Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Sοφία Κανταράκη - Ἡ περιγραφικότητα καὶ ἡ εἰκονοποιΐα στὸν Π. ὡς κριτήριο φιλαναγνωσίας


Σοφία Κανταράκη - Ἡ περιγραφικότητα καὶ ἡ εἰκονοποιΐα στὸν Παπαδιαμάντη ὡς κριτήριο φιλαναγνωσίας
Τί συμβαίνει, ὅταν οἱ μαθητὲς γίνονται κριτὲς καὶ «ἀνακρίνουν» τοὺς καθηγητὲς τοὺς σχετικὰ μὲ τὰ ὀφέλη τῶν ἀναγνωστικῶν διαδρομῶν τῆς προγραμματισμένης ὕλης; Τί θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργήσει ὡς κίνητρο, γιὰ νὰ διαβάσουν τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ λογοτεχνικὰ βιβλία καὶ δὴ Παπαδιαμάντη; Ποιὸς εἶναι ὁ ρόλος τῶν ἐκπαιδευτικῶν σ᾿ αὐτὴ τὴ διαδικασία;
Ὅσες φωνὲς καὶ νὰ ἀντηχοῦν πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση, ἡ πεζογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη μπορεῖ ἀδιαμφισβήτητα νὰ κερδίσει τὸ ἀναγνωστικὸ ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν μὲ πρωτεργάτες τὴν περιγραφική της δεινότητα καὶ τὴν διεισδυτική της ματιά, σὲ λεπτομέρειες ποὺ κεντρίζουν τὸ ἐνδιαφέρον ἀλλὰ προκαλοῦν καὶ τὸ γέλιο, μεταφέροντας τὶς σκηνὲς ἐμπρὸς στὰ μάτια τῶν μαθητῶν, μὲ λέξεις ἴσως καὶ περίεργες, πρωτάκουστες καὶ πρωτόγνωρες, ποὺ χρήζουν σίγουρά της παρουσίας λεξικοῦ, δὲν παύουν ὅμως νὰ μαγεύουν σαγηνευτικὰ τὴν ἀκοὴ καὶ νὰ ἐρεθίζουν τὴν φαντασία. Ἐξάλλου, τὰ παιδιὰ διαμορφώνουν ἔτσι γενικότερα γνωσιακὰ καὶ δομικὰ σχήματα ποὺ ἀφοροῦν στὸν κοινωνικοπολιτισμικὰ ἀποδεκτὸ τρόπο δόμησης τῶν ἀφηγήσεων, ὅταν ἐμπλέκονται καὶ αὐτὰ στὶς ἀφηγήσεις καὶ ἀναζητοῦν τὸ δικό τους πορτρέτο, στοὺς ἥρωες τῶν διηγημάτων.
Ἡ δύναμη τῆς περιγραφῆς καὶ τῶν εἰκόνων εἶναι ἀναμφίβολα καὶ ἡ δύναμη τῆς Γραφῆς τοῦ Παπαδιαμάντη, ὁ τρόπος ποὺ τὶς χειρίζεται καὶ τὶς ἀντιλαμβάνεται, μεταδίδοντας σὲ μᾶς ἀποτυπώσεις τῆς ἁπτῆς πραγματικότητας. Ποιὰ στοιχεῖα, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἐπιτρέπουν στὸ μαθητικὸ ψυχισμὸ νὰ ἐπηρεαστεῖ καὶ νὰ γίνει δεκτικὸς σὲ ἀναγνωστικὲς διαδρομὲς πού, ἐνδεχομένως, θὰ τὸν σαγηνεύσουν, ἀλλὰ καὶ παράλληλα θὰ τὸν ταρακουνήσουν ἀπὸ τὴ γραμμικότητα τῆς σχολικῆς προγραμματισμένης πορείας;
Ἡ λογοτεχνία, ὡς γνωστόν, μεταχειρίζεται τὴ συγκινησιακὴ χρήση τῆς γλώσσας, ὅπου ὁ λόγος εἶναι φορτισμένος μὲ τὴ μεγαλύτερη συναισθηματικὴ ἔνταση καὶ ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες στὴ θέαση τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μεταστοιχειώνει τὴν πραγματικότητα σὲ ἕνα παιχνίδι ὑποβολῆς καὶ ἐπιβολῆς. Συμβάλλει στὴν αἰσθητικὴ καλλιέργεια, στὴν ἀνάπτυξη τῆς φαντασίας, στὴν ψυχικὴ ὡρίμαση καὶ φυσικὰ στὴν γλωσσική του ἀνάπτυξη. Σημαντικότερο, ὅμως, θεωρεῖται τὸ γεγονὸς τῆς ταύτισης μὲ τοὺς ἔφηβους ἥρωες τοῦ πεζογράφου καὶ τῆς ἐξιδανίκευσης ὅλων ἐκείνων τῶν καταστάσεων ποὺ δύσκολα ἕνα παιδί, κυρίως τῆς πόλης, θὰ μποροῦσε νὰ βιώσει. Σὲ μιὰ περίεργη ἐλευθερία καὶ ἀνεμελιά, μπερδεμένη μὲ ἰδιωματισμοὺς καὶ λέξεις, συναντιοῦνται ἐφηβικὰ πρόσωπα, ἄλλοτε στὸ σχολεῖο, ἄλλοτε στὶς γειτονιὲς σὲ σκηνὲς ἀπαράμιλλης σκηνοθεσίας, δίνοντας τὸ στίγμα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς…..
 «Ἡ λειτουργία τῶν περιγραφῶν στὸν Παπαδιαμάντη, στὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται μὲ ὅλη της τὴν ἔνταση ἡ ποιητικότητα τῆς παπαδιαμαντικῆς γλώσσας, δὲν περιορίζεται στὴ μετάδοση τῶν ἀναγκαίων ρεαλιστικῶν πληροφοριῶν γιὰ τὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦν, κινοῦνται καὶ δροῦν οἱ χαρακτῆρες. Οἱ περιγραφὲς ἐπιτελοῦν καὶ μιὰ λειτουργία ὁδηγητικὴ γιὰ τὸν ἀναγνώστη, ὥστε νὰ συλλάβει τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ διηγήματος. Αὐτὸ γίνεται δυνατὸ κάθε φορὰ ποὺ τόποι, τοπία ἢ ἐξωτερικὲς εἰκόνες, ἐπειδὴ περιγράφονται μὲ τρόπο ἀφαιρετικὸ ἢ μεταφορικὸ ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν ἀναλογία τους μὲ κάτι ἄλλο, ἀνάγονται τελικὰ σὲ σύμβολα ποιητικά.», γράφει ἡ Ε. Πολίτου – Μαρμαρινοῦ.
Ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή, λοιπόν, τῆς ὑποτύπωσης. Ἡ ὑποτύπωση, στὴ λογοτεχνία, εἶναι, ὅταν γράφεις ἀκριβῶς τὶς λέξεις ποὺ χρειάζονται, ὥστε νὰ δώσεις τροφὴ στὴ φαντασία τοῦ ἀναγνώστη, νὰ ἀπεικονίσει μέσα στὸ μυαλὸ τοῦ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις. Κι αὐτὸ εἶναι, θεωρῶ, ποὺ πετυχαίνει ὁ Παπαδιαμάντης. ¨όσον ἀφορᾶ στὸν ὄρο, ὁ Μπαμπινιώτης λέει γιὰ τὴν ὑποτύπωση: ἡ παραστατικὴ ἀπεικόνιση μὲ τὸν λόγο (καταστάσεων, πραγμάτων κ.λπ.). Δίνεις τὰ ἀπαραίτητα χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἀφήνονται στὴ φαντασία τοῦ ἀναγνώστη. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει ὁ συγγραφέας εἶναι, ἁπλά, νὰ κατευθύνει τὴ φαντασία. Εἶναι σὰν νὰ δίνει τὶς ἀπαραίτητες ὁδηγίες ὥστε νὰ παίξεις μιὰ ταινία μέσα στὸ μυαλό σου. Δὲν θὰ παίξουν ὅλοι οἱ σκηνοθέτες/ἀναγνῶστες ἀκριβῶς τὴν ἴδια ταινία·  θὰ ἔχει διαφορὲς σὲ πολλὰ πράγματα. Ἀλλὰ ὄχι στὰ βασικά, οὔτε κἂν στὶς βασικὲς λεπτομέρειες.1
Κινούμενοι στὸ χῶρο τοῦ ἀφαιρετικοῦ καὶ τοῦ μεταφορικοῦ, οἱ μαθητὲς ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ εἰκόνες καὶ περιγραφὲς ποὺ ἀγγίζουν εὐαίσθητες χορδὲς καὶ λεπτὰ σημεῖα τῆς ψυχῆς τους σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἐπιρροὴ τοῦ φορμαλισμοῦ ἔχει ἀπομακρύνει τὴν ἀνάγκη τῆς λογοτεχνικῆς τέρψης καὶ τῆς αἰσθητικῆς ἀπόλαυσης.

Ἡ νοερὴ τέρψη, ἀποῦσα σήμερα ἀπὸ τὸ μαθητικὸ καὶ συνάμα ἐξοντωτικὸ πρόγραμμα ὑπερπληροφόρησης, ἀφήνει ἐμφανῆ τα ἀποτυπώματά της, στὴν ἐπιρρεπῆ καὶ πάντα δεκτικὴ μαθήσεως νεανικὴ ψυχή, ποὺ τροφοδοτεῖται μὲ μιὰ ἀδιάλειπτη μαρτυρία τῆς παπαδιαμαντικῆς εἰκονοποιίας. Φυσιολατρικὲς περιγραφὲς μὲ ἐνσαρκωμένα ἄψυχα ὄντα, ὑποκλίνονται στὴν ἀναγνωστικὴ πορεία, χαρτογραφώντας ἕναν κόσμο μὲ μαρκαρισμένη τὴν κάθε τοῦ λεπτομέρεια.
Λειτουργώντας καθοδηγητικά, αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες, ποὺ ὀπτικοποιοῦν τὰ δρώμενα, γίνονται τὸ κίνητρο φιλαναγνωσίας καὶ ἀπορίας συνάμα, γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ κάθε ἔργου. Δίνουν τὴ γεύση καὶ τὸ ἄρωμα ποὺ χρειάζεται νὰ ἐνδυναμώσει τὴν γνωστική τους ὄρεξη.
Χαρακτηριστικὲς οἱ περιγραφὲς ἀπὸ τὸ παιδικὸ διήγημα «Γουτοῦ Γουπατοῦ»:
«Ἐθεώρει τὸν ἐαυτόν του ὡς ἄχρηστον. Ἑξαιρουμένης τῆς γλώσσης τὸ ἥμισυ τοῦ ἀνθρώπου ἦτο ὑγιές. Ὁ δεξιὸς ποὺς ἐσύρετο κατόπιν τοῦ ἀριστεροῦ, δὲν ἐκινεῖτο ἐλευθέρως· ἡ δεξιὰ χεὶρ ἂν καὶ χονδρὴ καὶ δυσανάλογος, καὶ σχεδὸν παράλυτος φαινομένη, εἶχε τεραστίαν ρώμην. Ὡμοίαζε μὲ μάγγανον ἢ μὲ ὀδόντας ταυροσκύλου. Διὰ νὰ δράξει ἓν πράγμα, συνήθως βραχίονα ἢ πλάτην κανενὸς παιδίου ὀχληροῦ, ἐχρειάζετο κόπον· ἔπρεπε νὰ τὴν βοηθήσει ἡ ἄλλη χείρ, νὰ ψαύσει δηλαδὴ τὸν γρόνθον τῆς δεξιᾶς, καὶ νὰ τὸν διευθύνει· ἀφοῦ ὅμως ἅπαξ ἔδραττε τὸ ἀντικείμενον, ἡ τεραστία χεὶρ δὲν τὸ ἄφηνε πλέον, σχεδὸν καὶ ἂν ἤθελε νὰ τὸ ἀφήσει. Ἀλλοίμονον τότε εἰς τὸν βραχίονα, εἰς τὴν ὠμοπλάτην, ἀλλοίμονον εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ αὐθάδους!
Ἦτο χωλὸς καὶ κυλλὸς καὶ μογιλάλος. Ἦτο ὁ Μανωλιὸς τὸ Ταπόι.»
«…Ὅλα τα παιδιὰ τοῦ χωρίου ἤσαν διηρημένα εἰς δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αἱ ἐχθροπραξίαι ἤρχιζον ἀπὸ τὸ φθινόπωρον, διήρκουν καθ᾿ ὅλον τὸν χειμώνα, ἐξηκολούθουν τὴν ἄνοιξιν, καὶ δὲν ἔπαυον τὸ θέρος —εἰμὴ ἐφ᾿ ὅσον μετεφέροντο εἰς τὸν ἐλεύθερον κάμπον, ὅπου ἐκοκκίνιζον ἄωρα καὶ ἠμωδίαζον τοὺς ὀδόντας προκλητικά τα μῆλα, τὰ κεράσια, τὰ ἀπίδια, καὶ ὕστερον τὰ σταφύλια. Ὁ ἐπίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ἰδίως τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων, ἀλλ᾿ ὅμως ὁ πετροπόλεμος ὁ καθημερινὸς ποτὲ δὲν ἐκόπαζε μεταξὺ τῶν δύο φουσάτων. …»
Διασκεδαστικὰ λειτουργώντας, τὸ κείμενο τρυπώνει πάραυτα στὸν ἐσώτερο κόσμο τῶν παιδιῶν, ποὺ παραλληλίζουν τὰ δικά τους πρόσωπα μὲ τοὺς πρωταγωνιστὲς καὶ ἀναπολοῦν βιωματικὰ δικά τους καθημερινὰ στιγμιότυπα, ἢ ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω, ὁ καθένας θὰ παίξει στὸ μυαλό του τὸ ρόλο ποὺ θέλει.
Σύμφωνα μὲ τὸν Παλαμᾶ, τὸν ἐπισημότερο κριτικό της μεταψυχαρικῆς περιόδου ποὺ συνόψισε τὰ χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικῆς φυσιογνωμίας του, ὁ Παπαδιαμάντης «δίνει τὴν ἄϋλη χαρὰ τῆς τέχνης». «Ἕνα περιβόλι, γράφει, εἶναι ὁ κόσμος ποῦ μᾶς παρουσιάζει στὶς ἱστορίες του (...). Παντοῦ τα συγκεκριμένα καὶ τὰ χειροπιαστά, ζωγραφιὲς τῶν πραγμάτων, ὄχι ἄρθρα (...). Πρόσωπα, ὄχι δόγματα. Εἰκόνες, ὄχι φράσεις. Κουβέντες, ὄχι κηρύγματα, διηγήματα, ὄχι ἀγορεύσεις».
Ὁ Κωνσταντῖνος Καβάφης ἀναφέρει: «Εἰς ὅσα ἔργα του ἐδιάβασα μοῦ ἔκανεν ἐντύπωσιν ἡ περιγραφική του δύναμις. Μὲ φαίνεται ὅτι εἶναι λαμπρὰ ἀσκημένος στῆς περιγραφῆς τὴν τριπλῆ ἱκανότητα, τὸ ποιὰ πρέπει νὰ λεχθοῦν, τὸ ποιὰ νὰ παραληφθοῦν, καὶ εἰς ποία πρέπει νὰ σταματηθῇ ἡ προσοχή».
Χαρὰ στὴν τέχνη καὶ ᾿᾿ποιητικοὶ᾿᾿ πίνακες οἱ περιγραφές του, μὲ ζωντανοὺς τοὺς πρωταγωνιστές, καλοὺς καὶ κακούς, ἕτοιμους ὅμως, νὰ σὲ ἀγγίξουν καὶ νὰ σὲ ἐνσωματώσουν στὴ δική τους πραγματικότητα, εἶναι ἡ πεζογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Τέτοιου εἴδους ζωντάνια καὶ παραστατικότητα εἶναι τὰ κίνητρα ποὺ προσελκύουν στὴν φιλαναγνωσία.
«…Δύναμή του εἶναι ἡ κίνηση τῶν ἡρώων του… Πῶς σκηνοθετεῖ, πῶς φωτίζει, πῶς κινεῖ τὰ πρόσωπά του, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, μέσα σ᾿ ἐλάχιστη ὥρα καὶ σ᾿ ἐλάχιστο χῶρο καὶ σ᾿ ἐλάχιστο φῶς. Καὶ μ᾿ ἐλάχιστα λόγια. Ἱστορίες σκηνοθετημένες σ᾿ ἕνα πολλαπλὸ «ἀνάμεσα»: ἀνάμεσα στοὺς βράχους καὶ στὴ θάλασσα, ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, ἀνάμεσα στὰ νιάτα καὶ στὰ γηρατειά, ἀνάμεσα μοιρολογιοῦ καὶ ποιμενικοῦ ἄσματος, ἀνάμεσα ζωῆς καὶ θανάτου.. Ἔχει τὸ ρίγος τῆς τραγωδίας καὶ τὸ θάμπος τοῦ παραμυθιοῦ…»
Μέσα ἀπὸ τὶς διαδρομὲς στὰ παπαδιαμαντικὰ μονοπάτια εἶναι σίγουρο ὅτι ὀξύνεται καὶ παράλληλα διευρύνεται ἡ ἀναγνωστικὴ ἱκανότητα τῶν μαθητῶν, ἐπιτυγχάνοντας παράλληλα καὶ τὴν αἰσθητικὴ ἀπόλαυση μέσῳ τῆς ἀναγνωστικῆς τους περιπλάνησης.
Ἐκεῖ, ἔρχεται καὶ ὁ ρόλος τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ, ποὺ ἐπαφίεται πλέον στὴν δική του διάθεση, ἴσως καὶ εὐχέρεια, ἢ ἀπὸ τὴ μιά, νὰ ἐξυψώσει, ὄχι πλέκοντας τὸ ἐγκώμιο, ἀλλὰ ἀποκαλύπτοντας καὶ μετουσιώνοντας στὴν τάξη τὴ δύναμη αὐτοῦ ποὺ θὰ διδάξει, ὑπερδιπλασιάζοντας τὴν μὲ τὰ κατάλληλα ᾿᾿ἐργαλεῖα· καὶ συνθέτοντας τὸ ψηφιδωτό της λογοτεχνικῆς ἀξίας, ἢ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ὑποβαθμίσει, ἁπλὰ ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἀξία τοῦ λογοτέχνη καὶ προσπερνώντας τον ὡς μιὰ ἄλλη ἀγγαρεία.
Ὁ συσχετισμός, ἐπίσης, τῶν κειμενικῶν στοιχείων τοῦ λογοτεχνήματος μὲ τὰ ἐποπτικὰ μέσα (εἰκόνα, ἦχος, ἐκπόνηση πολυμεσικοὺ κειμένου) εἰκονοποιεῖ τὴ γνώση καὶ στηρίζει τὴν κριτικὴ σκέψη. Γιὰ τὸν Sless (1981) ἡ ὀπτικὴ σκέψη εἶναι ἕνας μηχανισμὸς χειρισμοῦ τοῦ ὀπτικοῦ περιβάλλοντος μὲ σκοπὸ τὴ δημιουργία συγκεκριμένων νοημάτων. Ἀποτελεῖ πραγματικὰ πρόκληση ἡ χρήση τῆς ὀπτικῆς σκέψης ὡς ἐκπαιδευτικὸ ἐργαλεῖο. Ἡ ὅραση διαδραματίζει καθοριστικὸ ρόλο κατὰ τὴ διαδικασία τῆς μάθησης. Θεωρητικοὶ τῆς ὀπτικῆς ἀντίληψης (Arnheim, 1999) ὑποστηρίζουν πὼς ἡ ὅραση καὶ ἡ σκέψη εἶναι ἀλληλένδετες λειτουργίες. Ὁ Sless (1981) μὲ τὴ σειρὰ τοῦ ἔχει ὑποστηρίξει πὼς ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐγκεφάλου ἔχει στηριχτεῖ στὴν ἀνάγκη ἐπεξεργασίας εἰκόνων καὶ ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ ὅραση εἶναι ἡ ἕδρα τῆς εὐφυΐας»,ἄρα καὶ ἕνα δυνατὸ μέσο μάθησης.2
Ὡς γνωστόν, ἡ εἰκονοποιία τοῦ Παπαδιαμάντη συναλλάσσεται ἀδιάλειπτα μὲ τὸ ἀσυνείδητο, σὲ μιὰ μύχια μεταφορὰ τῆς φύσης-Μητέρας, ὅμως τὸ Πραγματικό, μέσα στὸ κείμενο, μένει χωρὶς συνδιαλλαγὴ μὲ τὴν ἀνάγκη μας νὰ τὸ ἀναπαραστήσουμε, ὥστε αὐτὴ ἡ ἀνάγκη, ματαιωμένη, κάνει νὰ ἐξαρτόμαστε ἀπ᾿ τὸν Παπαδιαμάντη γιὰ πάντα.3
Πηγές
1. Περὶ Γραφῆς: Ὑποτύπωση καὶ τὸ Περιγραφικὸ Ἰδίωμα. Οἱ ὁδοδεῖκτες τῆς φαντασίας. Κ.Βουλαζέρης
2. 1ο Ἐκπαιδευτικὸ Συνέδριο «Ἔνταξη καὶ Χρήση τῶν ΤΠΕ στὴν Ἐκπαιδευτικὴ Διαδικασία», Ἐπιμ. M. Ξεστέρνου
3. Ἡ ἀποφατικὴ μέθοδος, Εὐγένιος Ἀρανίτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου