|
Δημήτριος Ταγκόπουλος - Παπαδιαμάντης
Σ᾿ ἕνα μαγαζάκι, ἐκεῖ κάτω στὸν Ἅγιο Φίλιππα, μὲ περιβολάκι καὶ μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα μέσα, μίαν ὄαση ἀθηναϊκή, μ᾿ ἔσυρε ὁ Μητσάκης ἕνα δειλινὸ ἀνοιξιάτικο.
- Πᾶμε νὰ σὲ γνωρίσω μὲ κάποιονε ποὺ θὰ ἐνθουσιαστεῖς! μοῦ εἶπε.
Πήγαμε. Στὸ περιβολάκι μέσα, κάτω ἀπὸ μιὰ μουργιὰ ὁλοπράσινη, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τραπέζι, ποὺ εἶχε πάνω ἕνα ποτήρι ἀδειανὸ κι ἕνα μισογεμάτο κατοσταράκι ρετσινάτο, καθότανε ἕνας μεσόκοπος ἄνθρωπος, κακοντυμένος, καὶ κουτσόπινε.
- Γειά σου, κὺρ Ἀλέξαντρε!... Ὁ νεαρὸς ἀπὸ δῶ... Ξεκαρδίστηκα στὰ γέλια.
- Μωρέ, τὸν Παπαδιαμάντη θὰ μοῦ συστήσεις;… Χαμογέλασε κι ὁ Παπαδιαμάντης.
Ἴσια ἴσια δὲν εἶχε περάσει οὔτε βδομάδα, ποὺ τὸν εἶχα ἀνταμώσει ἕνα βράδυ, μ᾿ ἕνα φίλο μου, σὲ μιὰ ταβέρνα τοῦ Ψυρρῆ. Περνούσαμε ἀπ᾿ ὄξω καὶ μᾶς φώναξε νὰ μᾶς κεράσει. Ὁ φίλος μου, ποὺ εἶχε μεγαλύτερη σκέση μὲ τὸ ρετσινάτο παρὰ μὲ τὰ γράμματα, καταγοητεύτηκε ἀπὸ τὴ γνωριμία του.
- Πίνεις στὰ γερά, κρασοπατέρα! τοῦ ᾿λεγε κάθε λίγο καὶ λιγάκι.
Καὶ πάνω στὸ κρασί, δὲν ξέρω πῶς τοῦ ἦρθε - ἴσως γιατὶ τὸν εἶδε ἔτσι κακοντυμένο κι ἀξούριστο - κινημένος ἀπὸ ἕνα αἴστημα αὐτόματο κι ἀνάκατο, αἴστημα θαμασμοῦ πρὸς τὸ γερο-κρασοπότη καὶ συμπόνιας πρὸς τὸν κακομοιριασμένο ἄνθρωπο, ἔβγαλε μιὰ χούφτα δεκάρες ἀπὸ τὴν τσέπη του καὶ τοῦ τὶς ἔδωσε:
- Πάρ᾿ τες, φουκαρᾶ! τοῦ εἶπε. Κι ὁ Παπαδιαμάντης πῆρε τὶς δεκάρες χαμογελώντας καὶ τὶς ἄφησε πάνω στὸ τραπέζι...
- Τὶς πίνουμε κι αὐτές! εἶπε κι ἔτσι ἔγινε. Ἤπιαμε κι ἄλλες, καὶ σὰν χωριστήκαμε, κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ὁ φίλος πετοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά του.
- Γνώρισα τὸ Βάκχο ἀπόψε!... Τὸν ἀληθινὸ Βάκχο! ἔλεγε. Ἤπιε ἕναν περίδρομο κρασὶ καὶ οὔτε ζαλίστηκε καθόλου!... Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ αὐτός!...
Δὲν τοῦ εἶπα, τ᾿ εἶν αὐτός! Περιττό. Τ᾿ ἅγια τοῖς κυσί... Κι ὁ κὺρ-Ἀλέξαντρος ὅμως, ὅπως δὰ καὶ τὸ συνήθιζε, φρόντιζε νὰ μὴν τοῦ ξεφύγει καμιὰ λέξη ποὺ νὰ δίνει ὑποψία πὼς εἶναι καὶ τίποτ᾿ ἄλλο κι ὄχι μοναχὰ γερὸς κρασοπότης.
Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸ διηγηθήκαμε στὸ Μητσάκη γιὰ νὰ τὸν πείσουμε πὼς ἡ γνωριμία μας ἦταν παλιὰ κι εἶχε γαρνιριστεῖ καὶ μὲ νόστιμο ἐπεισόδιο, καὶ καθίσαμε στὸ τραπέζι κι ὁ ταβερνιάρης μᾶς ἔφερε καλοὺς μεζέδες καὶ κρασὶ καὶ σιγοπίνοντας ἀρχίσαμε τὶς συνηθισμένες, τὶς ἀγαπημένες μας φιλολογικὲς κουβεντοῦλες.
Ὁ Μητσάκης τὸν ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν ἐχτιμοῦσε καὶ ὡς ἄνθρωπο καὶ ὡς συγγραφέα καὶ ἀρχίνησε ν᾿ ἀναλύει, μὲ μιὰ κριτικὴ πρόχειρη μὰ βαθιά, τὰ διάφορα διηγήματα, ποὺ εἶχε δημοσιέψει, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἴσαμε τότε.
Ὁ κὺρ-Ἀλέξαντρος, μὲ τὴ χαραχτηριστική του μετριοφροσύνη, εὕρισκε ὑπερβολικοὺς τοὺς ἐπαίνους κι ὅσο ἐπίμενε ὁ Μητσάκης, τόσο ὁ Παπαδιαμάντης ζάρωνε περισσότερο. Στὸ τέλος ὁ Μητσάκης, γιὰ νὰν τοῦ ἀποδείξει πὼς ἔχει δίκιο, ἄρχισε ν᾿ ἀπαγγέλνει καὶ στίχους του:
Λόγγος κι ὀρμάνι γύρω στὸ Παλάτι
καὶ τὸ φυλᾶνε ἀόρατα σπαθιά,
κι Ἐκείνη ἀποκοιμήθηκε βαθιὰ
καὶ δὲν τὴ βλέπει ἀνθρώπου μάτι ...
Ἦταν ἡ «Κοιμάμενη βασιλοπούλα», τὸ ποίημα ποὺ εἶχε δημοσιέψει λίγους μῆνες πρὶν ὁ Παπαδιαμάντης στὴν «Ἀκρόπολη» γιὰ τὸ θάνατο τῆς βασιλοπούλας Ἀλεξάντρας, κι ὁ Μητσάκης τὸ ἤξερε ὅλο ἀπ᾿ ὄξω, κι ὅλο μονορούφι τὸ ἀπάγγειλε, μὲ τὴ χαραχτηριστική του, τὴν ἔντονη καὶ λίγο φωνακλάδικη, ἀπαγγελία του.
- Δὲν ἔχεις γράψει κι ἄλλους στίχους, κὺρ-Ἀλέξαντρε; τόνε ρώτησε.
- Ἔχω γράψει κι ἄλλους, σὲ κάποιο διήγημά μου ἀνέκδοτο, μὰ δὲν ἀξίζουν κι αὐτοί!...
- Ἔχεις γράψει κι ἄλλους;... Καὶ δὲ μᾶς τοὺς λές; Δὲ μᾶς τοὺς ψέλνεις;...
- Τί νὰ σᾶς τοὺς πῶ!... Δὲν ἀξίζουν!...
Εἴδαμε καὶ πάθαμε, μὲ χίλια παρακάλια, νὰ τὸν καταφέρουμε. Κι ἔτσι ὁ Παπαδιαμάντης ἄρχισε, μὲ τὴ βαθιὰ καὶ χαμηλὴ φωνή του ν᾿ ἀπαγγέλνει - τὸ σωστότερο, νὰ κανοναρχάει, γιατὶ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ποτὲ δὲν ξεκολνοῦσε - τὸ ἀκόλουθο ποίημα, ποὺ ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸ διαβάσαμε στὴν «Ἀκρόπολη», σὲ κάποιο διήγημά του:
Εἰκὸν᾿ ἀχειροποίητη, ποὺ στὴν καρδιά μου σ᾿ εἶχα
κι εἶχα γιὰ μόνο φυλαχτὸ μιὰ της κορφῆς σου τρίχα,
ὀνείρατα στὸν ὕπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σὰν περιστέρι στὴ σπηλιά, μ᾿ ἐτάραξαν γιὰ σένα.
Κίνδυνο, μαῦρο σύγνεφο, οἱ μάγισσες μοῦ λένε –
Τ᾿ ἀηδόνια αὐτὰ ποὺ κελαδοῦν μοῦ φαίνεται πὼς κλαῖνε.
Νὰ σὲ χαρεῖ ἡ ἄνοιξη μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
Ὁπού ῾ναι σὰν ἀμέτρητα ζωγραφιστὰ τραγούδια.
Σὺ στὸ σκολειὸ δὲν ἔμαθες νὰ γράφεις ραβασάκια·
στὰ χείλη σου τὰ ροδινὰ ποῦ τὰ ᾿βρες τὰ φαρμάκια;
Στὰ μάτια τὰ ψιχαλιστὰ ἔχει ὁ ἔρωτας καρτέρι...
Κι αὐτὸ τὸ μορφοδούλικο, τὸ τιμημένο χέρι,
ἂν ἕσφιξε ἢ τὸ ᾿σφιξαν, ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει.
Τὴ χάρη σου τὴ σπλαχνικὴ μὴ μ᾿ ἀρνηθεῖς, πουλί μου...
Ἀγάπη μου αἰώνια, ἀγάπη ὑστερνή μου!
- Ἔτσι λοιπόν! κραύγασε ὁ Μητσάκης. Ἔτσι λοιπόν, κὺρ-Ἀλέξαντρε!... Ἔχουμε ἔρωτες καὶ τοὺς τραγουδᾶμε τόσο ὄμορφα!
- Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔρωτες! ἀποκρίθηκε ὁ Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τὰ μάτια. Ὁ ἥρωάς μου ἔχει!
- Μπρέ, αὐτὰ εἶναι κολοκύθια! Πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε ἐμεῖς γιὰ ν᾿ ἀγαποῦνε καὶ τὰ πλάσματα τῆς φαντασίας μας!... Τέτοια τραγούδια, σὰν κι αὐτά, δὲν εἶναι φιλολογία, καὶ νὰ μὲ συμπαθᾶς... Ἀναβρύζουν ἀπὸ τὴν ψυχή, κι ὅταν ἡ ψυχὴ δὲ συγκλονίζεται ἀπὸ ἕνα αἴστημα δυνατό, δὲ μιλάει· βουβαίνεται!...
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Μητσάκης, καὶ πόσο ἄδικο εἶχε ὁ Παπαδιαμάντης νὰ ἐπιμένει πὼς τὸ τραγούδι του αὐτὸ ἤτανε φιλολογία!
Ἕνα βράδυ πάλι, ὕστερ᾿ ἀπὸ καιρό, κατεβαίναμε ἀπὸ τὸ Σύνταγμα πρὸς τὴν ὁδὸ Σταδίου, ὁ Κλεάνθης, ὁ Μητσάκης, ὁ Κώστας ὁ Ξένος, ἕνας δύο ἄλλοι φίλοι ἀκόμα, κι ἐγώ. Ἐκεῖ, ὅπου σήμερα τὸ καπνοπωλεῖο Βάρκα, ἀνταμώσαμε τὸν Παπαδιαμάντη. Τόνε σταματήσαμε. Ὁ Μητσάκης ἐπίμενε νὰ τὸν τραβήξει μαζί μας. Ἀντιστεκότανε. Στὸ τέλος δέχτηκε. Οἱ ἄλλοι προχωρούσανε σιγὰ σιγά, κουβεντιάζοντας. Ἐγὼ ἔμεινα πίσω, μερικὰ βήματα, μαζί του. Ἤτανε κακοντυμένος. Τὸ πουκάμισό του, στὸ λαιμό, ἀντὶ κουμπί, θυμᾶμαι, εἶχε μιὰ θηλιὰ ἀπὸ σπάγκο. Τὸ πανωφόρι του, χιλιολιγδιασμένο, τό ῾κλεινε μὲ τὰ χέρια του σταυρωτὰ κάτω ἀπὸ τὰ στήθη του, ὅπως τὸ συνήθιζε, πρὸς τὴν κοιλιά.
- Μὲ τέτοια χάλια νά ᾿ρθω μαζί σας; μοῦ εἶπε μὲ ἤρεμη, ὄχι πικραμένη, φωνή.
- Τ᾿ εἶν᾿ αὐτά, κὺρ-Ἀλέξαντρε; Τοῦ λόγου σου νὰ μιλᾶς ἔτσι;…
- Ἄφησέ με νὰ φύγω! ἐπίμενε.
Καὶ μ᾿ ἄφησε καὶ μπῆκε στὴν ὁδὸ Βουκουρεστίου.
- Ποῦ εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ ρώτησε ὁ Μητσάκης, σὰν τοὺς ζύγωσα, μόνος μου.
- Μοῦ ῾φυγε!
- Καὶ βέβαια σοῦ ῾φυγε, πρόστεσε ξεκαρδισμένος ὁ Κλεάνθης, σὰν εἶχες τὴν ἀνοησία νὰ πιστέψεις πὼς θὰ σὲ ἀκολουθοῦσε λυτός! Ἔπρεπε νὰν τὸ δέσεις αὐτὸ τὸ ἀντικοινωνικὸ θηρίο γιὰ νά ῾σαι σίγουρος πὼς θὰ σὲ ἀκολουθήσει...
Σ᾿ ἕνα μαγαζάκι, ἐκεῖ κάτω στὸν Ἅγιο Φίλιππα, μὲ περιβολάκι καὶ μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα μέσα, μίαν ὄαση ἀθηναϊκή, μ᾿ ἔσυρε ὁ Μητσάκης ἕνα δειλινὸ ἀνοιξιάτικο.
- Πᾶμε νὰ σὲ γνωρίσω μὲ κάποιονε ποὺ θὰ ἐνθουσιαστεῖς! μοῦ εἶπε.
Πήγαμε. Στὸ περιβολάκι μέσα, κάτω ἀπὸ μιὰ μουργιὰ ὁλοπράσινη, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τραπέζι, ποὺ εἶχε πάνω ἕνα ποτήρι ἀδειανὸ κι ἕνα μισογεμάτο κατοσταράκι ρετσινάτο, καθότανε ἕνας μεσόκοπος ἄνθρωπος, κακοντυμένος, καὶ κουτσόπινε.
- Γειά σου, κὺρ Ἀλέξαντρε!... Ὁ νεαρὸς ἀπὸ δῶ... Ξεκαρδίστηκα στὰ γέλια.
- Μωρέ, τὸν Παπαδιαμάντη θὰ μοῦ συστήσεις;… Χαμογέλασε κι ὁ Παπαδιαμάντης.
Ἴσια ἴσια δὲν εἶχε περάσει οὔτε βδομάδα, ποὺ τὸν εἶχα ἀνταμώσει ἕνα βράδυ, μ᾿ ἕνα φίλο μου, σὲ μιὰ ταβέρνα τοῦ Ψυρρῆ. Περνούσαμε ἀπ᾿ ὄξω καὶ μᾶς φώναξε νὰ μᾶς κεράσει. Ὁ φίλος μου, ποὺ εἶχε μεγαλύτερη σκέση μὲ τὸ ρετσινάτο παρὰ μὲ τὰ γράμματα, καταγοητεύτηκε ἀπὸ τὴ γνωριμία του.
- Πίνεις στὰ γερά, κρασοπατέρα! τοῦ ᾿λεγε κάθε λίγο καὶ λιγάκι.
Καὶ πάνω στὸ κρασί, δὲν ξέρω πῶς τοῦ ἦρθε - ἴσως γιατὶ τὸν εἶδε ἔτσι κακοντυμένο κι ἀξούριστο - κινημένος ἀπὸ ἕνα αἴστημα αὐτόματο κι ἀνάκατο, αἴστημα θαμασμοῦ πρὸς τὸ γερο-κρασοπότη καὶ συμπόνιας πρὸς τὸν κακομοιριασμένο ἄνθρωπο, ἔβγαλε μιὰ χούφτα δεκάρες ἀπὸ τὴν τσέπη του καὶ τοῦ τὶς ἔδωσε:
- Πάρ᾿ τες, φουκαρᾶ! τοῦ εἶπε. Κι ὁ Παπαδιαμάντης πῆρε τὶς δεκάρες χαμογελώντας καὶ τὶς ἄφησε πάνω στὸ τραπέζι...
- Τὶς πίνουμε κι αὐτές! εἶπε κι ἔτσι ἔγινε. Ἤπιαμε κι ἄλλες, καὶ σὰν χωριστήκαμε, κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ὁ φίλος πετοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά του.
- Γνώρισα τὸ Βάκχο ἀπόψε!... Τὸν ἀληθινὸ Βάκχο! ἔλεγε. Ἤπιε ἕναν περίδρομο κρασὶ καὶ οὔτε ζαλίστηκε καθόλου!... Μωρέ, τ᾿ εἶν᾿ αὐτός!...
Δὲν τοῦ εἶπα, τ᾿ εἶν αὐτός! Περιττό. Τ᾿ ἅγια τοῖς κυσί... Κι ὁ κὺρ-Ἀλέξαντρος ὅμως, ὅπως δὰ καὶ τὸ συνήθιζε, φρόντιζε νὰ μὴν τοῦ ξεφύγει καμιὰ λέξη ποὺ νὰ δίνει ὑποψία πὼς εἶναι καὶ τίποτ᾿ ἄλλο κι ὄχι μοναχὰ γερὸς κρασοπότης.
Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸ διηγηθήκαμε στὸ Μητσάκη γιὰ νὰ τὸν πείσουμε πὼς ἡ γνωριμία μας ἦταν παλιὰ κι εἶχε γαρνιριστεῖ καὶ μὲ νόστιμο ἐπεισόδιο, καὶ καθίσαμε στὸ τραπέζι κι ὁ ταβερνιάρης μᾶς ἔφερε καλοὺς μεζέδες καὶ κρασὶ καὶ σιγοπίνοντας ἀρχίσαμε τὶς συνηθισμένες, τὶς ἀγαπημένες μας φιλολογικὲς κουβεντοῦλες.
Ὁ Μητσάκης τὸν ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν ἐχτιμοῦσε καὶ ὡς ἄνθρωπο καὶ ὡς συγγραφέα καὶ ἀρχίνησε ν᾿ ἀναλύει, μὲ μιὰ κριτικὴ πρόχειρη μὰ βαθιά, τὰ διάφορα διηγήματα, ποὺ εἶχε δημοσιέψει, ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἴσαμε τότε.
Ὁ κὺρ-Ἀλέξαντρος, μὲ τὴ χαραχτηριστική του μετριοφροσύνη, εὕρισκε ὑπερβολικοὺς τοὺς ἐπαίνους κι ὅσο ἐπίμενε ὁ Μητσάκης, τόσο ὁ Παπαδιαμάντης ζάρωνε περισσότερο. Στὸ τέλος ὁ Μητσάκης, γιὰ νὰν τοῦ ἀποδείξει πὼς ἔχει δίκιο, ἄρχισε ν᾿ ἀπαγγέλνει καὶ στίχους του:
Λόγγος κι ὀρμάνι γύρω στὸ Παλάτι
καὶ τὸ φυλᾶνε ἀόρατα σπαθιά,
κι Ἐκείνη ἀποκοιμήθηκε βαθιὰ
καὶ δὲν τὴ βλέπει ἀνθρώπου μάτι ...
Ἦταν ἡ «Κοιμάμενη βασιλοπούλα», τὸ ποίημα ποὺ εἶχε δημοσιέψει λίγους μῆνες πρὶν ὁ Παπαδιαμάντης στὴν «Ἀκρόπολη» γιὰ τὸ θάνατο τῆς βασιλοπούλας Ἀλεξάντρας, κι ὁ Μητσάκης τὸ ἤξερε ὅλο ἀπ᾿ ὄξω, κι ὅλο μονορούφι τὸ ἀπάγγειλε, μὲ τὴ χαραχτηριστική του, τὴν ἔντονη καὶ λίγο φωνακλάδικη, ἀπαγγελία του.
- Δὲν ἔχεις γράψει κι ἄλλους στίχους, κὺρ-Ἀλέξαντρε; τόνε ρώτησε.
- Ἔχω γράψει κι ἄλλους, σὲ κάποιο διήγημά μου ἀνέκδοτο, μὰ δὲν ἀξίζουν κι αὐτοί!...
- Ἔχεις γράψει κι ἄλλους;... Καὶ δὲ μᾶς τοὺς λές; Δὲ μᾶς τοὺς ψέλνεις;...
- Τί νὰ σᾶς τοὺς πῶ!... Δὲν ἀξίζουν!...
Εἴδαμε καὶ πάθαμε, μὲ χίλια παρακάλια, νὰ τὸν καταφέρουμε. Κι ἔτσι ὁ Παπαδιαμάντης ἄρχισε, μὲ τὴ βαθιὰ καὶ χαμηλὴ φωνή του ν᾿ ἀπαγγέλνει - τὸ σωστότερο, νὰ κανοναρχάει, γιατὶ ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ποτὲ δὲν ξεκολνοῦσε - τὸ ἀκόλουθο ποίημα, ποὺ ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸ διαβάσαμε στὴν «Ἀκρόπολη», σὲ κάποιο διήγημά του:
Εἰκὸν᾿ ἀχειροποίητη, ποὺ στὴν καρδιά μου σ᾿ εἶχα
κι εἶχα γιὰ μόνο φυλαχτὸ μιὰ της κορφῆς σου τρίχα,
ὀνείρατα στὸν ὕπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σὰν περιστέρι στὴ σπηλιά, μ᾿ ἐτάραξαν γιὰ σένα.
Κίνδυνο, μαῦρο σύγνεφο, οἱ μάγισσες μοῦ λένε –
Τ᾿ ἀηδόνια αὐτὰ ποὺ κελαδοῦν μοῦ φαίνεται πὼς κλαῖνε.
Νὰ σὲ χαρεῖ ἡ ἄνοιξη μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
Ὁπού ῾ναι σὰν ἀμέτρητα ζωγραφιστὰ τραγούδια.
Σὺ στὸ σκολειὸ δὲν ἔμαθες νὰ γράφεις ραβασάκια·
στὰ χείλη σου τὰ ροδινὰ ποῦ τὰ ᾿βρες τὰ φαρμάκια;
Στὰ μάτια τὰ ψιχαλιστὰ ἔχει ὁ ἔρωτας καρτέρι...
Κι αὐτὸ τὸ μορφοδούλικο, τὸ τιμημένο χέρι,
ἂν ἕσφιξε ἢ τὸ ᾿σφιξαν, ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει.
Τὴ χάρη σου τὴ σπλαχνικὴ μὴ μ᾿ ἀρνηθεῖς, πουλί μου...
Ἀγάπη μου αἰώνια, ἀγάπη ὑστερνή μου!
- Ἔτσι λοιπόν! κραύγασε ὁ Μητσάκης. Ἔτσι λοιπόν, κὺρ-Ἀλέξαντρε!... Ἔχουμε ἔρωτες καὶ τοὺς τραγουδᾶμε τόσο ὄμορφα!
- Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔρωτες! ἀποκρίθηκε ὁ Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τὰ μάτια. Ὁ ἥρωάς μου ἔχει!
- Μπρέ, αὐτὰ εἶναι κολοκύθια! Πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε ἐμεῖς γιὰ ν᾿ ἀγαποῦνε καὶ τὰ πλάσματα τῆς φαντασίας μας!... Τέτοια τραγούδια, σὰν κι αὐτά, δὲν εἶναι φιλολογία, καὶ νὰ μὲ συμπαθᾶς... Ἀναβρύζουν ἀπὸ τὴν ψυχή, κι ὅταν ἡ ψυχὴ δὲ συγκλονίζεται ἀπὸ ἕνα αἴστημα δυνατό, δὲ μιλάει· βουβαίνεται!...
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Μητσάκης, καὶ πόσο ἄδικο εἶχε ὁ Παπαδιαμάντης νὰ ἐπιμένει πὼς τὸ τραγούδι του αὐτὸ ἤτανε φιλολογία!
Ἕνα βράδυ πάλι, ὕστερ᾿ ἀπὸ καιρό, κατεβαίναμε ἀπὸ τὸ Σύνταγμα πρὸς τὴν ὁδὸ Σταδίου, ὁ Κλεάνθης, ὁ Μητσάκης, ὁ Κώστας ὁ Ξένος, ἕνας δύο ἄλλοι φίλοι ἀκόμα, κι ἐγώ. Ἐκεῖ, ὅπου σήμερα τὸ καπνοπωλεῖο Βάρκα, ἀνταμώσαμε τὸν Παπαδιαμάντη. Τόνε σταματήσαμε. Ὁ Μητσάκης ἐπίμενε νὰ τὸν τραβήξει μαζί μας. Ἀντιστεκότανε. Στὸ τέλος δέχτηκε. Οἱ ἄλλοι προχωρούσανε σιγὰ σιγά, κουβεντιάζοντας. Ἐγὼ ἔμεινα πίσω, μερικὰ βήματα, μαζί του. Ἤτανε κακοντυμένος. Τὸ πουκάμισό του, στὸ λαιμό, ἀντὶ κουμπί, θυμᾶμαι, εἶχε μιὰ θηλιὰ ἀπὸ σπάγκο. Τὸ πανωφόρι του, χιλιολιγδιασμένο, τό ῾κλεινε μὲ τὰ χέρια του σταυρωτὰ κάτω ἀπὸ τὰ στήθη του, ὅπως τὸ συνήθιζε, πρὸς τὴν κοιλιά.
- Μὲ τέτοια χάλια νά ᾿ρθω μαζί σας; μοῦ εἶπε μὲ ἤρεμη, ὄχι πικραμένη, φωνή.
- Τ᾿ εἶν᾿ αὐτά, κὺρ-Ἀλέξαντρε; Τοῦ λόγου σου νὰ μιλᾶς ἔτσι;…
- Ἄφησέ με νὰ φύγω! ἐπίμενε.
Καὶ μ᾿ ἄφησε καὶ μπῆκε στὴν ὁδὸ Βουκουρεστίου.
- Ποῦ εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ ρώτησε ὁ Μητσάκης, σὰν τοὺς ζύγωσα, μόνος μου.
- Μοῦ ῾φυγε!
- Καὶ βέβαια σοῦ ῾φυγε, πρόστεσε ξεκαρδισμένος ὁ Κλεάνθης, σὰν εἶχες τὴν ἀνοησία νὰ πιστέψεις πὼς θὰ σὲ ἀκολουθοῦσε λυτός! Ἔπρεπε νὰν τὸ δέσεις αὐτὸ τὸ ἀντικοινωνικὸ θηρίο γιὰ νά ῾σαι σίγουρος πὼς θὰ σὲ ἀκολουθήσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου