Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Ἠλίας Βουτσινᾶς - Πολιτιστικὲς προσεγγίσεις στὸ μυθιστόρημα Οἱ Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη ἐργασία στὰ πλαίσια μεταπτυχιακῶν σπουδῶν Κοινωνιολογίας


1. Περίληψη

Ἡ ὑπόθεση στὸ μυθιστόρημα Οἱ Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ἀρχίζει νὰ λαμβάνει χώρα τὸ 1199. Τόπος του εἶναι ἡ Νάξος, ὅπου ἕνας πλούσιος εὐπατρίδης, ὁ Ἰωάννης Μούχρας, κατεδίωκε τοὺς πειρατές, μὲ σκοπὸ νὰ λάβει δίπλωμα ναυάρχου καὶ εὐπατρίδη τῆς Βενετίας. Σὲ μιὰ τέτοια καταδίωξη ἀπελευθέρωσε ἕναν Βενετὸ κόμητα, τὸν Μάρκο Σανοῦτο, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σκλάβος τῶν πειρατῶν καὶ τοῦ πρόσφερε φιλοξενία στὴν οἰκία του. Ὅμως, ὁ Βενετὸς κόμης, ἐπιθύμησε τὴν γυναίκα τοῦ οἰκοδεσπότη του -ὀνόματι Αὐγούστα- καὶ βρίσκοντας εὐκαιρία, τὴν ἀπήγαγε.
Στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο, ἡ πλοκὴ τοῦ ἔργου μᾶς πηγαίνει ἑπτὰ-ὀκτὼ χρόνια μετά, στὴν Βενετία. Ἐκεῖ συναντᾶμε τὸν Μάρκο Σανοῦτο, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σὲ κατάθλιψη, καθὼς τὸν ἐγκατέλειψε ἡ ἀπαχθεῖσα καὶ προετοιμάζεται κατ᾿ ἐντολὴ τῆς Διοίκησης τῆς Βενετίας, γιὰ μιὰ ἐκστρατεία στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου. Στὸ διάστημα αὐτό, τὸν ἀνακαλύπτει ὁ Ἰωάννης Μούχρας καὶ τοῦ ἐπιτίθεται μέσα σὲ μιὰ βάρκα σὲ κάποιο κανάλι τῆς Βενετίας, χωρὶς ὅμως ἡ μάχη νὰ ἔχει κάποιο ἀποτέλεσμα, ἁπλῶς νὰ τραυματισθεῖ σοβαρὰ ὁ Ἰωάννης Μούχρας, ὁ ὁποῖος καὶ καταφέρνει νὰ ξεφύγει.
Ὕστερα, ἡ δράση τοῦ ἔργου μᾶς μεταφέρει στὴν Πάτμο, ὅπου βρίσκουμε τὴν σύζυγο τοῦ Νάξιου εὐπατρίδη νὰ διαμένει σὲ μοναστήρι, σὲ ἄσχημη ψυχολογικὴ κατάσταση. Ἡ ἄσχημη αὐτὴ ψυχολογικὴ κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ἡ Αὐγούστα εἶναι ἀπόρροια δύο λόγων, ὅπως ἀφήνεται νὰ ἐννοηθεῖ ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ κειμένου· πρῶτον γιατὶ ἀγαποῦσε τὸν Βενετὸ κόμητα καὶ τὸν ἐγκατέλειψε γιὰ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο, καθὼς δὲν εἶχε τὴν ἀποκλειστικότητα, καὶ δεύτερον γιατὶ νιώθοντας αὐτὰ τὰ συναισθήματα θεωροῦσε πὼς πρόδωσε τὸν σύζυγό της. Στὸ μοναστήρι αὐτὸ τὴν ἀνακάλυψε ἀπεσταλμένη τοῦ Μάρκου Σανούτου, ἡ ὁποία ὅμως ἐνημέρωσε ψευδῶς τὸν κόμητα ὅτι εἶχε ἐξαφανιστεῖ, ἢ εἶχε πεθάνει. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν συνάντηση, ἡ Αὐγούστα ἐγκαταλείπει τὸ νησί, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ὁ σύζυγός της ἀφικνεῖτο ἐκεῖ, ἔχοντας πληροφορηθεῖ τὴν ἐκεῖ παραμονή της.
Ἡ τελευταία πράξη τοῦ ἔργου περατώνεται στὴν Νάξο. Ἐκεῖ, ὁ Μάρκος Σανοῦτος, προσπαθώντας ματαίως νὰ κατακτήσει τὴν νῆσο ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Γενοβέζων, καὶ βλέποντας τὴν πρόθεση τῶν συμμάχων του νὰ τὸν ἐγκαταλείψουν, ἀποφασίζει νὰ κάψει τὰ πλοῖα τους, ὥστε ἀναγκαστικὰ νὰ παραμείνουν στὸ νησί. Τὴν νύκτα ἐκείνη καὶ ἀφοῦ εἶχε δώσει τὶς ὁδηγίες του στοὺς ὑπηρέτες του, πορεύεται γιὰ τὸ γυναικεῖο μοναστήρι ὅπου διέμενε ἡ Αὐγούστα. Ἡ Αὐγούστα, βλέποντας τὸν κόμητα νὰ καθυστερεῖ νὰ ἔρθει πρὸς ἐπίσκεψή της, φεύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν μονὴ καὶ ἀνεβαίνει στὸ πλοῖο του, τὴν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς ποὺ μπῆκε ἡ φωτιὰ γιὰ νὰ καοῦν τὰ πλοῖα. Καιομένης τῆς ναυαρχίδας, ἡ Αὐγούστα βλέπει στὸν ἀπέναντι βράχο τὸν σύζυγό της καὶ προτοῦ ἀποθάνει τοῦ ζητᾶ συγχώρεση, ἡ ὁποία καὶ τῆς δίδεται.
Περατώνεται τὸ ἔργο στὸν ἴδιο τόπο ἀπὸ ὅπου ἄρχισε ἡ πλοκή του. Στὸ σπίτι τοῦ Νάξιου εὐπατρίδη κατοικεῖ πιὰ ὁ Βενετὸς κόμης, ὡς νικητὴς καὶ κύριος τῆς νήσου, ὁ ὁποῖος καὶ φονεύεται ἀπὸ τὸν πιστὸ δοῦλο του, ποὺ εἶχε ἀγανακτήσει γιὰ τὴν ἀχαριστία τοῦ κυρίου του, στὸ ἴδιο ἀκριβῶς μέρος ὅπου πρωτοσυνάντησε ὁ Σανοῦτος τὸν Αὐγούστα. Ὁ δὲ Ἰωάννης Μούχρας γίνεται μοναχός, καθὼς δὲν εἶχε τί ἄλλο καλύτερο νὰ πράξει, ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Παπαδιαμάντης.

2. Ἀνάλυση

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν σύντομη περίληψη, ἂς ἐπιχειρήσουμε νὰ δοῦμε ὁρισμένα πολιτισμικὰ στοιχεῖα ποὺ μποροῦν νὰ ἐξαχθοῦν ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα. Βεβαίως, δὲν θὰ κάνουμε τὸ λάθος νὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα· τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὁ συγγραφέας; Ἐρώτημα, ποὺ ἀνέκαθεν μᾶς προξενοῦσε ἀρνητικὰ συναισθήματα, γιὰ τὸν λόγο ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν μὲ τρόπο ἀξιωματικὸ καὶ ἀπόλυτο νὰ διαγιγνώσκουμε τοὺς πραγματικοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ ἑκάστοτε συγγραφέας ἔγραψε ὁρισμένα πράγματα, ὅσο ἐπιστημονικὰ καὶ ἂν προσεγγίζουμε τὸ κείμενό του. Καὶ αὐτὸ γιατὶ· πρῶτον δὲν εὐρισκόμεθα στὸ μυαλὸ τοῦ συγγραφέα· δεύτερον, δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ ἀναπαραστήσουμε πλήρως τὸ κοινωνικὸ-πολιτισμικὸ καὶ ψυχολογικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς ποὺ γράφτηκε τὸ κείμενο· καὶ τρίτον, ὁ ἐρευνητὴς ζεῖ σὲ ἕνα ἄλλο κοινωνικὸ-πολιτισμικὸ καὶ ψυχολογικὸ περιβάλλον, μὲ διαφορετικὲς προσλαμβάνουσες. Δὲν θὰ προβοῦμε στὴν παροῦσα ἐργασία σὲ φιλολογικὴ μελέτη τοῦ διηγήματος, ὅσο σὲ ἀνθρωπολογική. Ὅμως, παραμένουμε στὸν προβληματισμό μας πὼς δὲν ἑρμηνεύουμε τὸν συγγραφέα, ἀλλὰ ἀναλύουμε μὲ βάση τὴν δικιά μας ὀπτική.

Οἱ ἄνωθεν μεθοδολογικὲς παρατηρήσεις καὶ προβληματισμοί, γράφτηκαν ἐσκεμμένα, ὡς ἕνα εἶδος εἰσαγωγῆς, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν στὴν πορεία τῆς μελέτης μας ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐνεργοῦμε μὲ θράσος καὶ συνάμα μὲ ταπεινότητα. Γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν αὐτὰ ποὺ ἔλεγε 2500 χρόνια πρὶν ὁ Πλάτων, ὅτι: ἐπιστήμη χωριζομένης ἀρετῆς, πανουργία εἶναι καὶ ὄχι σοφία. Γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν αὐτὰ ποὺ ἔλεγε, ἀκόμη παλαιότερα, νοτιοανατολικότερα στὴν Μεσόγειο, ὁ Σολομῶν, ποὺ συνέστηνε: Νὰ μὴν ἐλέγχεις τὸν κακὸ γιατὶ θὰ σὲ μισήσει. Νὰ ἐλέγχεις τὸν καλὸ καὶ αὐτὸς θὰ σὲ ἀγαπήσει· γιατὶ ὁ ἔλεγχος κάνει τὸν σοφὸ σοφότερο.
Μὲ βάση αὐτοὺς τοὺς προβληματισμούς, ἂς ξεκινήσουμε σιγὰ-σιγὰ νὰ προσεγγίσουμε τὸ κείμενο. Ἕνα κείμενο δύσκολο, γιατὶ ὅπως ὅλα τα κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, κρίνεται στὴν λεπτομέρεια. Ἡ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη κατὰ τὴν γνώμη μας εἶναι ἡ γλώσσα καὶ ἡ λεπτομέρεια ποὺ τὸν διακρίνει στὴ ἀφήγηση. Ὅ,τι ἀναγράφει, τὸ ἀναγράφει σκοπίμως καὶ πρὸς -κυριολεκτικὰ- ψυχαγωγία τῶν ἀναγνωστῶν. Ὡς ἐκ τούτου, ἂς καταγράψουμε καὶ ἐκ τῆς θέσεως ταύτης τὴν ἀντίθεσή μας στὴν μεταφορὰ τῶν ἔργων τοῦ Παπαδιαμάντη στὴν κοινὴ νεοελληνική. Γεγονός, ποὺ δὲν ἀδικεῖ τόσο τὸν Παπαδιαμάντη, ὅσο ἐμᾶς τοὺς Νεοέλληνες, ποὺ βγάζουμε μὲ τὰ ἴδια τὰ χέρια μας τὰ μάτια μας, καταστρέφοντας τὸν πλοῦτο τῆς γλώσσας μας. Καὶ πὼς δὲν ἐννοοῦμε νὰ καταλάβουμε, πὼς ὅταν δὲν φτάνουμε νὰ κόψουμε ἕνα φροῦτο ἀπὸ τὸ κλαδὶ ἑνὸς δένδρου, δὲν πρέπει νὰ κόψουμε τὸ δέντρο, ἀλλὰ νὰ φτιάξουμε σκάλα καὶ νὰ φτάσουμε τὸ φροῦτο.
Ἀλλὰ παρεκτραπήκαμε. Ἂς ἐπανέλθουμε στὴν ἀνάλυση τοῦ ἔργου.
Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν κάνουμε πιὸ πρόσφορη, θὰ ἐπικεντρωθοῦμε καὶ θὰ ἀφήσουμε νὰ μᾶς ὁδηγήσουν οἱ τρεῖς πρωταγωνιστές· ὁ Βενετὸς κόμης Μάρκος Σανοῦτος, ὁ Νάξιος εὐπατρίδης Ἰωάννης Μούχρας καὶ ἡ σύζυγός του Αὐγούστα. Ἡ παρουσίαση γίνεται μὲ ὄχι τυχαία σειρά.
Θὰ προσπαθήσουμε νὰ παρουσιάσουμε ἀναλυτικὰ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα ἑνὸς ἑκάστου ἐκ τῶν τριῶν πρωταγωνιστῶν. Πῶς οἱ πρωταγωνιστὲς τοῦ ἔργου ὁδηγοῦνται καὶ ὁδηγοῦν τὴν ζωή τους, σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς ποὺ ἡ ἴδια κοινωνία στὴν ὁποία ζοῦν ἐπιτάσσει.
Αὐτὸ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀποδείξουμε. Ὄχι ὅμως ἀναλυτικὰ καὶ μὲ ἀπαρίθμηση ἀποσπασμάτων, ἀλλὰ προσπαθώντας σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο νὰ συλλάβουμε ἐν ὄλῳ τὴν σημαντικότητα τῆς προειρημένης πρότασης· ἤτοι, ὅτι οἱ ἥρωες δροῦν καὶ ἐνεργοῦν μὲ βάση τὰ κοινωνικὰ στερεότυπα ποὺ ἡ ἴδια ἡ κοινωνία τοὺς ἐπιβάλλει. Καὶ ἕως ἐδῶ κανένα πρόβλημα. Τὸ πρόβλημα ἔγκειται στὸ ὅ,τι οἱ ἥρωες, ὡς ἄνθρωποι ἄλλωστε, ἔχουν πάθη, ἐπιθυμίες, ὄνειρα, τὰ ὁποῖα ἀντίκεινται στὰ ὀρθὰ καὶ νόμιμα ποὺ ἡ κοινωνία θεωρεῖ καὶ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μὴν ἐφαρμόσουν ἂν θέλουν νὰ ζοῦν σὲ αὐτήν. Αὐτὴ τὴν ἀντιπαλότητα ἀνάμεσα στὸ προσωπικό, τὸ ἀτομικὸ θέλω καὶ ποθῶ, καὶ τὸ κοινωνικό, θὰ πραγματευτοῦμε μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.

2.1. Μάρκος Σανοῦτος

Ὁ Μάρκος Σανοῦτος, εἶναι κόμης μιᾶς ἰσχυρῆς καὶ πλουσιότατης πόλης-κράτους, τῆς Βενετίας. Μιὰ πόλη ποὺ κυβερνιέται ἀπὸ μιὰ μικρὴ ὁμάδα λίγων κραταιῶν ἀρχόντων, ποὺ ἄρχουν ἐπὶ τοῦ ὑπόλοιπου λαοῦ. Αὐτὴ τὴν ὁμάδα τὴν ἀπαρτίζουν κόμητες ἰσχυροὶ καὶ πλούσιοι. Γιὰ νὰ εἶναι ὅμως πλούσιοι καὶ ἰσχυροὶ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ καὶ ἄρχοντες ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὀφείλουν νὰ ἔχουν μία συγκεκριμένη ἠθική, ἠθικὴ ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀποτυπώνεται στὸν τρόπο συμπεριφορά τους. Εἰδάλλως, αὐτόματα ἀπομονώνονται καὶ ἀποκλείονται ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κύκλο, καὶ ἐπίσης δὲν μποροῦν νὰ πλουτίσουν. Ἀποκλείονται, μὲ διαδικασίες, ὄχι φανερές, οὔτε ὑπόγειες, ἀλλὰ μὲ ἄδηλες, ἀσυνείδητες πολλὲς φορὲς καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους συμμετέχοντες σὲ αὐτές. «Δὲν συμπεριφέρεσαι ὅμως ἐμεῖς; Αὐτόματα ἀποκλείεσαι ἀπὸ ἐμᾶς. Δὲν συμπεριφέρεσαι ὅπως τὸ κοινωνικὸ σύστημα ἐπιτάσσει; Αὐτόματα βγαίνεις ἐκτὸς τοῦ κοινωνικοῦ συστήματος.» Δὲν μπορεῖ καὶ δὲν πρέπει ἡ κοινωνικὴ συνοχὴ νὰ διαταραχτεῖ, νὰ διαρραγεῖ, νὰ διασπαστεῖ. Δὲν ἀλλάζουν οἱ κοινωνίες, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι. Ἡ κοινωνικὴ συνείδηση διαμορφώνει τὴν ἀτομικὴ καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο.
Ἔτσι καὶ ὁ Μάρκος Σανοῦτος. Ὡς γόνος πλουσίας, ἰσχυρῆς καὶ ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας τῆς Βενετίας, εἶχε γαλουχηθεῖ ἀπὸ τὰ μικράτα του μὲ τὶς ἀρχές, τὶς ἀξίες, τὰ ἰδανικά, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τῆς Βενετίας· ποὺ ἦταν ἰσχυρή, ἀδίστακτη, πατοῦσε κυριολεκτικὰ ἐπὶ πτωμάτων, προκειμένου νὰ κυριαρχήσει σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα ἐδάφη καὶ νὰ ἀποκτήσει ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη οἰκονομικὴ ἰσχύ. Ἔτσι καὶ τὰ ἔνδοξα τέκνα της, γιὰ νὰ εἶναι ἱκανὰ γιὰ αὐτήν, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἠθικοὺς φραγμοὺς καὶ ἀναστολές. Γιὰ αὐτούς, ὁ ἐαυτός τους ἦταν ὑπεράνω ὅλων των ὑπόλοιπων ἀνθρώπων. Οἱ ὑπόλοιποι ταπεινοὶ ἄνθρωποι ἦσαν πιόνια, μέσα, ποὺ τὰ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἐπιτύχουν ἄλλοτε τοὺς ὑποχθόνιους σκοπούς τους καὶ ἄλλοτε ἁπλῶς γιὰ νὰ διασκεδάζουν εἰς βάρος τους. Οἱ ἄλλοι, οἱ ὑπόδουλοι πολίτες καὶ κάτοικοι δὲν ἦσαν ἄνθρωποι, δὲν εἶχαν ψυχὴ καὶ ὀντότητα. Ἀποτελοῦσαν ἁπλῶς πιόνια.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἐπισημάνουμε πὼς τὸ βιοτικὸ καὶ μορφωτικὸ ἐπίπεδό των ἁπλῶν κατοίκων τῆς Βενετίας περιγράφεται ὡς χείριστο. Οἱ ἄνδρες, ἀμόρφωτοι, ὅ,τι χρήματα ἔβγαζαν τὰ κατέθεταν στὰ καπηλειά. Τὸ ἐπίπεδο αὐτῶν τῶν κατοίκων δὲν πρέπει νὰ μᾶς προξενεῖ ἐντύπωση. Μιὰ τέτοια ὀλιγαρχία ὅπως αὐτὴ τῆς Βενετίας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει, θὰ πρέπει ὁ λαὸς νὰ εἶναι ἀνίκανος νὰ ἀντισταθεῖ. Καὶ πῶς κάνεις ἕναν λαὸ ἀνίκανο; Ἁπλούστατα, ἐσκεμμένα τὸν ἀφήνεις ἀμόρφωτο καὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὶς ἡδονές του· τὸν ἀφήνεις ζῶο κυριολεκτικά, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ σηκώσει κεφάλι. Βεβαίως καὶ ὁ λαὸς δὲν εἶναι ἀνεύθυνος. Ἔχει μερίδιο εὐθύνης.
Οἱ ἄρχοντες, γιὰ νὰ εἶναι ἄρχοντες λοιπόν, δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχουν συναισθήματα. Ἔπρεπε νὰ ἔχουν μόνο ἡδονὲς καὶ νὰ τὶς ἱκανοποιοῦν στὸ μέγιστο βαθμό. Νὰ πίνουν, νὰ μεθᾶνε. Νὰ κάνουν πολλά, πολυέξοδα καὶ ὀργιώδη πάρτι. Νὰ ἐπιθυμοῦν γυναῖκες. Ἀλλὰ γυναῖκες, ὄχι γυναίκα, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἁπλῶς καὶ μόνο τὶς ὁρμές τους, βλέποντας αὐτὲς μόνο καὶ μόνο ὡς σκεύη, ὡς ἀντικείμενα, ὡς ἐργαλεῖα ἡδονῆς.
Ἔτσι ἤθελε τοὺς ἄρχοντες ἡ Γαληνοτάτη Δημοκρατία τῆς Βενετίας. Χωρὶς ἀνθρώπινα συναισθήματα, παρὰ μόνο μὲ ἡδονές. Γιατὶ τὸ συναίσθημα ἐξανθρωπίζει τὸν ἄνθρωπο. Ἀντίθετα, οἱ χωρὶς ἔλεγχο καὶ ἄκρατες ἡδονὲς κάνουν τὸν ἄνθρωπο κτῆνος. Καὶ μόνο τα κτήνη μποροῦν νὰ πλουτίζουν καὶ νὰ ἰσχυροποιοῦνται. Ἡ Βενετία ἤθελε ἄρχοντες-κτήνη. (Ρητορικὴ ἐρώτηση· Μήπως ὅλα αὐτὰ μᾶς θυμίζουν σημερινὲς καταστάσεις καὶ κοινωνίες;)
Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο δροῦσε καὶ ἐνεργοῦσε ὁ Μάρκος Σανοῦτος. Κατ᾿ ἐπιταγὴ τῶν κοινωνικῶν ἰδεωδῶν. Γιατὶ ἔτσι εἶχε μάθει. Μόνο ποὺ ἡ ζωὴ εἶναι ἀπρόβλεπτη. Καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος. Ὅσο καὶ ἂν ἡ κοινωνία στὴν ὁποία ζεῖ προσπαθεῖ νὰ τὸν κάνει κτῆνος, ξεχνάει κάτι. Ἡ κοινωνία εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, ἡ ἀνθρώπινη φύσις εἶναι ἐκ γενετῆς, ἐξ ὑπάρξεως αὐτοῦ του κόσμου, ὅπως καὶ ἀπὸ ὅποιον δημιουργήθηκε. Καὶ ὁ Μάρκος Σανοῦτος, δίχως νὰ τὸ καταλάβει, ἔγινε ἄνθρωπος, ἢ πῆγε νὰ γίνει ἄνθρωπος ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Πρωτοφανὲς ἀλλὰ ἐρωτεύτηκε. Γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἴσως ὁ μοναδικὸς ἐκ τῶν ὁμοτράπεζών του, δὲν εἶδε μιὰ γυναίκα ὡς ἡδονιστικὴ τέρψη, ἀλλὰ ὡς ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸ ἦταν ὄντως ἕνα βαθὺ καὶ μεγάλο πολιτισμικὸ σὸκ γιὰ αὐτόν, καθὼς τὸ ἴδιο τὸ ἀνδροκρατούμενο σύστημα στὸ ὁποῖο εἶχε γαλουχηθεῖ, ἀνδρωθεῖ καὶ ξεχωρίσει, τὸ θεωροῦσε αὐτὸ τὸ γεγονὸς μέγα ἀτόπημα ἢ καὶ ἔγκλημα. Δὲν νοεῖτο κόμης τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας τῆς Βενετίας νὰ ἐρωτευθεῖ, ἤτοι νὰ ἐξανθρωπιστεῖ.
Καὶ αὐτὸ τὸ ἤξερε ὁ Μάρκος Σανοῦτος. Ἐξ οὗ καὶ οἱ σπασμωδικές του κινήσεις. Στὴν ἀρχὴ μετάνιωσε ποὺ τὴν ἀπήγαγε. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει πίσω. Κατὰ τὸ διάστημα ποὺ τὴν εἶχε μαζί του, ἴσως γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει περιθώρια πρωτίστως στὸν ἑαυτό του, ὑποδυόταν ὅτι τὴν εἶχε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ πολλά του σκεύη ἡδονῆς. Καὶ ὅταν ἡ Αὐγούστα τὸν ἐγκατέλειψε, τότε τὸ συναίσθημα μπῆκε γιὰ πρώτη φορὰ πάνω ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς ἐπιταγές. Γιὰ πρώτη φορά, τὸ νὰ δρᾶ ὡς οἱ κοινωνικὲς ἐπιταγὲς ὁρίζουν, ὄχι μόνο εὐχαρίστηση δὲν τοῦ προξενοῦσε, ἀλλὰ περιέπεσε καὶ σὲ κατάθλιψη. Γιὰ πρώτη φορά, τὸ συναίσθημα ὑπερίσχυσε. Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Μάρκος Σανοῦτος βρισκόταν σὰν νὰ ἰσορροποῦσε σὲ δύο βάρκες. Ἂν ὁ ἀναγνώστης διαβάσει προσεκτικὰ αὐτὴν τὴν περίοδο στὴν ζωή του, θὰ καταλάβει τί ἐννοοῦμε. Μιὰ ὑπερίσχυε ἡ κοινωνία, μιὰ ὁ ἄνθρωπος (ἰδίως ὅταν τὴν ἔψαχνε καὶ δὴ ὅταν τὴν βρῆκε καὶ θὰ τὴν συναντοῦσε). Ὅταν ἡ Αὐγούστα πέθανε καὶ ἔτσι ἀναγκαστικὰ τὴν ἔχασε, ξανακύλησε ὁριστικὰ πιά, ἐκεῖ ποὺ τὸ σύστημα τὸν εἶχε τάξει. Καθὼς δὲν εἶχε πιὰ κάποιο ἀντίβαρο. Τὸ ἀντίβαρό του ἦταν ἡ Αὐγούστα. Χάθηκε ἡ Αὐγούστα, χάθηκε τὸ ἀντίβαρο.
Τραγικὴ εἰρωνεία; Ὁ Μάρκος Σανοῦτος ἔχασε ἄδοξα τὴν ζωή του ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κοινωνία ποὺ ὑπηρέτησε σωστὰ καὶ ποὺ γιὰ λίγο τὴν πρόδωσε. Γιατὶ, τὸ ἴδιο ἐκεῖνο κοινωνικὸ σύστημα προκειμένου νὰ ἐπιβιώνει εἰς τὸ διηνεκές, δημιουργεῖ καὶ ἐκεῖνα τὰ κατακάθια τοῦ ὑποκόσμου, τὰ ὁποῖα ὑπηρετοῦν ὡς πειθήνια ὄργανα τοὺς ἄρχοντες τοὺς συστήματος καὶ ἐμμέσως τὸ ἴδιο τὸ σύστημα, σκοτώνοντας τοὺς ἄρχοντές του, ὅταν πιὰ δὲν ἔχουν κάτι ἄλλο νὰ προσφέρουν σὲ αὐτό, καθὼς τοὺς ἔχει ἤδη ξεζουμίσει.
Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει χαρακτηριστικά: Τί ἐζήτει ἡ Βενετία τρέπουσα τοὺς στόλους τούτους εἰς τὸ Αἰγαῖον; Ὅ,τι ἐζήτει ὁ σφαγεὺς παρὰ τοῦ θύματος: τὰς σάρκας αὐτοῦ, ἵνα κορέση τὴν πεῖναν του. Διατί αἱ ἰδιωτικαὶ αὗται καὶ κεκυρωμέναι μὲ τὰ σήματα τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἐπιχειρήσεις; Διατὶ αἱ τοσοῦτοι ἐργολάβοι τῶν κατακτήσεων, τῶν ὡς διὰ δημοπρασίας ἐκτελουμένων; Ἡ Βενετία προσηγόρευε ἐαυτὴν Πολιτείαν, καὶ εἶχε υἱοὺς τυράννους. Τοῖς ἔδιδε τὸ χρῖσμα της καὶ τοὺς ἔπεμπε ἵνα κατακυριεύσωσι τὴν γῆν. Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία εἰς τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκεν τὴν πεῖναν. Ἡ πείνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστεία. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα πάντοτε, ἡ αὐτή.

2.2. Αὐγούστα Μούχρα

Ἀναλύοντας στὸ προηγούμενο κεφάλαιο την περίπτωση τοῦ Μάρκου Σανούτου, μία κεντρικὴ ἰδέα διαπερνοῦσε ὅλο τὸ κείμενο. Τὸ ὅ,τι ὁ Μάρκος Σανοῦτος πάλευε μεταξὺ τῶν κοινωνικῶν καὶ τῶν ἀτομικῶν προσταγῶν. Αὐτὴ ἡ κεντρικὴ ἰδέα θὰ διαπερνάει καὶ τὴν ἀνάλυσή μας γιὰ τὸ δεύτερο πρωταγωνιστικὸ πρόσωπο τῆς ἱστορίας, τὴν Αὐγούστα. Ὁ Μάρκος Σανοῦτος ἦταν δυστυχισμένος ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, γιατὶ δὲν μπόρεσε νὰ πράξει τὰ δικά του θέλω, τὶς δικές του ἐπιθυμίες, ἀλλὰ ὑποτάχθηκε στὰ πρέπει καὶ στοὺς κανόνες τοῦ κοινωνικοῦ συστήματος στὸ ὁποῖο ἀνῆκε. Δὲν εἶχε ἢ δὲν μπόρεσε νὰ ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἀντιταχθεῖ στὸ αὐστηρὸ πλαίσιο τῆς κοινωνίας του.
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ Αὐγούστα. Ἔζησε καὶ αὐτὴ δυστυχισμένη γιατὶ δὲν μπόρεσε ἢ δὲν ἤθελε νὰ ζήσει τὶς ἀτομικές της ἐπιθυμίες.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ ζῶο, εἶναι εὐχαριστημένος μέσα στὴν κοινωνία στὴν ὁποία ζεῖ, μέσα ἀπὸ τὴν προστασία ποὺ τοῦ παρέχει ἡ κοινωνία, γιατὶ ἔξω ἀπὸ αὐτὴν δὲν μπορεῖ, πιστεύει, νὰ ἐπιβιώσει. Καὶ ζεῖ εὐτυχισμένος, ὑπακούοντας ἑκούσια ἢ ἀκούσια, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα τοὺς κοινωνικοὺς κανόνες καὶ νόμους. Ὥσπου, ἔρχεται μιὰ στιγμή, ποὺ τὰ προσωπικά τους θέλω εἶναι ἀντίθετα μὲ αὐτὰ τῆς κοινωνίας. Καὶ τότε δυστυχεῖ. Ἂν ὑπακούσει στὰ θέλω του, ἐξοβελίζεται ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ζεῖ μόνος του. Ἂν ὑπακούσει στὴν κοινωνία, τότε ζεῖ συναισθηματικὰ δυστυχισμένος. Ὁ Μάρκος Σανοῦτος ἐρωτεύτηκε τὴν Αὐγούστα, ἐνάντια στὰ ἤθη τῆς Βενετίας. Καὶ ἡ Αὐγούστα ἐρωτεύθηκε τὴν Μάρκο Σανοῦτο. Μόνο ποὺ ἡ δικιά της περίπτωση εἶναι πιὸ τραγική. Γιατὶ δὲν παραβαίνει ἁπλῶς κάποιους κοινωνικοὺς κανόνες, ἀλλὰ ἡ κοινωνία στὴν ὁποία ζεῖ τὴν παρουσιάζει ὡς ἔνοχη, ὡς ἀνήθικη καὶ ἁμαρτωλὴ ἐξαιτίας τῆς παραβίασης αὐτῶν τῶν κοινωνικῶν κανόνων.
Ἡ Αὐγούστα ζεῖ στὴν Νάξο. Ἐκείνη τὴν περίοδο, πολιτικὴ σταθερότητα δὲν ὑπῆρχε. Ὁ ἕνας κατακτητὴς διαδεχόταν τὸν ἄλλον. Ἡ ἐθνικὴ συνείδηση ἦταν ἐλάχιστη ἕως μηδαμινή. Ὁ μόνος θεσμὸς καὶ τρόπος γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μιὰ κοινωνικὴ ταυτότητα καὶ νὰ αὐτοπροσδιορίζονται κοινωνικὰ ἦταν ἡ θρησκεία. Ἔτσι ἡ Αὐγούστα ἦταν θρήσκα. Ἐξομολογοῦνταν, ἔκαμε δωρεές, εἶχε σχέση μὲ μοναστήρια. Οἱανδήποτε πράξη της, τὴν συνέδεε μὲ τὶς θρησκευτικὲς ἐπιταγές. Ἂν συμφωνοῦσαν οἱ τυποποιημένοι θρησκευτικοὶ κανόνες μὲ τὶς πράξεις της ἦταν καλή, ἕτοιμη νὰ πάει στὸν Παράδεισο. Ἂν ὄχι, ἦταν ἁμαρτωλή, ἕτοιμη νὰ πάει στὴν κόλαση ἂν δὲν μετανοοῦσε.
Ἔτσι καὶ ἡ Αὐγούστα. Παντρεμένη οὖσα, ἐρωτεύθηκε κάποιον ἄλλον. Γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα παραμέρισε τοὺς θρησκευτικοὺς κανόνες μὲ τοὺς ὁποίους αὐτοπροσδιοριζόταν καὶ γεύτηκε αὐτὸ ποὺ τὴν ἔκανε ἐκείνη στιγμὴ εὐτυχισμένη. Ὅταν πιά, αὐτὸ ποὺ τὴν ἔκανε εὐτυχισμένη κλονίστηκε -γιατὶ κατάλαβε ὅτι δὲν θὰ ἔχει ποτὲ ἀπὸ τὸν κόμητα τὴν ἀποκλειστικότητα ποὺ περίμενε ὅτι θὰ εἶχε- κλονίστηκε ὁλόκληρη. Γιατὶ τώρα πιά, ὅλος ὁ κόσμος της ἦταν κλονισμένος. Ὁ ἕνας κόσμος της, αὐτὸς ποὺ προσδιοριζόταν ἀπὸ τοὺς θρησκευτικοὺς κανόνες ἦταν ἤδη κλονισμένος, καθὼς τοὺς παρέβη ἠθελημένα. Τώρα κλονίστηκε καὶ ὁ ἄλλος κόσμος της, αὐτὸς ποὺ προσδιοριζόταν ἀπὸ τὰ προσωπικά της θέλω. Ὁπότε, ἦταν πιὰ ἐπὶ ξύλου κρεμάμενη. Δὲν εἶχε ἀπὸ κάπου νὰ πιαστεῖ, νὰ αὐτοπροσδιοριστεῖ ὡς ἄνθρωπος καὶ ὡς ὀντότητα. Γκρεμίζοντας ἡ ἴδια τὸν τελευταῖο αὐτοπροσδιορισμό της, τὸν ἀτομικὸ -ὅτι δηλαδὴ ὁ Μάρκος Σανοῦτος ἦταν ἐρωτευμένος μόνο μαζί της-, μὴ ἔχοντας ἄλλη ἐπιλογή, ξαναγύρισε στὸν πρῶτο, τὸν κοινωνικό. Αὐτὸν τὸν θεσμὸ ποὺ τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει, ποὺ τὸν εἶχε προδώσει.
Μόνο, ποὺ καὶ αὐτὸς ὁ θεσμὸς τῆς θρησκείας ἔπασχε, ὅπως ἔπασχε καὶ ὅλη ἡ κοινωνία. Ἀφοῦ ἡ κοινωνία, ἡ ὁποία ζεῖ καὶ δημιουργεῖ τοὺς θεσμοὺς εἶναι ἀνερμάτιστη, δὲν μπορεῖ ἕνας θεσμός της νὰ εἶναι ἀλλιῶς. Ἔτσι καὶ ἡ θρησκεία ἦταν ἀνερμάτιστη. Καὶ ὅταν λέμε θρησκεία, δὲν ἐννοοῦμε τὸ βάθος καὶ τὴν οὐσία τῆς θρησκείας, ἡ ὁποία δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ καμιὰ κοινωνικὴ μεταβολή, καθὼς τὸ εἶναι της εἶναι ἀναλλοίωτο ἀφοῦ δὲν εἶναι ἀνθρώπινο δημιούργημα ἢ κοινωνικὸ κατασκεύασμα. Ἡ διδασκαλία καὶ ἡ πίστη τῆς ἐκκλησίας, ὡς ἀπὸ ἕνα Ὑπέρτατο Ὃν δοσμένα, εἶναι ἀναλλοίωτα ἀπὸ κοινωνικὲς μεταβολὲς καὶ βοηθοῦν καὶ ὠφελοῦν τὰ μάλλα τὸν πιστὸ ἄνθρωπο. Ὅπως καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἐκπρόσωποί της, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀλλοιωθεῖ ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸ εἶναι τῆς θρησκείας. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὁ Παπαδιαμάντης, ἀντιπαραβάλλοντάς τον μὲ τὰ ὑπόλοιπα διηγήματά του εἶναι ξεκάθαρος. Στὰ διηγήματα· Στὸ Χριστὸ στὸ κάστρο, ἢ Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ἢ ἀκόμα καὶ στὸ τέλος τοῦ· Ἡ Φόνισσα, ὑποστηρίζει σαφῶς καὶ δεδηλωμένα τὸ ἄνωθεν εἰρημένο.
Γιὰ αὐτὸ καὶ στοὺς· Ἐμπόρους τῶν Ἐθνῶν, δὲν θίγει τὴν θρησκεία ὡς πρὸς τὴν οὐσία της. Αὐτὸ ποὺ θίγει εἶναι, πὼς στὴν περίπτωση ποὺ ἐξετάζουμε, ὅπου ἡ κοινωνία εἶναι ἀνερμάτιστη καὶ κάποιοι ἐκπρόσωποι τῆς θρησκείας -καθὼς δὲν ἔχουν καλλιεργήσει ἐσωτερικὰ τὸν ἑαυτό τους ὥστε νὰ ἀντισταθοῦν σὲ αὐτὴν- εἶναι καὶ αὐτοὶ ἀνερμάτιστοι. Σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση εὑρισκόμενοι, δὲν ξέρουν καὶ οἱ ἴδιοι γιατὶ πιστεύουν καὶ τί πιστεύουν. Ὡς ἐκ τούτου, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἰσορροπήσουν ψυχικά, ταμπουρώνονται καὶ καλύπτονται ὁλότελα πίσω ἀπὸ τοὺς τυπικοὺς νόμους καὶ τὶς διατάξεις τῆς θρησκείας, δίχως νὰ τοὺς κατανοοῦν, ἁπλῶς νὰ ὑπακούουν πειθήνια σὲ αὐτούς, γιατὶ ἀλλιῶς χαθήκανε, καθὼς θὰ καταρρεύσει ὡς χάρτινος πύργος, ὅλος ὁ κόσμος τους.
Αὐτὴ ἦταν ἡ κοινωνικὴ κατάσταση τὴν ὁποία βίωνε ἡ Αὐγούστα. Ἐπιστρέφοντας πίσω, στὸν ἐγκαταλειφθέντα ὑπὸ αὐτὴν θεσμὸ τῆς θρησκείας, δὲν ἔβρισκε ἀνθρώπους ποὺ νὰ μποροῦν νὰ τὴν βοηθήσουν πραγματικά. Τὸ συναίσθημα τῆς προδοσίας, τῆς ἁμαρτωλότητας, τῆς πορνείας, τῆς βρώμικης, ἐντάθηκε. Διέπραξε ἕνα ἁμάρτημα, αὐτὸ τῆς μοιχείας, ἄρα εἶναι ἁμαρτωλή, ἄρα θὰ πάει στὴν κόλαση. Τὸ βάθος τῆς πράξης της -καὶ γιατὶ εἶναι βαρὺ τὸ ἁμάρτημα ποὺ περιέπεσε- δὲν τῆς δίνεται νὰ τὸ καταλάβει ἀπὸ τοὺς μοναχούς. Μόνο τυπικούς, αὐστηροὺς καὶ ἐπιφανειακοὺς κανόνες τῆς ἔβαζαν, χωρὶς νὰ ξέρουν ἀκόμα καὶ οἱ ἴδιοι τὴν σημασία τους. Καὶ αὐτοὶ οἱ κανόνες οἱ ἀνούσιοι, τὴν ἔσφιγγαν. Καὶ ἦταν δυστυχισμένη. Οἱ δύο κόσμοι της εἶχαν γκρεμιστεῖ καὶ συνέχιζαν νὰ μένουν γκρεμισμένοι. Ἔκανε ὕστατες προσπάθειες μήπως ὁ θεσμὸς τῆς θρησκείας κατάφερνε νὰ τὴν στηρίξει. Δὲν μπόρεσε. Ὁπότε, κάνει μιὰ τελευταία προσπάθεια μήπως ἀναβιώσει τὸν ἔρωτά της μὲ τὸν Μάρκο Σανοῦτο. Ἂν θὰ τὰ κατάφερνε, δὲν θὰ τὸ μάθουμε ποτέ. Ὁ Παπαδιαμάντης -ὅπως ἄλλωστε καὶ στὴν· Φόνισσα- δὲν μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει καὶ νὰ ὑπερθεματίσει ὄχι μόνο τὴν πλήρη καταπάτηση τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑφίστανται τὶς συνέπειες αὐτῶν τῶν πράξεων -ὅπως ὁ Ἰωάννης Μούχρας. Κατανοεῖ οὐσιαστικά, γιατὶ καταπατήθηκαν. Συμπονεῖ ἀληθινά. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξυψώσει τὴν καταπάτηση. Βλέπουμε -ὅπως καὶ στὴν· Φόνισσα- ὅτι ματαίως προσπαθεῖ νὰ βρεῖ κάποιον τρόπο ὥστε νὰ συμψηφίσει αὐτὰ τὰ δύο· τοὺς κοινωνικοὺς θεσμοὺς καὶ τὰ ἀτομικὰ θέλω. Ὁπότε, ἡ μόνη λύση εἶναι ἡ οὐδετερότητα καὶ τὸ νὰ ἀφήσει τὴν μοίρα νὰ κάνει παιχνίδι. Πεθαίνει ἡ Αὐγούστα -τυχαία;- καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ πεθαίνει βάζει στὴν σκηνή, ὡς ἀπὸ μηχανὴ θεὸ τὸν σύζυγό της νὰ τῆς δίδει τὴν συγχώρεση.

2.3. Ἰωάννης Μούχρας

Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὁ Παπαδιαμάντης μᾶς δίδει ἕνα πολὺ μεγάλο σπουδαῖο μάθημα. Ἂς τὸ δοῦμε σιγὰ-σιγά.
Καὶ ἐρχόμεθα στὸ τρίτο πρωταγωνιστικὸ πρόσωπο τοῦ ἔργου καὶ τὸ τραγικότερο δι᾿ ἡμᾶς, τὸν Ἰωάννη Μοῦχρα. Ἕνα πρόσωπο, τὸ μοναδικὸ στὸ ἔργο ποὺ εἶναι ἰσορροπημένο μέσα σὲ μιὰ ἀνερμάτιστη κοινωνία. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη Μούχρα, βλέπουμε ὅλες τὶς σταθερὲς ἀξίες ποὺ ὑπάρχουν σὲ μιὰ συγκροτημένη κοινωνία. Εἶναι ὁ καλὸς πλούσιος εὐπατρίδης ποὺ βοηθάει τοὺς φτωχοὺς καὶ ἐν γένει τὸν τόπο του. Εἶναι ὁ φιλόξενος ἄρχοντας ποὺ δέχεται ὅποιον κτυπήσει τὴν θύρα του. Εἶναι ὁ καλὸς οἰκογενειάρχης μὲ μιὰ ὄμορφη καὶ καλὴ σύζυγο. Εἶναι ὁ ἄντρας ποὺ ἔχει θεμιτὲς φιλοδοξίες στὴν ζωή του. Τί ἄλλο θὰ ἤθελε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ αὐτόν;
Μόνο ποὺ οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ καὶ ἡ κοινωνία δὲν εἶναι τόσο σταθεροὶ ὅσο ὁ ἴδιος. Ἀρχίζει ξαφνικὰ καὶ προδίδεται ἀπὸ τὶς ἴδιες του τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξίες του. Ὁ ὑπὸ αὐτὸν φιλοξενούμενος καὶ εὐεργετηθεὶς ἀπαγάγει τὴν γυναίκα του, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐρωτευμένη μὲ τὸν σύζυγον, ἀλλὰ μὲ τὸν ἀπαγωγέα της. Ἡ χώρα, ἡ Βενετία, στὴν ὁποία προσέφερε ὑπηρεσίες, ὄχι μόνο δὲν καλύπτει θεσμικὰ καὶ νομικά, ἀλλὰ μέσῳ ἄδηλων καὶ ἄγραφων κοινωνικῶν κανόνων, ὑποστηρίζει τὸν ζημιώσαντα αὐτόν.
Κάποιος ἄλλος στὴν θέση του θὰ εἶχε τρελαθεῖ. Ἢ στὴν καλύτερή των περιπτώσεων θὰ εἶχε ἀποκηρύξει καὶ θὰ εἶχε πάψει νὰ πιστεύει στὶς ἀξίες αὐτὲς ποὺ τὸν πρόδωσαν. Ὅμως, ὁ Ἰωάννης Μούχρας, δὲν παραστάτησε ἀπὸ τὶς ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικά του. Ἴσως παροδικὰ -ὅταν ἀπὸ Ἰωάννης Μούχρας γίνεται Ἰωάννης Βενδίκης (ἐκδικητὴς δηλαδή)-, ἀλλὰ μόνο παροδικά. Προσπάθησε καὶ πάλεψε πλέον τῶν 8 ἐτῶν νὰ ξανακερδίσει ὅτι ἔχασε. Νὰ ξανακερδίσει στὴν οὐσία τὶς ἀξίες του, τὶς ἀρχές του, τὰ ἰδανικά του. Δὲν τὰ κατάφερε. Δὲν τὰ κατάφερε, γιατὶ οἱ ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικὰ δὲν ἐξαρτῶνται μόνο ἀπὸ ἕνα ἄτομο ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τὰ κατακτήσει. Βρίσκονται σὲ ἄμεσο συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐν γένει ἠθικὴ καὶ πολιτικὴ κατάσταση τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν περιβάλλουν.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά, παρ᾿ ὅλο ποὺ χάνει τὸ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ κοινωνία καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν περιβάλλουν δὲν ἔχουν σταθερὲς ἀξίες καὶ ἀναφορές, ὁ Νάξιος εὐπατρίδης συνεχίζει νὰ διατηρεῖ τὶς δικές του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μάθημα ποὺ μᾶς δίδει. Ὅ,τι δηλαδή, μέσα στὸν κυκεώνα μιᾶς κοινωνίας καὶ μιᾶς ἐποχῆς ὅπου τίποτα δὲν λειτουργεῖ, ὅπου δὲν ὑπάρχουν καὶ καταπατοῦνται σταθερὲς ἀξίες καὶ ἀναφορές, ὅπου ὁ ἄνθρωπος εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο λύκος, μποροῦμε ἂν θέλουμε νὰ παραμείνουμε ὄρθιοι καὶ νὰ μὴν καταποντιστοῦμε. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε συγχωρεῖ καὶ τὴν γυναίκα του. Συγχωρεῖ στὴν οὐσία τὶς ἀξίες ποὺ τὶς πίστεψε καὶ ἐκεῖνες τὸν πρόδωσαν.
Μόνο, ποὺ ὅταν εἶσαι μόνος σου καὶ στέκεσαι μόνος σου ὄρθιος, ὄχι δὲν μπορεῖς, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει νόημα νὰ εἶσαι μέσα στὴν κοινωνία. Δὲν προσφέρεις τίποτα, ἀλλὰ καὶ δὲν σοῦ προσφέρει τίποτα. Γι᾿ αὐτό, ὁ Παπαδιαμάντης βάζει τὸν Ἰωάννη Μούχρα νὰ ἀποσύρεται σὲ μοναστήρι· μὴ ἔχοντας τί καλύτερον νὰ πράξη. Ἀφοῦ ἡ προσωπικὴ καὶ ἠθική του στάση δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὴν κοινωνία, ἀποσύρεται καὶ πηγαίνει ἐκτὸς κοινωνίας, ἐκεῖ ποὺ ἡ προσωπική του ἠθικὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ νὰ ἐκτιμηθεῖ.

3. Ἀντὶ συμπερασμοῦ

Ἕως τώρα ἀναλύσαμε τὴν δράση τριῶν μεμονωμένων ἀνθρώπων καὶ προσπαθήσαμε νὰ ἐξάγουμε ἀπὸ αὐτὰ τυχὸν πολιτιστικὰ χαρακτηριστικά. Ὅμως γιὰ ἐπίλογο δὲν ἐπιλέγουμε στὸ νὰ ἐξάγουμε κάποιο συμπέρασμα ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴν ἀνάλυση. Ὡς ἐπίλογο ἐπιλέγουμε νὰ προχωρήσουμε λίγο παραπέρα. Σημαντικὸ ρόλο ἄδηλα στὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη παίζει ὁ πολὺς λαός, ὁ ἀμόρφωτος, ἡ μάζα· αὐτὴ ποὺ στηρίζει καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸ ἑκάστοτε κοινωνικὸ σύστημα προκειμένου νὰ εἶναι στέρεο καὶ νὰ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει. Ἐξάλλου ὁ Παπαδιαμάντης κλείνει τὸ διήγημά του ὡς ἑξῆς: Οὐδεμίαν πληροφορίαν ἠδυνήθη νὰ συλλέξω περὶ τοῦ Σκιάχτη καὶ περὶ τινῶν ἄλλων προσώπων τοῦ δράματος.
Ἡ μάζα λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὶς κοινωνίες. Ἀντὶ ἄλλων δικῶν μας ἀναλύσεων θὰ παραθέσουμε τινὰ ἀποσπάσματα γιὰ τὴν μάζα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Le Bon: Ἡ ψυχολογία τῶν μαζῶν (ἢ τῆς μάζας) [Psychologie der Massen].
Συγκεκριμένα: στὴν μάζα ἡ ἱκανότητα πρὸς κατανόηση ἀμβλύνεται καθὼς οἱ ἄνθρωποι ἀπελευθερώνουν πλήρως τὶς πρωταρχικὲς ἐνστικτώδεις ὁρμές τους... Ἡ τάση της γιὰ ἀνταρσία καὶ οἱ καταστροφικές της ἐκρήξεις εἶναι πάντα πολὺ ἐφήμερες... εἶναι ἄκρως συντηρητική... ἡ μάζα σύντομα κουράζεται ἀπὸ τὶς ἀναταραχὲς καὶ ἐνστικτωδῶς στρέφεται στὴν ὑποταγή. Ἔχουμε: ἐξαφάνιση τῆς συνειδητῆς προσωπικότητας καὶ κυριαρχίας τῆς ἀσυνείδητης, προσανατολισμὸς τῶν αἰσθημάτων καὶ τῶν σκέψεων στὴν ἴδια κατεύθυνση μέσῳ τῆς ὑποβολῆς τῆς μετάδοσης... Τὸ ἄτομο δὲν εἶναι πιὰ ὁ ἐαυτός του, ἔχει γίνει ἕνα ἄβουλο αὐτόματο. Ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει ὅτι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἠθικὲς ἀξίες στὶς ὁποῖες ἔχει στηριχθεῖ ἕνας πολιτισμὸς χάσουν τὴν κυριαρχία τους, ἐπέρχεται ἡ τελική της διάλυση ἐξαιτίας ἐκείνων τῶν κτηνωδῶν μαζῶν. Οἱ μάζες ἔχουν δύναμη μόνο γιὰ καταστροφή... Ἕνας πολιτισμὸς συνεπάγεται σταθεροὺς κανόνες, πειθαρχία, πέρασμα ἀπὸ τὸ ἐνστικτῶδες στὸ ἔλλογο, πρόνοια γιὰ τὸ μέλλον, ὑψηλὸ βαθμὸ κουλτούρας, συνθῆκες δηλαδὴ ποὺ οἱ μάζες δὲν μποροῦν ἀπὸ μόνες τους νὰ πραγματοποιήσουν. Ὅταν τὸ οἰκοδόμημα ἑνὸς πολιτισμοῦ εἶναι σαπισμένο, οἱ μάζες εἶναι πάντα αὐτὲς ποὺ ἐπιφέρουν τὴν κατάρρευσή του... Εἶναι πράγματι ἀλήθεια ὅτι μιὰ μάζα μπορεῖ νὰ παρασυρθεῖ μέχρι τὸν παροξυσμό, μέχρι τὴν ἔκρηξη, εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶναι ἱκανὲς τόσο γιὰ τὴν χειρότερη δειλία ὅσο καὶ γιὰ τὰ ὑψηλότερα κατορθώματα. Ὅμως, αὐτὸ ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ἐνεργοῦν μόνο ὅταν βρίσκονται ὑπὸ καθοδήγηση, ὅταν ὑπάρχουν πρωταγωνιστὲς οἱ ὁποῖοι διευθύνουν τὶς ἀντιδράσεις του, οἱ μηχανικοί της ψυχῆς... Οἱ μάζες γίνονται πειθήνια ὄργανα στὰ χέρια σφετεριστῶν, δικτατόρων... Κανένας ἠθικὸς δισταγμὸς δὲν καθορίζει τὶς κινήσεις καὶ γιὰ αὐτὸ ἀσκοῦν ἐπιρροὴ στὴν ὁλότητα τῶν ἀτόμων, τὴν ὅποια χαρακτηρίζουμε ψυχικὸ βιασμό. Εἶναι φυσικὸ ὅτι ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν πρέπει νὰ καταφεύγουν σὲ ταραχώδεις διαδηλώσεις, τὶς ὁποῖες ἐκμεταλλεύονται καὶ ἀπελευθερώνουν τὶς δυνάμεις του ποὺ εἶναι ἔμφυτες στὶς μάζες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου