνο τὴν κούκλα, τὸ μικρὸ κορίτσι κ.λπ., ἀλλά, σὲ ὡρισμένες περιοχές, καὶ τὴν (ἑορταστική, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον,) κουλούρα: κουτσούνα (= εἶδος ἄρτου ἐπιμήκους) Ἄνδρ. (Γαύρ.) κουτσούνα (= λαμπριάτικη κουλούρα) Ἀντίπαρ. τὴν πλάσσει (τὴν ζύμην) καὶ κάνει τρεῖς κουτσοῦνες σὰν κοπέλλες ὡραῖες Θήρ. κουτσούνα (= κούκλα || κουλούρα τοῦ Πάσχα εἰς σχῆμα κούκλας) Κρήτ. (Ράμν.) κουτσούνα (= κούκλα || ἡμιανθρωπόμορφη κουλούρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου) Νάξ. (Ἀπείρανθ.) κουτσούνα (= τὰ μετὰ ὠοῦ ἀρτίδια τοῦ Πάσχα καὶ τὰ πρὸς τέρψιν τῶν παίδων ὁμοιώματα) Πάρ. κουτσούνα [= εἶδος ἐδέσματος ποὺ φτειάχνονταν μὲ ἀσκοπαΐδα (: συκομαγίδα), ρίγανη καὶ ἁλάτι] Πελοπν. (Καρβελ.) ἔπλασα καμμιὰ δεκαριὰ κουτσοῦνες (λαμπριάτικες κουλοῦρες) γιὰ νὰ τὶς στείλω στ᾿ ἀναδεξίμια μου Πελοπν. (Κορών.) ζαχαρένια κουτσούνα Πελοπν. (Μανιάκ.) κουτσούνα τῆς Λαμπρῆς (= κούκλα ἐκ ζύμης) Σῦρ. κουτσούνα, κουτσούνιζα (= μικρὸ χριστόψωμο μὲ στρογγυλὸ χεράκι, φιλοδώρημα γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ γιὰ τοὺς φιλιότσους) Ὕδρ. αὐτὴ κάνει μιὰ ζύμη καὶ τὴν πλάθει κουσούνα καὶ τὴν ντύνει μὲ ροῦχα ὡραῖα Ἄνδρ. κουσούνα (= πασχαλιάτικο τσουρέκι) Ψαρ. κουσούνα (= ψωμὶ σὲ μορφὴ γυναίκας, μὲ ζάχαρη καὶ βούτυρο) Ψαρ. κ᾿σούνα (= μικρὸ κουλλουράκι προχείρως συνήθως παρασκευαζόμενον διὰ μικρὰ παιδιά, σχήματος γάμμα) Μακεδ. (Χαλκιδ.) «Κλόρες κατασκευάζουν πρὸ πάντων τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα. Εἰς αὐτὰς δίδουν ἢ τὸ σύνηθες στρογγύλον σχῆμα ἢ κάμνουν εἰς σχῆμα κ᾿σούνας (= κούκλας) μὲ χεῖρας καὶ πόδας ἡνωμένους» Σκῦρ. ξοῦνες (= κοῦκλες ἀπὸ ᾿φτάζυμο ποὺ κάνουν γιὰ τὰ παιδιὰ σὲ κάθε ἑορτὴ – Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο) Σκῦρ.
Ἑπόμενο εἶναι νὰ συνδέσουμε τὴν εὐβοϊκὴ κ᾿σώνα ὄχι μόνο μὲ τὴν σκυριανὴ κ´σούνα < κουτσούνα ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς παπαδιαμάντειες κοκκῶνες (πρβλ. «Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκῶνες, δηλ. παιδικὰς κουλούρας, διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγόνους καὶ τὰ δισέγγονα.», «Ἡ Τελευταία βαπτιστική», Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, Δόμος, κριτικὴ ἔκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. 2, σ. 90).
Μάλιστα οἱ σκιαθίτικες κοκκῶνες (κανονικά: κουκκών´ις), εἴτε χριστουγεννιάτικες εἴτε ἁγιοβασιλιάτικες εἴτε λαμπριάτικες εἶναι αὐτές, ἦσαν πάντα ὁμοιώματα ἀνθρώπων. Τὴν σχέση τῆς σκιαθίτικης κο(υ)κκώνας μὲ τὴν εὐβοϊκὴ κ᾿σώνα –τῆς ὁποίας, σημειωτέον, τὸ ἀνθρωπόμορφο παρελθὸν ἔχει λησμονηθῆ στὴν Ἱστιαία- ἀποδεικνύει ἡ ὁμοιότητα στὴν κατασκευὴ καὶ στὴν χρήση τους: «Οἱ λαbριάτ᾿κις κουκόν´ις εἶναι ὅμοιες καὶ κατασκευάζονται ὅμοια μὲ τὶς ἁγιοβασιλιάτικες. Τώρα ὅμως στὸ κεφάλι τους τοποθετοῦν ἕνα αὐγὸ κόκκινο καὶ ὄχι μύγδαλο ἢ καρύδι [...] Καὶ τώρα κάθε νουνὸς ἔχει ὑποχρέωση νὰ φιλέψη τὸ ἀναδεξίμι του μιὰ κοκόνα μὲ κόκκινο αὐγὸ στὸ κεφάλι της καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴ καὶ μιὰ λαμπάδα...» (Γ. Ρήγα, Σκιάθου λαϊκὸς πολιτισμός, τ. Δ´, σ. 42).
Ἀνάγκη λοιπὸν εἶναι νὰ ἀποδεχθοῦμε ὅτι ἡ κ᾿σώνα προῆλθε ἀπ᾿ τὸ κοκκώνα / κουκκώνα μὲ συγκοπὴ τοῦ μεσοσυμφωνικοῦ u καὶ τσιτακισμὸ τοῦ δεύτερου κ, παραδόξως πρὸ τοῦ ο, ἤτοι κουκκώνα > *κ᾿τσώνα > κ᾿σώνα. Ἀνάγκη ἐπίσης μὲ παρεμφερῆ τρόπο νὰ ἀναγάγουμε τὸ κουτσούνα σὲ τύπο κουκκούνα (ἐκ τοῦ κοκκώνα), ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο μὲ τσιτακισμὸ τοῦ δεύτερου κ πρὸ τοῦ u προέκυψε ἡ λέξη γιὰ τὴν κούκλα, τὸ μικρὸ κορίτσι κ.λπ.
Βέβαια, ἡ ἄποψη αὐτὴ προσκρούει στὶς ἀγκυλώσεις τῆς ἀκαδημαϊκῆς γλωσσολογίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι διατεθειμένη νὰ ἀποδεχθῇ, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ πραγματικότητα βοᾷ γιὰ τὸ ἀντίθετο, ὅτι εἶναι δυνατόν, σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις βεβαίως, τὸ κ νὰ τραπῇ σὲ τσ πρὸ τοῦ o, κι ὄχι μόνο πρὸ τῶν e καὶ i [πρβλ. κοτσιόνα (= κοπέλλα ὄμορφη, βεργολυγερὴ) Πελοπν. (Γεράκ.), προφανῶς ἐκ τοῦ κοκκώνα].
Ἡ κοκκώνα καὶ ἡ γοργόνα
Γιὰ μιὰ τέτοια «παράδοξη» τροπὴ κο > τσο ἔχει μιλήσει ἤδη ὁ Δ. Οἰκονομίδης, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος στὸ φαινόμενο τοῦ τσιτακισμοῦ στὴν ποντιακὴ διάλεκτο (βλ. Γραμματικὴ τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου τοῦ Πόντου, 1958, σ. 90-91), τολμᾷ νὰ ὑπερβῇ τὰ ἐσκαμμένα καὶ νὰ ἐντοπίσῃ τὴν μεταβολὴ κ > τσ ὄχι μόνο πρὸ τῶν i καὶ e, ἀλλὰ καὶ πρὸ τῶν a, o καὶ u: «τσαμμώνω (Χαλδ. κ.ἀ.) < καμμώνω (= καμμύω) Ὄφ., τσοῦβον (Χαλδ. κ.ἀ.) < κοῦφον, τσάντσαρος (Χαλδ.) < κάγκαρος (Ἐσρ.) ἡ ἀράχνη, τσούνα ἡ < κύνα (= κύαινα), [...] τσουφόπονος ἐπίθ. (Ἄν. Ἀμ.) < κουφόπονος ὁ μὴ ἀντέχων μηδ᾿ εἰς τὸν ἐλάχιστον πόνον [...] τσαντζαρεύω < καγκαρεύω (Ἐσρ.) παρὰ τὸ τσάντσαρος < κάγκαρος (Ἐσρ.), ἀγουρίτσος (ὑποκ. τοῦ ἄγουρος) < ἀγουρίκος ἀντὶ ἀγουρίσκος, ἀνθρωπίτσος < ἀνθρωπίκος, βροθακίτσος < βροθακίκος (παρὰ τὸ βροθάκα = βάτραχος) [...] ἀδελφίτσα < ἀδελφίκα = ἀδελφούλλα, θειίτσα < θειίκα ὑποκ. τοῦ θεία, [...] μαννίτσα < μαννίκα (παρ᾿ ὃ καὶ μαννάκα) = μαννούλλα, [...] Ἀννίτσα < Ἀννίκα [...] Μαρίτσα καὶ Μαρίκα [...] τσαραφίζω (Χαλδ. κ.ἀ.) < σκαριφίζω (ἀρχ.) [...] ἀγαπειτσοῦμαι < ἀγαπεισκοῦμαι (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἥφτετσα < ἥφτεσκα παρατ. τοῦ ἅφτω (= ἀνάπτω), ἰνέτσουμαι < γινέσκουμαι (= γίνομαι), εὑρίτσω < εὑρίσκω [...] ᾿γειανέτσω < ᾿γειανέσκω τ.ἔ. ὑγειανίσκω (= ὑγιαίνω), ψαλλίτσω < ψαλλίσκω (= ἠμπορῶ νὰ ψάλλω)...» κ.λπ.
Ἀλλὰ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπόθεσης ὅτι στὴν συγκεκριμένη λέξη ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐπεσυνέβη ἡ τροπὴ αὐτὴ μᾶς ἔρχεται καὶ ἀπὸ ἄλλες πλευρές: στὴν Σίφνο τὸ «ξύλινον ὁμοίωμα τὸ τιθέμενον πρὸ τῆς πρώρας τῶν πλοίων» ὀνομάζεται «κοκκώνα», καὶ εἶναι, βέβαια, ὅ,τι καὶ τὸ ζακυνθινὸ «κουτσούνα» (= «γλυπτικὴ παράστασις ἐν τῇ πρώρᾳ τῶν πλοίων»). Τὸ ἴδιο φαινόμενο παρατηρεῖται καὶ σὲ μιὰ λέξη ἴσως συγγενῆ ἐτυμολογικὰ πρὸς τὸ κοκκώνα (= κυρία, κοπέλα, κ.τ.τ.), τὴν λέξη κοκώνα (= ἀνδρικὸ μόριο) Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Βλαχοκερ. Δημητσάν.), ἡ ὁποία ἐμφανίζεται καὶ ὑπὸ τοὺς τύπους κουκούνα Εὔβ. (Στρόπον.) Στερελλ. (Κολάκ.) κοκώνι Πελοπν. (Βλαχοκερ.) κοκονάκι Κρήτ. (Χαν.). Εἶναι φανερὸ ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πάγκοινη τσουτσούνα (καὶ τσουτσοῦ, οὐδ. τσουτσούνι), πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, ἐπιπροσθέτως, ἔχουμε πρὸ ὀφθαλμῶν ἕνα ἀκόμα παράδειγμα οἱονεὶ «συναμφετεροίωσης», ἤτοι τῆς ἴδιας φωνητικῆς τροπῆς καὶ στὰ δύο σκέλη τῆς ἀναδιπλασιασμένης ρίζας, ὁπότε δὲν μπορεῖ μᾶλλον κανεὶς νὰ λύσῃ τὸ συναφὲς ἀκανθῶδες πρόβλημα τῆς τροπῆς κο > τσο προσφεύγοντας στὴν «βολικὴ» λύση τῆς ἀνομοίωσης (τ.ἔ. κ – κ > κ – τσ).
Ἐν τούτοις, παρ᾿ ὅλο ποὺ πολλοὶ θὰ ἦταν διατεθειμένοι νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν σχέση κοκκώνας, κοτσώνας, κουτσούνας, κ᾿σούνας, κοσώνας, κ᾿σώνας κ.λπ., ὡς πρὸς τὴν ἐτυμολογικὴ προέλευση τῆς λέξης θὰ κατέφευγαν στὶς παλαιές, «δοκιμασμένες» λύσεις: «κοκκώνα, ἡ, ἀπὸ τὸ ρουμ. cocoăna· θυγάτηρ πρίγκηπος· κυρία εὐγενής· κυρία, κοκώνα. Ν. Π. Ἀνδριώτη, ΕΛ, σ. 163. Ἕκτ. Σαραφίδου, σ. 114. DLR [σ.σ. Dicţionarul Limbii Române], τ. 12, σ. 618, 620-622. Ἡ ρουμανικὴ λ. εἶναι θηλυκὸ τοῦ cocὸn = υἱὸς εὐγενοῦς ἢ αὐθέντου· νέος εὐγενής· νέος κύριος.» (Κώστα Καραποτόσογλου, Ἐτυμολογικὸ γλωσσάρι στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Δόμος, 1988).
Ἐκτιμῶ ἀπεριόριστα τὸν κ. Κ. Καραποτόσογλου, αὐτὸν τὸν σοφό, σεμνὸ καὶ ἀκάματο ἐργάτη τοῦ πνεύματος –μπροστὰ στὸν ὁποῖο, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δὲν πιάνουν χαρτωσιὰ οἱ ποικίλοι ἀναμασητὲς τῆς εἰσαγόμενης γλωσσολογικῆς σοφίας-, ἀλλὰ ἐν προκειμένῳ διεκδικῶ τὸ δικαίωμα στὸ ἑλληνικὴν ἐξ ἑλληνικῆς σαφηνίζειν, εὐελπιστῶντας ὅτι ἐνδέχεται νὰ πείσω καὶ τὸν ἴδιο τὸν κ. Καραποτόσογλου γιὰ τὸ βάσιμο μιᾶς τέτοιας «ἐνδοσυγκριτικῆς» πρακτικῆς.
Ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἀμφισβητῶ τὴν -ἀδιευκρινίστου ἱστορικοῦ βάθους- σχέση τοῦ ν.ἑ. κοκκώνα, κουτσούνα, κ᾿σώνα κ.λπ. πρὸς τὸ ρουμ. cocoăna, ἀλλὰ θεωρῶ ὅτι, τόσο ἡ εὐρεῖα διάδοση καὶ φωνοσημασιολογικὴ ποικιλία τῆς λέξης, ὅσο καὶ μιὰ ἀρχετυπική, μαγικὴ αἴσθηση τοῦ κόσμου ποὺ ἀποπνέει τὸ ἔθιμο τῆς κοκκώνας, μᾶς παραπέμπουν σὲ ἕνα αὐθιγενές, (πρωτο)ελληνικὸ παρελθὸν –ἐνδεχομένως δὲ καὶ «πρωτορρωμανικὸ» ἐν τῷ ἅμα, στὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ ἐντάσσεται ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς συγγενέστατης πρὸς τὴν γραικικὴ καὶ ρουμανικὴ ἀρωμουνικῆς / «κουτσοβλάχικης» γλωσσικῆς παραδόσεως.
Ἐπανερχόμενοι στὴν σημασία τοῦ κοκκώνα καὶ κουτσούνα «ξύλινον ὁμοίωμα τιθέμενον πρὸ τῆς πρώρας τῶν πλοίων», εὔλογα, νομίζω, μποροῦμε νὰ προβοῦμε σὲ περαιτέρω συσχέτιση τῆς ἐπίμαχης λέξης μὲ τὴν γοργόνα, ποὺ σὲ πολλὲς περιοχὲς ἔχει τὴν σημασία «Ἄγαλμα, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ ἀκροστόλιον πλοίου τὸ ὁποῖον παριστᾷ γοργόναν» (βλ. Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, λ. γοργόνα ἡ,).
Τὸ ὅτι τὰ γοργόνα καὶ κοκκώνα εἶναι ἐναλλακτικοὶ τύποι τῆς ἴδιας λέξης, καὶ ἑπομένως μᾶς ταξιδεύουν σὲ ἀπροσμέτρητα βάθη χρόνου, ἀπώτερα κατὰ τὴν γνώμη μας τῆς ὁμηρικῆς Γοργοῦς, ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ ὡρισμένες ἄλλες «συμπτώσεις» ποὺ ἀποκλείεται νὰ εἶναι τυχαῖες. Ἔτσι, ἡ σημασία Α 2) τῆς λ. γοργόνα στὸ ΙΛΝΕ: «Αἱ ἐζωγραφημέναι ἢ διὰ στιγμάτων γινόμεναι συνήθως ἐπὶ τοῦ σώματος τῶν ἀνθρώπων εἰκόνες αἱ παριστῶσαι τὸ θαλάσσιον τέρας» φαίνεται νὰ ταυτίζεται ἐν μέρει μὲ τὴν σημασία «εἰκόνα, ζωγραφιὰ» τοῦ κοκκώνα: «κοκόνας λέγαμε τὰς εἰκόνας μικρὰ παιδιὰ» Θράκ. «κοκκώνα –ναις λέγονται αἱ ζωγραφίαι εὐρωπαϊκῶν γυναικείων στολῶν» Μακεδ. (Καστορ.) κουκώνα (= ζωγραφιά, ζωγραφισμένη γυναίκα, γυναίκα μὲ φκιασίδι) Ἤπ. (Κουκούλ.) Εἶνι ὄμουρφ᾿ σὰν κουκῶνα ᾿π᾿ τὰ χαρτιὰ Μακεδ. (Κοζ.)
Ἐπὶ πλέον, ἡ λέξη γοργόνα παρουσιάζει ὡρισμένες φωνητικὲς τροπὲς ὁμόλογες πρὸς αὐτὲς ποὺ ἐντοπίσθηκαν στὰ κοκκώνα / κοτσιώνα κ.λπ., ὅπως ντζορτζόνα Σύμ. ζορζόνα Θράκ. (Μέτρ.).
Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κάνει νὰ ὑποχωρήσουν καὶ οἱ τελευταῖες ἀμφιβολίες μας περὶ τῆς ταύτισης γοργόνας καὶ κοκκώνας / κοσώνας εἶναι ἡ ἐναλλὰξ χρήση τῶν δύο λέξεων στὸ πλαίσιο παραλλαγῶν τῆς ἴδιας οὐσιαστικὰ παροιμιώδους φράσης:
«Φρ. Πέντε μῆνες δυὸ ἀδράχτια, πότε τὰ ᾿γνεσ᾿ ἡ γοργόνα! (εἰρων. ἐπὶ ὀκνηρᾶς γυναικὸς) Λεξ. Αἰν.
᾿Γὼ ἡ γοργόνα ἡ πλατώνα, πέντε χρόνους ἕνα στρῶμα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κυνουρ.» (ΙΛΝΕ, λ. γοργόνα, ἡ,)
«Καλομοῖρα ᾿γὼ ἡ κοσῶνα, καλομοῖρα ᾿γὼ ἡ Ταρτάνα, πέντε μῆνες πέντ᾿ ἀδράχτια κι ἄλλα δυὸ ξεσφοντυλίδια πότε τὰ ᾿γνεσα ἡ Πλατῶνα!» Εὔβ. (Στρόπον.)
Κάτω ἀπὸ τοὺς τροχαίους τῆς ἔμμετρης εἰρωνικῆς ἀποστροφῆς –προερχόμενης, σημειωτέον, ἀπὸ γυναῖκες καὶ κατευθυνόμενης ἐναντίον γυναικῶν- μποροῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε τὸ ἦθος μιᾶς μητροκεντρικῶν καταβολῶν (πρωτο)ελληνικῆς κοινωνίας, τέτοιας σὰν κι αὐτὴν ποὺ ἐπιβιώνει ἒν τινι μέτρῳ ἀκόμα, καίτοι ψυχορραγοῦσα, σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ νησιὰ μας, καὶ πού, εὐτυχῶς γιὰ μᾶς, πρόλαβε νὰ μνημειώσῃ ἀπαράμιλλα, σ᾿ ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινότητάς της κι ὅλη τὴν ταπεινότητα τοῦ μεγαλείου της, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Θὰ μποροῦσα πολλὰ ἀκόμα νὰ πῶ γιὰ τὶς τύχες καὶ τὶς περιπέτειες τῆς κοκκώνας / γοργόνας, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν κοκωνιὰ τῆς Νάξου, μιὰ κούκλα στολισμένη μὲ ἄνθη, «τῆς ὁποίας συγκεντρωμένα τὰ παιδιὰ κάμνουν καὶ τὴν κηδείαν», συνεχίζοντας μὲ τὸν Λειδινὸ, τὴν «πλαγγόνα παριστῶσαν νεανίαν» ποὺ λιτανευόταν ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ θαβόταν κάθε χρόνο, στὶς 14 Σεπτεμβρίου, στὴν Αἴγινα, καὶ καταλήγοντας μέχρι τὰ κυκλαδικὰ εἰδώλια, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἐκπλησσόμουν ἂν ἀποδεικνύονταν τελικὰ κατ᾿ οὐσίαν μνημειώδεις ἀναπαραγωγὲς μιᾶς ζυμωτῆς ἀνθρωπόμορφης «κοκκώνας».
Ἀλλὰ οἱ ἡμέρες ἐπιβάλλουν νὰ ἀνακόψουμε, ἔστω καὶ προσωρινά, τὸν ἀπομαγευτικό μας οἶστρο, καὶ νὰ ἀφοσιωθοῦμε στὸ φαινομενικὰ ταπεινὸ ἔργο τοῦ πλασίματος τῆς λαμπριάτικης κουλούρας· ἔχοντας κατὰ νοῦν πώς, ὅπως κι ἂν τὴν ποῦμε, εἴτε κοκκώνα, εἴτε κουτσούνα, εἴτε κ᾿σώνα, εἴτε ξούνα, εἴτε κουλούρα κ.λπ., ἀρκεῖ μιὰ ματιὰ στὸ αὐγὸ / μάτι τοῦ σχηματοποιημένου κεφαλιοῦ της γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε αὐτὸ ποὺ στάθηκε τὸ κέντρο καὶ ἡ ἔγνοια αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ γιὰ πάνω ἀπὸ 5000 χρόνια: τὸ θεούμενον ζῶον ποὺ λέγεται ἄνθρωπος.
Καλὴ Ἀνάσταση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου